Περίπου ένας στους τέσσερις κατοίκους της υπαίθρου στην ΕΕ ζει υπό τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού εντός των ευρωπαϊκών συνόρων, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία της Eurostat.
Το 2017, το ποσοστό αυτό εκτιμήθηκε στο 23,9%, όταν για τους κατοίκους των αστικών και ημιαστικών περιοχών διαμορφώθηκε στο 22,6% και 21% αντίστοιχα. Ελαφρώς βελτιωμένη εικόνα εμφανίζουν οι πληθυσμοί της υπαίθρου και των ημιαστικών περιοχών στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης με το αντίστοιχο ποσοστό να υπολογίζεται στο 21,7%. Αντίθετα, με βάση τον βαθμό αστικοποίησης στη ζώνη του ευρώ, χειρότερη εικόνα εμφανίζουν οι κάτοικοι των αστικών και ημιαστικών περιοχών, με το 23,2% και 21,2% εξ αυτών να βρίσκονται στο όριο της φτώχειας και τον κίνδυνο του κοινωνικού αποκλεισμού.
Το 40% των Ελλήνων της υπαίθρου βρίσκεται στα όρια της φτώχειας
Σχεδόν τέσσερις στους δέκα κατοίκους της υπαίθρου στην Ελλάδα απειλούνται τόσο από τη φτώχεια όσο και από τον κοινωνικό αποκλεισμό, αφού το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 38,9%. Με τη χώρα μας να έρχεται τρίτη από το τέλος, μόνο οι γειτονικές Βουλγαρία και Ρουμανία παρουσιάζουν χειρότερη εικόνα (51,9% και 48,5% αντίστοιχα), ενώ με βάση την ίδια κατηγοριοποίηση σε ό,τι αφορά όσους κατοικούν στα ελληνικά αστικά και ημιαστικά κέντρα, τα ποσοστά ανέρχονται στο 32,7% και 33,3%.
Μεγαλύτερα ποσοστά εμφανίζονται, ωστόσο, για τους κατοίκους της Ευρώπης, που ζουν κοντά στον κίνδυνο της φτώχειας μετά την αφαίρεση των εξόδων στέγασης, καθώς, για το σύνολο του πληθυσμού της ΕΕ, το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 31,5%. Με βάση τον βαθμό αστικοποίησης, για τους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων το ποσοστό ανέρχεται στο 32,2%, για τις ημιαστικές περιοχές στο 30,6%, ενώ για όσους κατοικούν στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο, το ποσοστό όσων βρίσκονται κοντά στον κίνδυνο της φτώχειας εκτιμάται στο 31,6%.
Με βάση αυτά τα τελευταία στοιχεία, οι δείκτες για τη χώρα μας είναι άκρως αποκαρδιωτικοί, καθώς το ποσοστό του πληθυσμού που κινδυνεύει από τη φτωχοποίηση, μετά την αφαίρεση των εξόδων στέγασης, ανέρχεται στο 46,3%. Μπορεί το ποσοστό αυτό για την Ελλάδα να υποχώρησε το 2017 κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες από το 2014, που άγγιζε το 49,3%, ωστόσο παρέμεινε το υψηλότερο των κρατών-μελών της ΕΕ, καθώς και σε υψηλά επίπεδα συγκριτικά με το 37,6% του 2010, πριν ακόμη εκδηλωθούν έντονα τα σημάδια της κρίσης.
Το μεγαλύτερο ποσοστό, με βάση τον βαθμό αστικοποίησης, εμφανίζουν οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου, αγγίζοντας το 48%, έναντι του 46,7% των ημιαστικών κέντρων και του 44,7% του πληθυσμού των μεγάλων πόλεων. Μπορεί στο σύνολο των κρατών-μελών ο κίνδυνος της φτώχειας, μετά την αφαίρεση των εξόδων στέγασης, να απειλεί ελαφρώς περισσότερο τους κατοίκους των αστικών κέντρων, με τη διαφορά μίας σχεδόν ποσοστιαίας μονάδας, ωστόσο για την Ελλάδα η εικόνα είναι αντίστροφη (48% όσων κατοικούν στην ύπαιθρο έναντι του 44,7% όσων κατοικούν στα αστικά κέντρα). Μόνο για τους κατοίκους της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας εμφανίζεται ελαφρώς χειρότερη εικόνα, με τα ποσοστά του πληθυσμού της υπαίθρου που διαβιούν υπό τον κίνδυνο της φτώχειας να διαμορφώνονται στο 55% και 48,8% αντίστοιχα, όταν για τον πληθυσμό των αστικών κέντρων των χωρών αυτών, τα ποσοστά κυμαίνονται στο 29,2% και 15,9%.
Εάν λάβει κανείς υπόψη τον μεγάλο βαθμό ιδιοκτησίας που επικρατεί στην ελληνική ύπαιθρο, οι δείκτες αυτοί καθίστανται ακόμη πιο απογοητευτικοί, αναδεικνύοντας τη δύσκολη οικονομική κατάσταση αυτού του πληθυσμού, ακόμη και απαλλαγμένου από βασικά κόστη διαβίωσης (όπως π.χ. ενός ενοικίου).
Απομακρύνονται διστακτικά οι Έλληνες από το κατώφλι της φτώχειας
Ελαφρώς καλύτερη εικόνα παρουσιάζει παρόλα αυτά η χώρα μας στο σύνολο του πληθυσμού, με βάση την εισοδηματική παράμετρο, όπως αυτή καθορίζεται σε κάθε χώρα. Ορίζοντας ως «κατώφλι της φτώχειας» το 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του κατοίκου μίας χώρας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το οποίο για την Ελλάδα ανέρχεται στα 4.560 ευρώ ανά άτομο, για το 2017, το 20,2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν υπό τον κίνδυνο φτώχειας.
Το ποσοστό αυτό παρουσιάζει ελαφρά βελτίωση σε βάθος πενταετίας, από το 23,1% το 2013, ενώ κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες. Ωστόσο το ποσοστό αυτό απέχει κατά 3,3 ποσοστιαίες μονάδες, από το αντίστοιχο της ΕΕ που ανέρχεται στο 16,9%, ενώ σε χειρότερη θέση βρίσκονται η Ρουμανία με 23,6%, η Βουλγαρία με 23,4%, η Λιθουανία με 22,9%, η Λετονία με 22,1%, η Εσθονία με 21%, η Ισπανία με 21,6%, αλλά και η Ιταλία με 20,3%, γράφει το ypaithros.gr.