Αγίου Πνεύματος: Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Π.Ν.Τρεμπέλα εκδόσεις «ο Σωτήρ»,1991, σελ. 74-87, μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Πραξ. 2,1 Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι(1) τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς(2) ἦσαν ἅπαντες(3) ὁμοθυμαδὸν(4) ἐπὶ τὸ αὐτό.
1 Όταν έφτασε η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί συγκεντρωμένοι με ομοψυχία στο ίδιο μέρος (μετάφραση Βιβλικής Εταιρίας).
(1) Συμπληρώνω=γεμίζω ολοκληρωτικά. Η λέξη έχει κυριολεκτική σημασία στην περίπτωση πλοίου που κατακλύστηκε από τα κύματα ή του οποίου το πλήρωμα επιβιβάστηκε πλήρως (Jacquier, στο εξής j).
«Όταν επρόκειτο να συμπληρωθεί, δηλαδή όχι πριν την Πεντηκοστή αλλά κατά τη διάρκεια, κατά κάποιο τρόπο, της ημέρας της Πεντηκοστής» (Χρυσόστομος,στο εξης Χ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, λίγο πριν την ημέρα της Πεντηκοστής (δες Λουκ. θ 51,Πράξ. ιγ 25) όχι την ίδια την ημέρα (Blass, στο εξής β).
Ή, πιθανότερο, ο Λουκάς αναφέρεται στον ιουδαϊκό τρόπο υπολογισμού και καθορισμού της ημέρας. Η ημέρα δηλαδή άρχιζε από τη δύση του ηλίου έτσι ώστε, το πρωί δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί, αλλά έτεινε να συμπληρωθεί. Θα μπορούσαμε λοιπόν να μεταφράσουμε: Όταν επρόκειτο να συμπληρωθεί εξ’ ολοκλήρου η ημέρα της Πεντηκοστής (j).
(2) Μία από τις 3 μεγάλες ετήσιες εορτές των Ιουδαίων. Γιορτή ευχαριστίας για τον θερισμό, για αυτό και ονομαζόταν γιορτή θερισμού (Εξ. κγ 16) και ημέρα των νέων (Αρ. κη 26) δηλαδή των απαρχών.
«Όταν το δρεπάνι έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την συγκομιδή από το θερισμό· όταν έπρεπε να συναθροίζονται οι καρποί. Είδες τον τύπο; Βλέπε πάλι την αλήθεια. Όταν έπρεπε να επιβάλλει το δρεπάνι του λόγου, όταν έπρεπε να συλλέγει τους καρπούς, τότε το Πνεύμα, σαν δρεπάνι κοφτερό, πετά πάνω σε αυτούς. Διότι άκου το Χριστό που λέει «Υψώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τα χωράφια, ότι είναι λευκά, έτοιμα για θερισμό»» (Χ).
Ο όρος Πεντηκοστή βρίσκεται μόνο στο Τωβ. β 1 και Μακ. ιβ 32, και στον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. ΙΙ 3,1 και Ιουδ. Αρχ. ΙΙΙ 10,6). Ονομαζόταν επίσης η Πεντηκοστή γιορτή των εβδομάδων (Εξ. λδ 22), διότι είχε οριστεί να διεξάγεται μετά από 7 εβδομάδες από τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα (Λευϊτ. κγ 15,16,Δευτ. ιστ 9,10). Εφόσον λοιπόν αποσκοπούσε στην έκφραση ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας προς την θεία αγαθότητα για την από αυτήν παροχή του θερισμού, προσφέρονταν εκτός από τα ολοκαυτώματα (θυσίες ζώων) και τις θυσίες για αμαρτίες και δύο άρτοι κατασκευασμένοι από νέο αλεύρι (Λευϊτ. κγ 17-19, Αρ. κη 26-31)(Ripley, στο εξής R). Αξιοσημείωτη η παρατήρηση: «Προσφερόταν στο Θεό η απαρχή των νέων καρπών και δεμάτια νέων στάχυων. Ήταν όμως εκείνο, σύμβολο αυτής της γιορτής (της δικής μας). Επειδή δηλαδή την ημέρα της Πεντηκοστής μαζευόταν το δεμάτι των νέων καρπών και συγκεντρώνονταν οι διαιρεμένοι καρποί ώστε να φαίνονται ένα, επρόκειτο όμως κατά την ημέρα αυτή, να συγκεντρωθούν από κάθε έθνος της γης σε ένα δέμα ευσέβειας διάφορα έθνη και να προσφερθούν στο Θεό με τον αποστολικό λόγο, αυτό το προτύπωσε το δεμάτι των στάχυων· για να προτυπώσει τα δέματα των ψυχών, που πάρθηκαν από διάφορες μεν χώρες, αλλά προσφέρθηκαν στο Θεό σε μία απαρχή στάχυων» (Θεοφύλακτος, στο εξής Θφ).
Επίσης κατά την ημέρα της Πεντηκοστής τελούνταν και η ανάμνηση της χορήγησης του νόμου πάνω στο όρος Σινά και πιστευόταν γενικώς, ότι το γεγονός αυτό συνέπεσε με την πεντηκοστή ημέρα από την αναχώρηση από την Αίγυπτο (Εξ. ιθ 1,3,11). Εάν όμως ο νόμος του Μωϋσή δόθηκε οπωσδήποτε την πεντηκοστή ημέρα μετά την έξοδο από την Αίγυπτο, αποτελεί θαυμάσια σύμπτωση, ότι κατά την ίδια ημέρα σημειώθηκε και η έκχυση του αγίου Πνεύματος, η οποία με τόσο αξιοσημείωτο τρόπο επιβεβαίωσε και εγκαθίδρυσε το ευαγγέλιο, του οποίου τύπος με τόσο υπέροχο τρόπο υπήρξε το Μωσαϊκό σύστημα (R). Η Σιναϊτική Πεντηκοστή της Π.Δ. και η Ιεροσολυμητική Πεντηκοστή της Κ.Δ. συνέδεσαν με τον εαυτό τους τις δύο σαφέστερες φανερώσεις του Θεού, που υπερβαίνουν κάθε άλλη, δηλαδή αυτήν του νόμου και αυτήν του ευαγγελίου, την από το όρος και την από τους ουρανούς (Εβρ. ιβ 18-25)· αυτήν που συνοδεύτηκε από τρόμο και την γεμάτη με έλεος (Bengel,στο εξής b).
«Όπως ακριβώς δηλαδή ο Σωτήρας όταν επρόκειτο να επιτελέσει το άγιο πάθος, δεν δέχτηκε σε άλλο καιρό να παραδώσει τον εαυτό του στο πάθος, αλλά κατά την ώρα που θυσιαζόταν το πρόβατο, ώστε με αυτόν τον τρόπο να συνδέσει τον τύπο με την αλήθεια, έτσι και η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος δεν δέχτηκε να δοθεί σε άλλο καιρό, παρά στον καιρό που δόθηκε ο νόμος· για να δειχτεί ότι το Πνεύμα το Άγιο και τότε νομοθέτησε και τώρα νομοθετεί» (Σευηριανός, στο εξής Σ).
Ο σύγχρονος των αποστόλων Ιώσηπος μάς πληροφορεί, ότι στις ημέρες του πλήθος πολύ Ιουδαίων συνέρρεαν κατά την Πεντηκοστή στα Ιεροσόλυμα.
«Έπρεπε όταν ήταν γιορτή πάλι να γίνουν αυτά, έτσι ώστε αυτοί που ήταν παρόντες στο σταυρό του Χριστού, αυτοί να δουν και αυτά» (Χ). Ο Κύριος σταυρώθηκε κατά τη γιορτή του Πάσχα που προηγήθηκε, όταν αναρίθμητο πλήθος κατέκλυζε την πόλη, και υπέστη βαθύτατη ταπείνωση και εξευτελισμό. Τώρα αφού αναστήθηκε και αναλήφθηκε στα δεξιά του Πατέρα επιφύλαξε την αποστολή του Αγίου Πνεύματος κατά την μεγάλη αυτή γιορτή και με παρουσία πλήθους Ιουδαίων που μαζεύτηκαν από όλα τα πέρατα της γης φανέρωσε τη δύναμή του και τη δόξα του. Η συντομία του διαστήματος που παρεμβλήθηκε μεταξύ των δύο γιορτών, θα παρουσίαζε με ζωηρή αντίθεση την ατίμωση και τη δόξα του Ιησού (R). Όπως κατά το Πάσχα έτσι και κατά την Πεντηκοστή συνέρρεαν από όλα τα μέρη του κόσμου Ιουδαίοι της διασποράς και προσήλυτοι εθνικοί. Η φήμη λοιπόν της καθόδου του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα αυτή, θα διαδιδόταν τάχιστα από αυτούς ανά την οικουμένη, αυτό όμως θα διευκόλυνε τη διάδοση του ευαγγελίου σε όλα τα έθνη (Henry).
Κατά τη χριστιανική παράδοση η Πεντηκοστή κατά το έτος εκείνο συνέπεσε ημέρα Κυριακή. Πράγματι εάν ο Ιησούς σταυρώθηκε στις 14 του μηνός Νισάν και η δεύτερη ημέρα του Πάσχα, από την οποία υπολογίζονταν οι 50 ημέρες ήταν η 16 Νισάν, η Πεντηκοστή συνέπιπτε με Κυριακή. Εάν όμως ο Ιησούς πέθανε στις 15 Νισάν η Πεντηκοστή συνέπιπτε με Δευτέρα (j). Έτσι όχι μόνο με την ανάσταση, αλλά και με την έκχυση του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, η Κυριακή καθιερώθηκε ως το χριστιανικό σάββατο του νέου Ισραήλ της χάρης, κατά το οποίο καλείται αυτός με ευγνωμοσύνη και ευχαριστία να θυμάται τα δύο αυτά κεφαλαιώδη γεγονότα, με τα οποία η απολύτρωση και σωτηρία του ανθρωπίνου γένους έφθασαν σε αίσιο πέρας.
(3) Δηλαδή οι 120 που αναφέρθηκαν ήδη στο α 15 (μπ). Οι 120 αυτοί ήταν οι αντιπρόσωποι της όλης καθολικής εκκλησίας ή καλύτερα ήταν σπερματικά και δυναμικά η όλη καθολική εκκλησία όλων των γενεών και όλων των αιώνων. Και εμείς λοιπόν είμαστε κληρονόμοι της Πεντηκοστής. Το άγιο Πνεύμα που κατέβηκε στο υπερώο, εξακολουθεί να κάθεται πάνω σε καθέναν χριστιανό οποιασδήποτε χριστιανικής γενιάς και έρχεται να γεμίσει το εσωτερικό του όπως και τότε του καθενός από τους πιστούς στο υπερώο. Το γέμισμα όμως αυτό γίνεται αναλόγως της πίστης του καθενός και της πρόθυμης διάθεσης να δεχτεί μέσα του το άγιο Πνεύμα. Εάν εξακολουθούμε να είμαστε σαρκικοί, ψυχροί, καρδιές υποδουλωμένες στην αμαρτία και απρόθυμες να ελευθερωθούμε από αυτήν, τότε όχι διότι ζούμε κάτω από την κατάρα του νόμου, όχι διότι ο Θεός κάνει διακρίσεις σε πρόσωπα για την παροχή του Πνεύματός του, όχι διότι το Πνεύμα δεν κατέβηκε από τον ουρανό, όχι διότι ο Χριστός ουδέποτε δοξάστηκε, αλλά διότι εμείς έχουμε κλειστό το εσωτερικό μας και εμποδίζουμε το Πνεύμα να μπει σε αυτό, αποξενωνόμαστε από τις δωρεές του και μόνοι μας αποκλείουμε τους εαυτούς μας από τις χάριτές του.
(4) Υπήρξε ενότητα κοινωνίας, διανοιών και τόπου (b). Ομοθυμαδόν=με ομοψυχία (Hackett, στο εξής h). Αυθεντική γραφή ομού επί το αυτό. Έκφραση πλεοναστική. Το ένα από τα δύο αρκούσε εάν, το οποίο είναι και πιθανό, το «επί το αυτό» δεν σημαίνει μόνο τον τόπο, όπου ήταν μαζεμένοι (j). Υπάρχει και η γραφή του κώδικα του Βέζα· «εγένετο εν ταις ημέραις εκείναις του συμπληρούσθαι την ημέραν της Πεντηκοστής όντων αυτών πάντων ομού…». Είναι τώρα ενωμένοι με την αγάπη. Οι φιλονικίες που σημειώθηκαν μεταξύ τους σε προηγούμενο χρόνο για το ποιος είναι μεγαλύτερος, δεν ακούγονται πλέον, μάλιστα αφότου κατά την ημέρα της ανάστασης ο Κύριος φύσηξε σε αυτούς και είπε: Πάρτε Πνεύμα Άγιο. Όπως συμπεραίνουμε και από το α 14 προσεύχονταν όλοι μαζί και η στο ίδιο μέρος συγκέντρωσή τους, συνδυαζόμενη με την προσευχή συντελούσε στο να αγαπούν ολοένα θερμότερα ο ένας τον άλλον. Και αυτό προετοίμασε αυτούς στο να κατασκηνώσει το Άγιο Πνεύμα μέσα τους. Διότι το θείο αυτό και μακάριο Περιστέρι φεύγει μακριά από τους θορύβους και την ταραχή. Είναι Πνεύμα ειρήνης και εάν θέλουμε να επισκηνώσει και σε εμάς, ας προσπαθούμε να ενωνόμαστε μεταξύ μας με την ομόνοια και την αγάπη. Διότι όπου κατοικούν «αδελφοί στο ίδιο μέρος» «εκεί διέταξε ο Κύριος την ευλογία» (Ψαλμ. ρλβ 1,3).
Πραξ. 2,2 καὶ ἐγένετο ἄφνω(1) ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(2) ἦχος(3) ὥσπερ(4) φερομένης(5) πνοῆς(6) βιαίας(7), καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον(8) οὗ ἦσαν καθήμενοι·
2 Ξαφνικά ήρθε από τον ουρανό μια βουή σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος, και γέμισε όλο το σπίτι όπου έμεναν.
(1) ἄφνω. Δες και Πράξ. ιστ 26,κη 6. Αττικής προέλευσης, στους Ο΄ και στην Κ.Δ. το συναντούμε μόνο στις Πράξεις (β). Έτσι πάλι θα αποκαλυφθεί, όταν έλθει για να κρίνει τον κόσμο (b). «Το αιφνίδιο τούς ξεσήκωσε» (Χ). Και «με το ξαφνικό τούς κατέπληξε περισσότερο… και έκανε ώστε να τρέξουν όλοι» (Οικουμένιος, στο εξής Ο). Έγινε αιφνίδια, όχι όπως ο άνεμος σηκώνεται βαθμιαία από ελαφρό φύσημα αρχικά που καταλήγει σε βίαιο. Αλλά απότομα και απροσδόκητα η βουή σαν άνεμος ορμητικός υπήρξε ισχυρή και βίαιη.
(2) Από τις ανώτερες εκτάσεις του αέρα, από όπου προέρχονται οι άνεμοι και οι καταιγίδες (R). «Επειδή ανέβηκε ο άνθρωπος πάνω [στο πρόσωπο του Χριστού], και το Πνεύμα έρχεται από πάνω» (Χ). «Για να δείξει, ότι το έργο προερχόταν από αυτόν που αναλήφθηκε στους ουρανούς» (Ο).
Ήταν ήχος από τον ουρανό, «σαν φωνή βροντής» (Αποκ. στ 1). Για το Θεό είπε ο Δαβίδ ότι αυτός είναι «που βγάζει ανέμους από τους θησαυρούς του». Από το Θεό λοιπόν ήλθε και ο ήχος αυτός, όμοιος με φωνή κάποιου που φωνάζει: «Ετοιμάστε το δρόμο του Κυρίου». Ήταν ήχος όμοιος με βίαιη πνοή ανέμου, διότι και η οδός του Πνεύματος μοιάζει με την οδό του ανέμου, του οποίου το φύσημα ακούς, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται και που πηγαίνει (Ιω. γ 8). Παρόλο όμως που όχι στο βίαιο αέρα και στο φύσημα του ισχυρού ανέμου, που διαλύει όρη και συντρίβει πέτρες, ήλθε η παρουσία του Κυρίου στον Ηλία, όμως αυτή προετοίμασε τον Ηλία στο να δεχτεί την αποκάλυψη του Θεού με «φωνή αύρας λεπτής» (Γ΄Βασ. ιθ 11,12).
(3) Ελληνιστικό αντί για την αττική λέξη ηχή.
(4) «Είναι καλό που παντού αναφέρεται το «σαν», για να μην νομίσεις τίποτα αισθητό για το Πνεύμα. Σαν φωτιά, λέει, και σαν άνεμος· δεν ήταν επομένως άνεμος, που απλώς διασκορπίζεται στον αέρα» (Χ).
«Κάτι όμοιο με άνεμο και φωτιά, που έμοιαζε δηλαδή με τα συνηθισμένα αυτά και γνωστά φυσικά φαινόμενα, αλλά δεν φανερώνεται με αυτό ότι τα φυσικά αυτά φαινόμενα δημιουργήθηκαν και τώρα» (Αυγουστίνος, στο εξής Αυ).
Πιθανώς δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί λέξη που να εκφράζει με ακρίβεια τι πράγματι ακούστηκε· αυτό ήταν μάλλον βουή ανέμου παρά κάτι άλλο. Ήταν εξ’ ολοκλήρου υπερφυσικού χαρακτήρα (R).
(5) =Κινούμαι, μαζί με την έννοια της ταχύτητας, της σφοδρότητας. Δες και Πράξ. κζ 15,17 (Grimm, στο εξής G).
(6) Χρησιμοποιείται εδώ αντί για τη λέξη άνεμος, για να σημάνει το αποτέλεσμα που προκλήθηκε και όχι την αιτία που το προκάλεσε. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι λέξεις πνοή και πνεύμα έχουν την ίδια ρίζα και την ίδια έννοια. Η πνοή αυτή ήταν το σύμβολο του Πνεύματος, το οποίο κατέβαινε στους συγκεντρωμένους μαθητές· στη βιβλική γλώσσα η ενέργεια του Πνεύματος εκπροσωπείται με την πνοή ή συμβολίζεται με τον άνεμο. Ιω. γ 8 (j). Αναμφίβολα ο ισχυρός αλλά αόρατος άνεμος φαινόταν τότε στα πρώτα χρόνια της εκκλησίας ως το καταλληλότερο σύμβολο της μυστηριώδους ενέργειας του θείου Πνεύματος. Δες Γ΄Βασ. ιθ 11, όπου «πνεύμα δυνατό που διαλύει βουνά, σεισμός και φωτιά» κατονομάζονται ως συνηθισμένα επακόλουθα της παρουσίας του Κυρίου (Δες και Ιωβ λη 1, Ψαλμ. ργ 3,Ιεζ. α 4)(Bartlet, στο εξής μπ).
(7) «Αυτό θέλει να φανερώσει με το βίαιο άνεμο· για να δείξει δηλαδή, ότι… το έργο προερχόταν από τη θεϊκή δύναμη· όπως και στην Ερυθρά θάλασσα ο βίαιος άνεμος του νότου» (Ο).
Και «κάνει φανερό, ότι τίποτα δεν θα μπορέσει να τους αντισταθεί, αλλά θα διασκορπίσουν σαν το χώμα τους αντίθετους» (Χ).Τα σημάδια της έκχυσης του Αγίου Πνεύματος υπήρξαν διπλά: Για την ακοή βουή όμοια με αυτήν που παράγει βίαιος άνεμος, και για την όραση γλώσσες σαν φωτιάς (j).
«Η επιφοίτηση του Πνεύματος δεν έγινε χωρίς να υποπέσει στις αισθήσεις» αλλά «έγινε αισθητή, ώστε να καταστήσει το θαύμα αξιόπιστο. Διότι αν, παρόλο που έγινε και αυτό, συκοφαντούσαν το παράδοξο γεγονός ως μεθύσι, τι δεν θα έλεγαν, αν δεν γινόταν με αυτόν τον τρόπο;» (Ο).
(8) «Ο άνεμος γέμισε όλο το σπίτι»(Ο) και «έγινε σαν κολυμβήθρα νερού» (Χ). «Διότι και είχε υποσχεθεί σε αυτούς, «θα βαπτιστείτε με Πνεύμα και φωτιά»· Και αυτό είναι τεκμήριο του πόσο άφθονο ήταν» (Ο). «Γέμιζε όλο το σπίτι, για να δειχτεί ότι η δωρεά δόθηκε όχι σε κάποιους μερικώς, αλλά σε όλο το πλήρωμα της εκκλησίας» (Σεύηρος Αντιοχείας,στο εξής Σβ). «Διότι το σπίτι ήταν σύμβολο του κόσμου».
Πραξ. 2,3 καὶ ὤφθησαν(1) αὐτοῖς(2) διαμεριζόμεναι(3) γλῶσσαι(4) ὡσεὶ(5) πυρός(6), ἐκάθισέ(7) τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον(8) αὐτῶν(9),
3 Επίσης τους παρουσιάστηκαν γλώσσες σαν φλόγες φωτιάς, που μοιράστηκαν και κάθισαν από μία στον καθένα απ’ αυτούς.
(1) ὤφθησαν αὐτοῖς, κατά λέξη=υπήρξαν ορατές από αυτούς (j).
(2) Μπορεί να αναφέρεται και στο ὤφθησαν και στο διαμεριζόμεναι (j).
(3) Πολυάριθμοι ερμηνευτές σωστά πήραν το ρήμα ως μέσο=οι ίδιες μοίραζαν τους εαυτούς τους (F). Βλέπονταν οι γλώσσες να αποσπώνται και να κάθονται στον καθένα από αυτούς, το οποίο προϋποθέτει ότι στην αρχή ήταν ενωμένες σε μία δέσμη (j).
«Και σωστά είπε «να διαμοιράζονται». Διότι ήταν από μία ρίζα, για να μάθεις ότι είναι ενέργεια που στάλθηκε από τον Παράκλητο» (Χ). «Διαμοιράζονταν βεβαίως επειδή είναι διάφορα τα χαρίσματα» (Γρηγοριος Θεολόγος,στο εξής Γ).
«Πρόσεχε, σε παρακαλώ, τον τρόπο πώς έγινε· δεν φάνηκαν αμέσως γλώσσες, αλλά φωτιά πολλή και έπειτα σαν κατά κάποιο τρόπο να διαχωρίστηκε η φωτιά και διαμοιραζόταν σε γλώσσα. Ποιος μοίραζε; Ποιος μοιραζόταν; Δεν μοιραζόταν η φύση του Πνεύματος, αλλά το Πνεύμα ήταν αυτό που μοίραζε και αυτό που μοιραζόταν ήταν η δωρεά του Πνεύματος· διότι το Πνεύμα δεν διαιρείται, αλλά διαιρεί» (Σβ).
(4) Είναι εικόνα των γλωσσών, με τις οποίες επρόκειτο να μιλήσουν (β). «Χρειαζόταν γλώσσα που θα διατράνωνε τα μεγαλεία του Θεού» (Ο). «Με γλώσσες για να δείξει την στενή σχέση με τον λόγο» (Γ). «Φάνηκαν γλώσσες φωτιάς, που φανέρωναν ότι τόση είναι η απόσταση της παλαιάς νομοθεσίας και της καινής, όση είναι η απόσταση του έναρθρου λόγου που εκφράζεται από τη γλώσσα και του ήχου των σαλπίγγων» (Σβ). Φάνηκαν γλώσσες, διότι από το Πνεύμα έχουμε το λόγο του Θεού και με το Πνεύμα ο Χριστός θα μιλούσε στον κόσμο και έδωσε το Πνεύμα στους μαθητές για να μεταδώσει σε αυτούς όχι μόνο την σωτηριώδη γνώση, αλλά και τη δύναμη να διακηρύξουν και να διαδώσουν στον κόσμο τη γνώση την οποία έλαβαν.
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, μικρές φλόγες φωτιάς που είχαν σχήμα όμοιο με αυτό της γλώσσας. Στους Εβραίους η φράση «γλώσσα φωτιάς» χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει την έννοια της φλόγας (R).
(5) «Δεν είπε φωτιάς, αλλά σαν φωτιάς· διότι αυτό που φαινόταν δεν ήταν φωτιά, αλλά νομιζόταν φωτιά» (Σβ). Είχαν την φαινομενική όψη της φωτιάς, έμοιαζαν με φωτιά. Δεν ήταν λοιπόν πραγματικά φωτιά, αλλά είχαν το χρώμα και την εμφάνιση της φωτιάς· έλαμπαν σαν φωτιά (j).
(6) «Με μορφή φωτιάς, διότι και το Πνεύμα είναι Θεός. Διότι πράγματι ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει. Και ώστε με αυτό να φανερώσει ότι έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα, ο οποίος έγινε ορατός με αυτόν τον τρόπο στον Μωϋσή στη βάτο» (Ο). «Διότι σαν φωτιά φάνηκε και στη βάτο» (Χ).
«Διερωτώμαι όμως για ποιον από τους δύο λόγους οι γλώσσες ήταν πύρινες· ή για να φέρει την κάθαρση· (διότι ο λόγος μας γνωρίζει και φωτιά η οποία καθαρίζει…) ή λόγω της ουσίας· διότι ο Θεός μας είναι φωτιά και φωτιά που καίει την μοχθηρία» (Γ). «Όπως ακριβώς η φωτιά έχει φωτιστική και καυστική δύναμη, έτσι ο λόγος των αποστόλων και φώτιζε αυτούς που πίστευαν και κατάκαιγε όσους διαφωνούσαν» (Σβ). Η φωτιά δείχνει την παρουσία του Θεού και στους Ιουδαίους και στους Έλληνες και στους Ρωμαίους (β). Η φωτιά είναι το σύμβολο της παρουσίας και της δύναμης του Θεού (Εξοδ. γ 2,Μαλαχ. γ 2) και του Πνεύματος, το οποίο καθαρίζει και αγιάζει (Ιεζ. α 13,Ησ. δ 4,Μαλαχ. γ 2,3). Όπως το αναμμένο κάρβουνο είχε καθαρίσει τη γλώσσα του Ησαΐα (Ησ. στ 6), έτσι οι γλώσσες της φωτιάς επρόκειτο να καθαρίσουν και να αγιάσουν τους αποστόλους (j).
Το Άγιο Πνεύμα σαν άλλη φωτιά λιώνει και μαλακώνει τις σκληρές καρδιές αναμορφώνοντας αυτές, χωρίζει και κατακαίει τη σκουριά και ανάβει στο εσωτερικό των ανθρώπων ευσεβή και αφοσιωμένα συναισθήματα, μεταβάλλοντας τις ψυχές σε έμψυχο και λογικό θυσιαστήριο, όπου προσφέρονται οι πνευματικές και λογικές θυσίες. Για μεν τον άνεμο είπε ότι γέμισε το σπίτι. Η «φωτιά όμως δεν γέμισε το σπίτι για να μην καταπλήξει τελείως και κάνει να φύγουν αυτοί που έβλεπαν, οπότε δεν θα μπορούσαν να δώσουν καμία μαρτυρία για όσα θα γίνονταν ύστερα» (Ο).
«Δείχνει ότι το Πνεύμα φανερώθηκε με εκείνη τη φωτιά όπως άλλοτε με το περιστέρι. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να ονομάσουμε το Πνεύμα Θεοπεριστερά ή Θεοπύρ, με τον ίδιο τρόπο που ονομάζουμε τον Υιό Θεάνθρωπο» (Αυ).
«Για αυτό πολύ καλά λέει «σαν φωτιά» και «σαν άνεμος», για να μην εννοήσεις κάτι αισθητό για το Πνεύμα. Δεν ήταν επομένως απλώς άνεμος ούτε φωτιά, αλλά το άγιο Πνεύμα αυτό που εμφανίστηκε εδώ» (Θεοφύλακτος, στο εξής Θφ).
(7) «Δηλαδή παρέμεινε, επαναπαύτηκε· διότι το ότι «κάθισε», φανερώνει την σταθερότητα και το ότι παρέμεινε» (Χ). Και στην Π.Δ. μεν «η φωτιά τους συνόδευε πάντα σαν αστραπή· εδώ όμως οι γλώσσες της φωτιάς κάθισαν πάνω στους αποστόλους και αμέσως γέμισαν με το Άγιο Πνεύμα, πλημμυρίζοντας από τα θεία νερά· και είχαν τη φλόγα της χάρης να κάθεται μόνιμα και όχι να είναι παροδική» (Σβ). Το προφητικό χάρισμα στην Π.Δ. παρεχόταν σποραδικά και σε χρόνο περιορισμένο, ενώ στους μαθητές του Χριστού τα χαρίσματα του Πνεύματος θα έμεναν μόνιμα σε όλους. Σε ενικό αριθμό, πιθανώς για να σημάνει ότι μία μόνο γλώσσα κάθισε στον καθένα, και έτσι να μην υποθέσει κάποιος, ότι οι γλώσσες όλες κάθισαν αλληλοδιαδόχως πάνω στον καθένα (j).
(8) «Κάθισε στο κεφάλι και από το κεφάλι γέμισε ο άνθρωπος όλος» (Θφ).
«Άραγε στους δώδεκα μόνο ήλθε και όχι και στους υπόλοιπους; Καθόλου· αλλά και στους εκατόν είκοσι. Διότι δεν θα παρουσίαζε άσκοπα την μαρτυρία του προφήτη ο Πέτρος λέγοντας, «Και θα συμβεί… θα εκχύσω από το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο»» (Χ).
(9) «Όπως ακριβώς στην περίπτωση της φωτιάς, όσα λυχνάρια και αν ανάψει κάποιος, δεν ελαττώνει καθόλου τη φωτιά, έτσι και με τους αποστόλους συνέβαινε τότε· διότι πράγματι με τη φωτιά, δεν φανερωνόταν μόνο η αφθονία της χάρης, αλλά και ο καθένας έπαιρνε πηγή ολόκληρη Πνεύματος» (Χ).
Πραξ. 2,4 καὶ ἐπλήσθησαν(1) ἅπαντες(2) Πνεύματος(3) Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο(4) λαλεῖν(5) ἑτέραις(6) γλώσσαις(7) καθὼς(8) τὸ Πνεῦμα(9) ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι(10).
4 Όλοι τότε πλημμύρισαν από Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να μιλούν σε άλλες γλώσσες, ανάλογα με την ικανότητα που τους έδινε το Πνεύμα.
(1) «Όχι απλώς πήραν τη χάρη του Πνεύματος, αλλά γέμισαν» (Χ). Το ρήμα φανερώνει άφθονη έκχυση του Αγίου Πνεύματος (Fillion, στο εξής F). Το Πνεύμα κατέβηκε με μέτρο μεγάλο και πρωτοφανές, σε τέτοιο που δεν είχε εκδηλωθεί κατά τα χρόνια της Π.Δ. Για αυτό νέα εποχή εγκαινιάστηκε στον κόσμο, κατά την οποία οι άνθρωποι μέσω του Πνεύματος επρόκειτο να ζήσουν έχοντας ουράνιο τρόπο ζωής και γινόμενοι μέτοχοι θείας ζωής. Για να κατανοηθεί αυτό, ας υποθέσουμε προς στιγμήν, ότι το Πνεύμα αποσύρεται από την εκκλησία. Τι θα συμβεί; Το σύνολο των πιστών της, θα επανερχόταν στην κατάσταση του αρχαίου κόσμου. Εντός ολίγου η ειδωλολατρία, η οποία και σήμερα κυριαρχεί στη ζωή πολλών από τους ονομαζόμενους χριστιανούς, θα κατέκλυζε και πάλι τον κόσμο και η ζωή της σάρκας θα βασίλευε παντού, χωρίς να υπάρχει η θεία ζύμη η οποία βαθμιαία αναπλάθει τον κόσμο, χωρίς να διαχύνεται το ιλαρό φως, που ολοένα αποδιώκει το σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου.
(2) «Δεν θα έλεγε «όλοι», τη στιγμή που ήταν εκεί και οι απόστολοι, εάν δεν μετείχαν και οι άλλοι» (Χ).
(3) Οι απόστολοι είχαν ήδη λάβει Άγιο Πνεύμα, όταν ο Ιησούς κατά την πρώτη προς αυτούς εμφάνιση μετά την Ανάσταση είπε σε αυτούς: Πάρτε Πνεύμα Άγιο. Μπορεί κάποιος λοιπόν να υποθέσει, ότι δεν πρόκειται εδώ για την δωρεά της συνηθισμένης χάρης, στην οποία ζει ο Χριστιανός δικαιωμένος, αλλά κατ’ αναλογία των Λουκ. α 41,67,Πράξ. δ 8,31,η 17-19,ι 44-47,ια 15,24,ιγ 9,ιθ 6, για έκτακτη δωρεά, ειδικό φωτισμό, θεία έμπνευση, όμοια με εκείνη, η οποία εμψύχωνε τους προφήτες. Δεν φαίνεται παρ’ όλα αυτά ότι πρέπει να περιορίσουμε την έννοια αυτής της φράσης. Πιο σωστό παρουσιάζεται να δεχτούμε, ότι οι μαθητές πήραν το πλήρωμα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο συμφωνεί και με το «γέμισαν» (j).
Γέμισαν αφθονότερα και ισχυρότερα από όσο πριν. Γέμισαν με τις χάρες του Πνεύματος και βρίσκονταν περισσότερο από όσο πριν κάτω από την επίδραση της εξαγιαστικής ενέργειάς του. Γίνονταν τώρα αγιότεροι και πνευματικότεροι και περισσότερο αποσπασμένοι από τη ματαιότητα του παρόντος κόσμου και περισσότερο ουράνιοι άνθρωποι. Γέμισαν με τις ενισχύσεις και παρηγοριές του Πνεύματος αφθονότερα τώρα. Χαίρονταν περισσότερο από άλλοτε από αγάπη προς τον Χριστό και με ελπίδα του ουρανού και όλοι οι φόβοι τους και οι δισταγμοί τους και οι θλίψεις τους διασκορπίστηκαν τώρα. Γέμισαν και με τις εξαιρετικές χάρες και δωρεές του Πνεύματος, με δυνάμεις υπερφυσικές για επιτέλεση θαυμάτων, με τα οποία θα επιβεβαιωνόταν η αλήθεια του ευαγγελίου και θα επισφραγιζόταν το κήρυγμά τους.
(4) Ευθύς αμέσως και πριν ακόμη συρρεύσει ο όχλος (j). Άρχισαν=Αυτό ήταν κάτι, το οποίο ουδέποτε άλλοτε στο παρελθόν είχε συμβεί (b). Τώρα για πρώτη φορά συνέβη.
(5) Στην κυριολεξία=βγάζω άναρθρους φθόγγους, προκειμένου για ζώα, ή ήχους, προκειμένου για μουσικό όργανο. Έπειτα έχει και την έννοια του μιλάω (j).
(6) Σε άλλες γλώσσες από εκείνες, στις οποίες είχαν συνηθίσει (R). Δηλαδή ξένες, αλλοδαπές (G). Οι άλλες γλώσσες σύμφωνα με το κείμενο πρέπει να θεωρηθούν, ως απολύτως τίποτα άλλο παρά γλώσσες διαφορετικές της μητρικής γλώσσας αυτών που μιλούσαν. Ήταν Γαλιλαίοι και μιλούσαν τώρα την Πάρθια, Μηδική, Περσική κλπ. Ξένες λοιπόν γλώσσες (Meyer).
(7) Γλώσσα, δηλαδή ο λόγος, τον οποίο κάποιος λαός χρησιμοποιεί και διακρίνεται από τους άλλους λαούς (G). Οι μαθητές θα μιλούσαν λοιπόν γλώσσες άγνωστες, άλλες από τις δικές τους δηλαδή τις γλώσσες των λαών που αριθμούνται στο σ. 9 (j). Διάφορες εικασίες έγιναν ως προς το χάρισμα των γλωσσών, ιδιαίτερα από εκείνους τους συγγραφείς, οι οποίοι δεν θέλουν να αναγνωρίσουν αυτό ως υπερφυσικό χάρισμα του Αγίου Πνεύματος. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι το να μιλούν άλλες γλώσσες ήταν μόνο προφορά άναρθρων φθόγγων και συνεπώς δεν έγινε χρήση κάποιας κατανοητής ανθρώπινης γλώσσας. Άλλοι υπέθεσαν ότι με τη φράση «άλλες γλώσσες» σημαίνεται η χρήση απαρχαιωμένων, ξένων ή ασυνήθιστων λέξεων. Άλλοι υπέθεσαν, ότι αυτοί που μιλούσαν, βρισκόμενοι σε κατάσταση έξαψης διάνοιας, συνένωναν εβραϊκούς τρόπους έκφρασης μαζί με ελληνικές ή λατινικές λέξεις· ή ότι μιλούσαν κάτω από την επίδραση έκτακτου ενθουσιασμού σε υψηλά ρητορικό ή ποιητικό ύφος με ασυνήθιστη θερμότητα και ευγλωττία.
Αν βάλουμε στην άκρη κάθε εικασία και εξετάσουμε το ζήτημα όπως αυτό παρουσιάζεται στη Γραφή, δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε, για το ότι οι ιεροί συγγραφείς θεωρούσαν την γλωσσολαλία ως υπερφυσική εκδήλωση και κατέτασσαν αυτήν ανάμεσα στα έκτακτα υπερφυσικά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Αυτό παρουσιάζεται προφανές τόσο από τις Πράξεις (β 4,ι 44-46,ιθ 6) όσο και από το ιδ κεφ. της Α΄Κορ. Ούτε είναι δυνατόν να διατυπώσουμε κάποια λογική αμφιβολία για το ότι αυτός που μιλούσε κάποια γλώσσα, μιλούσε πραγματική γλώσσα και ότι με το χάρισμα αυτό των γλωσσών γίνονταν ικανοί αυτοί που το είχαν να μεταδίδουν και στους άπιστους τη γνώση θρησκευτικών αληθειών και με πολλή συγκίνηση να ξεχύνουν προσευχές και ύμνους προς το Θεό. Δες Πράξ. β 8-11,Α΄Κορ. ιδ 2-4. Η πιο φυσική ερμηνεία οδηγεί στην εκδοχή, ότι το Πνεύμα το Άγιο υπερφυσικά χορηγούσε στους αποστόλους τη δύναμη να χρησιμοποιούν ξένες γλώσσες, τις οποίες ουδέποτε είχαν μάθει (R).
Η ποικιλία των γλωσσών που κατέπλησσε δεν ήταν στα αυτιά των ακροατών, αλλά στο στόμα αυτών που μιλούσαν (Πράξ. ι 46,ιθ 6,Μάρκ. ιστ 17,Α΄Κορ. ιβ 10). Η οικογένεια αυτή, η οποία δοξολογούσε το Θεό στις γλώσσες όλου του κόσμου, ήταν ισάξιος αντιπρόσωπος ολόκληρου του κόσμου, ο οποίος επρόκειτο να δοξολογεί το Θεό με τις γλώσσες των κατοίκων του (b).
«Στο θαύμα αυτό υπήρχε μέσα η υπόσχεση, ότι σε όλες τις γλώσσες ή σε όλα τα έθνη η εκκλησία των μετέπειτα χρόνων θα διακήρυττε πιστά τη διδασκαλία του Πνεύματος όπως και αυτήν του Πατέρα και του Υιού» (Αυ).
Το φαινόμενο, όπως το αφηγείται ο Λουκάς, παρουσιάζεται ως εξής: 1) Οι μαθητές υμνώντας τα μεγαλεία του Θεού μιλούσαν γλώσσες, οι οποίες τους ήταν ξένες· 2) Οι γλώσσες ήταν των ανθρώπων που συνέρρευσαν από διάφορες εθνικότητες, ο καθένας από τους οποίους κατανοούσε τα λόγια που προφέρονταν από τους μαθητές στη δική του γλώσσα· 3) Το θαύμα αυτό γινόταν σε εκείνους, οι οποίοι μιλούσαν και όχι σε εκείνους οι οποίοι άκουγαν. Το χάρισμα αυτό των γλωσσών ήταν παροδικό (j). Κάποιες δυσκολίες του κειμένου (ιδιαίτερα ότι εκ πρώτης όψεως σύμφωνα με το κείμενο στους σ. 6,8,11 παρουσιάζεται ότι όλοι μαζί οι παριστάμενοι άκουγαν όλους όσους μιλούσαν, σαν να μιλούσαν στη μητρική τους γλώσσα και όχι χωριστά, οι μεν στα λόγια του ενός μαθητή και οι δε στα λόγια του άλλου μαθητή και οι άλλοι στα λόγια τρίτου μαθητή κλπ., άκουγαν ο καθένας τη δική τους διάλεκτο) υπερνικούνται και με την παρακάτω εκδοχή: «Η έννοια του κειμένου είναι μάλλον ότι επρόκειτο για ουράνιο τρόπο έκφρασης και ομιλίας καθολικής και διεθνούς προσαρμογής -που εξουδετέρωνε την Βαβέλ των γλωσσών της γης- έκφρασης που ανταποκρίνεται στην καθολικότητα του ευαγγελίου, το οποίο ερμήνευε. Πολλές είναι οι επίγειες γλώσσες, αλλά η επουράνια είναι μία. Και αυτή ακούστηκε τώρα με χείλη ανθρώπινα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μεταφράζεται από μόνη της και αυτομάτως στις διάφορες γλώσσες της ανθρωπότητας» (μπ).
Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Όπως ακριβώς στον καιρό που χτιζόταν ο πύργος της Βαβέλ, η μία γλώσσα διαχωριζόταν σε πολλές, έτσι τότε οι πολλές γλώσσες πολλές φορές έρχονταν σε έναν άνθρωπο· και ο ίδιος, μιλούσε και την περσική και τη ρωμαϊκή και την ινδική και τις πολλές γλώσσες, αφού το Πνεύμα τού τις υπαγόρευε· και το χάρισμα ονομαζόταν χάρισμα γλωσσών, επειδή μπορούσε να μιλά πολλές γλώσσες αμέσως» (Χ).
(8) Συχνά στην Κ.Δ. το καθώς λέγεται αντί για τα ως, καθάπερ (=όπως ακριβώς) (β).
(9) Τα λόγια τους ήταν κάτω από τον έλεγχο του Αγίου Πνεύματος. Ήταν θεόπνευστα με τη χριστιανική έννοια της λέξης (j). «Διότι δεν μιλούσαν από τον εαυτό τους αλλά από το άγιο Πνεύμα» (Σ). Το Πνεύμα το Άγιο λοιπόν είναι ξεχωριστό πρόσωπο.
«Δεν είναι ούτε ο Πατέρας ούτε ο Υιός, αλλά μόνο το Πνεύμα του Πατέρα και του Υιού… Δεν γεννήθηκε η Τριάδα από την Παρθένο Μαρία και σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου και ενταφιάστηκε και αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και αναλήφθηκε στους ουρανούς, αλλά μόνο ο Υιός. Ούτε η Τριάδα κατέβηκε με μορφή περιστεριού στον Ιησού, όταν βαπτιζόταν, ούτε κατά την ημέρα της Πεντηκοστής η ίδια Τριάδα κάθισε πάνω στον καθένα τους, αλλά μόνο το Άγιο Πνεύμα» (Αυ).
Το Πνεύμα παρείχε και το περιεχόμενο και τον τρόπο της έκφρασης και τη γλώσσα, στην οποία αυτά λέγονταν. Αυτό όμως ήταν πράγματι μέγα θαύμα. Θαύμα στη διάνοια. Διότι στη διάνοια οι λέξεις σχηματίζονται. Αυτοί που μιλούσαν όμως με αυτές τις γλώσσες, ουδέποτε είχαν μάθει αυτές, ούτε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα, η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει αυτούς στο να μιλούν τις γλώσσες αυτές. Και όπως φαίνεται, ούτε είχαν ποτέ ακούσει τις ξένες αυτές γλώσσες, ούτε είχαν κάποια ιδέα τους. Διότι ούτε επιστήμονες υπήρξαν, ούτε περιηγητές και ταξιδιώτες, ούτε είχαν ποτέ ευκαιρία να μάθουν γλώσσες είτε με βιβλία είτε με διαλέξεις.
(10) Το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται για λόγια πιο σοβαρά (Πράξ. β 14,κστ 25). Στον Πλούταρχο λέγεται για τα λόγια της Πυθίας (β). Απόφθεγμα=λόγος όχι της καθημερινής χρήσης αλλά μεγαλύτερης και υπεροχότερης σοβαρότητας και σημασίας (G). Πράγματι «αποφθέγματα ήταν όσα έλεγαν» (Χ).
«Μιλούσαν λοιπόν αποφθεγματικά προφητεύοντας, δηλαδή κατανοούσαν και έλεγαν τις μαρτυρίες των αγίων προφητών σχετικά με το Χριστό» (Κύριλλος). Η αιφνίδια χορήγηση ικανότητας να διακηρύττουν την μέσω του Χριστού σωτηρία σε ανθρώπους όλων των εθνών, ήταν κατάλληλη να επαναφέρει στη μνήμη τους ισχυρά το τελευταίο παράγγελμα του Κυρίου και να κάνει σε αυτούς αισθητό, ότι η αποστολή τους ήταν να κοινοποιήσουν το όνομά του μέχρι τα έσχατα της γης (h).
Πραξ. 2,5 Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες(1) Ἰουδαῖοι(2), ἄνδρες εὐλαβεῖς(3) ἀπὸ παντὸς ἔθνους(4) τῶν(5) ὑπὸ τὸν οὐρανόν·
5 Στην Ιερουσαλήμ βρίσκονταν τότε ευσεβείς Ιουδαίοι από όλα τα μέρη του κόσμου.
(1) «Το ότι κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ ήταν σημάδι ευλάβειας. Γιατί; Διότι αν και ήταν από τόσα έθνη, αφήνοντας και πατρίδες και σπίτια και συγγενείς, κατοικούσαν εκεί» (Χ), «για να μπορούν σύμφωνα με τον πάτριο νόμο τρεις φορές το χρόνο να βλέπουν το Θεό» (Ο). Πρόκειται λοιπόν για πρόσωπα τα οποία δεν είχαν έλθει απλώς κατά την Πεντηκοστή, παρόλο που η λέξη κατοικούντες περιορίζεται στους σ. 9,10 (b), αλλά για μόνιμους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Πράγματι η περίφραση της μετοχής (κατοικούντες) μαζί με τον παρατατικό (Ἦσαν), φανερώνει το μόνιμο μίας ενέργειας, η οποία αφού πραγματοποιήθηκε στο παρελθόν, απέβη στο παρόν κατάσταση. Αλλά και το ρήμα «κατοικώ» χρησιμοποιείται συνήθως για δήλωση μόνιμης διαμονής, αντιθέτως με το παροικώ, το οποίο λέγεται για διαμονή προσωρινή (j).
Πρόκειται εδώ για πλήρη εκπροσώπηση του Ιουδαϊσμού, που περιλαμβάνει και μέλη της Ιουδαϊκής Διασποράς, που είτε έμεναν προσωρινά λόγω της γιορτής, είτε ήταν μόνιμα εγκαταστημένα. Μεταξύ των τελευταίων αυτών θα ήταν πολλοί οι οποίοι είχαν ζήσει στο εξωτερικό μεγάλο μέρος της ζωής τους, αλλά τώρα είχαν αποσυρθεί στο ιερό κέντρο του ιουδαϊσμού, για να περάσουν τις υπόλοιπες μέρες τους κάτω από τη σκιά του Ναού και ανάμεσα σε όλα τα θρησκευτικά προνόμια αυτού του κέντρου. Αυτούς λοιπόν, όπως και τους πιο προσωρινά διαμένοντες υπαινίσσεται, μεταξύ των οποίων θα συμπεριλαμβάνονταν και κάποιοι προσήλυτοι, οι οποίοι με την περιτομή είχαν ενσωματωθεί στον Ιουδαϊσμό (μπ). Η πίστη που επικρατούσε, ότι έφτασε ήδη η εποχή, κατά την οποία ο υπεσχημένος Μεσσίας θα εμφανιζόταν, πρέπει να αύξησε την επιθυμία, την οποία οι της Διασποράς είχαν να επιστρέψουν και να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στη χώρα των πατέρων τους (h).
(2) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, κανείς από τους παρόντες αυτούς δεν ήταν από τα έθνη, αλλά όλοι ήταν Ιουδαίοι από διάφορα έθνη (b). Ή, πιο σωστά, μεταξύ αυτών των εκ καταγωγής Ιουδαίων, ήταν και κάποιοι εθνικοί προσήλυτοι, περιτμημένοι, όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει από το σ. 11 «Ιουδαίοι και προσήλυτοι» (j).
(3) Η ίδια λέξη λέγεται για τον Συμεών στο Λουκ. β 25 και για αυτούς που μετέφεραν μαζί τον Στέφανο στο Πράξ. η 2. Φοβούμενοι το Θεό. Η φράση αυτή είναι χαρακτηριστική της Ελληνιστικής γλώσσας και η με αυτήν εκφραζόμενη έννοια εφαρμόζεται σε εκείνους μόνο, των οποίων η ευσέβεια ήταν του τύπου, τον οποίο περιέγραφε η Π.Δ.(h).
(4) Στη σύγχρονη τότε γλώσσα και στις επιγραφές η φράση «παν έθνος» σημαίνει τους πληθυσμούς των ρωμαϊκών επαρχιών ανεξαρτήτως της εθνικότητάς τους (j). Ή «το «από κάθε έθνος» λέγεται αντί για το «από πολλά έθνη». Διότι πολλές φορές η Γραφή παίρνει τον όρο «όλα» στην περίπτωση των πολλών, χρησιμοποιώντας υπερβολή» (Θφ).
(5) Εξυπακούεται όντων (=που ήταν). Πρόκειται λοιπόν για Ιουδαίους της διασποράς.
Πραξ. 2,6 γενομένης δὲ τῆς φωνῆς(1) ταύτης συνῆλθε(2) τὸ πλῆθος(3) καὶ συνεχύθη(4), ὅτι(5) ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ(6) λαλούντων(7) αὐτῶν.
6 Όταν ακούστηκε αυτή η βουή, συγκεντρώθηκε πλήθος απ’ αυτούς και ήταν κατάπληκτοι, γιατί ο καθένας τους άκουγε τους αποστόλους να μιλάνε στη δική του γλώσσα.
(1) Μάλλον ανταποκρίνεται στο «ήχος» του σ 2 (j). Ο ήχος, ο οποίος έμοιαζε με τη βουή φυσήματος βίαιου ανέμου, πιθανότατα δεν περιορίστηκε στο σπίτι όπου ήταν οι μαθητές, αλλά ακούστηκε και αλλού στην πόλη και θεωρήθηκε ως φαινόμενο ασυνήθιστο. Από αυτό προκλήθηκε η προσοχή του πλήθους (R).
(2) «Επειδή έγινε σε σπίτι το γεγονός, πολύ λογικά έτρεξαν από έξω» (Χ).
(3) Για το οποίο γίνεται λόγος στο σ. 5 (b). Λέξη χαρακτηριστική του Λουκά ο οποίος χρησιμοποιεί αυτήν 8 φορές στο ευαγγέλιό του και 17 στις Πράξεις. Χρησιμοποιείται στις επιγραφές για να δηλώσει όχι μόνο τις πολιτικές αλλά και τις θρησκευτικές συνελεύσεις. Το πλήθος αυτό θα συμπεριλάμβανε εκείνους για τους οποίους μίλησε πριν λίγο ο Λουκάς, όπως και Ιουδαίους που γεννήθηκαν στην Ιερουσαλήμ, όπως συμπεραίνουμε από την αρχή του λόγου του Πέτρου, σ. 14 (j).
(4) «Ταράχτηκε, θαύμασε» (Χ). Κυριεύτηκε από σύγχυση. Ήταν ποικιλία ανθρώπων και ποικιλία συναισθημάτων προκαλούνταν στις διάνοιές τους (b).
(5) «Έπειτα φανερώνοντας ότι θαύμαζαν, προσθέτει, Επειδή άκουγαν…» (Χ).
(6) Σημαίνει το γλωσσικό ιδίωμα μίας και της ίδιας γλώσσας ή την γλώσσα, οπότε το «στη δική του διάλεκτο» θα δήλωνε πολλές γλώσσες διαφορετικές μεταξύ τους; Στη σκέψη του συγγραφέα είναι πιθανόν, ότι σημαίνει γλώσσα, διότι πολλοί από τους λαούς που απαριθμούνται στους σ. 9-11, μιλούσαν γλώσσες διαφορετικές· οι Μήδοι και οι Ελαμίτες μιλούσαν την ζενδική· αυτοί που κατοικούσαν την Μεσοποταμία και την Ιουδαία, όπως και οι Άραβες μιλούσαν γλώσσα σημιτική· οι Ασιάτες και οι Αιγύπτιοι μιλούσαν την ελληνική, οι Ρωμαίοι τη λατινική. Όμως επειδή και κάποιοι από τους λαούς αυτούς μιλούσαν την ίδια γλώσσα διακρινόμενοι μεταξύ τους μόνο με γλωσσικά ιδιώματα, είναι δυνατόν ο Λουκάς εσκεμμένα να χρησιμοποίησε τον όρο διάλεκτος, ώστε με αυτόν να σημάνει και τις διαφορετικές γλώσσες και τα διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα της ίδιας γλώσσας (j).
(7) Θα μπορούσε κάποιος να κάνει κάποια υπόθεση, η οποία θα εξηγούσε πολλές λεπτομέρειες της σκηνής αυτής. Το πλήθος συνέρρευσε ακούγοντας την βουή, εν τω μεταξύ όμως οι απόστολοι και οι μαθητές, μιλώντας τις γλώσσες, κατέβηκαν από το υπερώο, για να μεταβούν στο ναό και να ευχαριστήσουν το Θεό -και ήταν πράγματι και ώρα προσευχής- και το πλήθος ακολούθησε αυτούς. Έτσι μαζεύτηκαν όλοι σε μία από τις στοές του ναού και εκεί πήρε τον λόγο ο Πέτρος (j).
Πραξ. 2,7 ἐξίσταντο(1) δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον(2) λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ(3) πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι(4);
7 Είχαν μείνει όλοι εκστατικοί και με απορία έλεγαν μεταξύ τους: «Μα αυτοί όλοι που μιλάνε δεν είναι Γαλιλαίοι;
(1) Το εξίσταμαι συναντιέται στην Κ.Δ. και στους Ο΄ και είναι σχεδόν ταυτόσημο με το θαυμάζω (Πράξ. η 13,θ 21 και αλλού)· αρχικά όμως επειδή εξυπακούεται η φράση (ίσταμαι έξω) «της φρόνησης», σημαίνει τρελαίνομαι. Δες Μάρκ. γ 21,Β΄Κορ. ε 13 (β).
(2) Ενισχύει την έννοια του εξίσταμαι και φανερώνει τη συνέχεια του αποτελέσματος (j).
(3) Αυθεντική γραφή: ουχί ἰδοὺ. Αραμαϊκός τρόπος έκφρασης με έμφαση.
(4) «Οι ευλαβείς θαύμαζαν αφού τους αναγνώριζαν ότι είναι Γαλιλαίοι από τη μία, από την άλλη όμως μιλούσαν τις πάτριές τους γλώσσες» (Ο). Το Γαλιλαίοι δεν χρησιμοποιείται εδώ ως χλευαστική ονομασία των χριστιανών ή του κατώτερου και απαίδευτου όχλου, αλλά απλώς σημαίνει την πατρίδα των προσώπων, για τα οποία γίνεται λόγος, όπως στο Πράξ. α 11. Αντιτίθεται με τα ονόματα των επαρχιών και χωρών, που αναφέρονται στους ακόλουθους στίχους. Το θαυμαστό ήταν, ότι πρόσωπα τα οποία ήταν γνωστά ότι από τη γέννηση και την παιδεία ήταν Γαλιλαίοι, μιλούσαν ξένες γλώσσες (R). Πράγματι, κάποιοι από αυτούς που συνέρρευσαν, θα γνώριζαν και προσωπικά τους μαθητές. Επίσης είναι δυνατόν το σπίτι, όπου οι μαθητές έμεναν, να ήταν γνωστό ως τόπος συγκέντρωσης των Γαλιλαίων. Τέλος και πριν από όλα, οι παριστάμενοι, ακούγοντας τους μαθητές να μιλούν, αντιλήφθηκαν ότι ήταν Γαλιλαίοι από τον ιδιαίτερο τρόπο της προφοράς των λαρυγγοφώνων γραμμάτων (j).
Οι Γαλιλαίοι αυτοί μιλούν ακόμη. Ο καθένας από αυτούς πέθανε προ πολλού. Και όμως μιλά και τη γλώσσα του προσέχουν όλοι οι ανά τα έθνη πιστοί, οποιεσδήποτε μητρικές γλώσσες και αν έχουν αυτοί. Κανείς φιλόσοφος, κανένας ποιητής, κανένας ρήτορας δεν μίλησε ποτέ, όπως μιλούν ακόμη οι Γαλιλαίοι αυτοί. Το να έχει γράψει κάποιος μία σελίδα στο αθάνατο βιβλίο της Αγίας Γραφής ισοδυναμεί με το να έχει αθανασία ομιλίας. Κανένα βιβλίο δεν είναι όμοιο με αυτό, όπως και οι ίδιοι οι εχθροί του αναγνώρισαν. Οι άνθρωποι όλων των εποχών αισθάνονται, ότι η Βίβλος είναι για αυτούς κάτι, το οποίο κανένα άλλο βιβλίο δεν έχει. Εμπεριέχει λόγια ζωής αιώνιας, τα οποία δεν παλιώνουν ποτέ και τα οποία είναι προορισμένα να ακούγονται και να κατανοούνται σε κάθε γλώσσα. Πού οφείλεται αυτό; Στο ότι το Πνεύμα του Θεού άνοιξε τα χείλη των Γαλιλαίων αυτών και για αυτό από αυτά ξεπήδησε ο λόγος της ζωής.
Πραξ. 2,8 καὶ πῶς(1) ἡμεῖς ἀκούομεν(2) ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ(3) ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν(4),
8 Πώς, λοιπόν, εμείς τους ακούμε να μιλάνε στη δική μας μητρική γλώσσα;
(1) Αφού όλοι είναι Γαλιλαίοι, πώς…; (h).
(2) Το αντικείμενο του «ἀκούομεν» ακολουθεί στο σ. 11, όπου λόγω του ότι παρεμβάλλονται πολλά, επαναλαμβάνεται το ρήμα (h).
(3) Η παρατήρηση αυτή των παρισταμένων αποκλείει την ιδέα, ότι οι μαθητές εκφωνούσαν άναρθρους φθόγγους. Οι παριστάμενοι λένε ότι ο καθένας τους ακούει τους μαθητές να μιλούν στη γλώσσα της πατρίδας του (j).
(4) Η παρατήρηση αυτή αποκλείει ότι ο Λουκάς εννοεί, ότι οι γλώσσες ήταν απλώς ένα εκστατικό φαινόμενο ή ύφος συζήτησης γεμάτο πάθος (h). Αφού οι μαθητές μιλούσαν τη γλώσσα καθενός από τους λαούς αυτούς, μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι οι Ιουδαίοι, που κατοικούσαν τις ξένες χώρες, δεν μιλούσαν πλέον τη γλώσσα του έθνους τους, αλλά μόνο τη γλώσσα των χωρών, όπου είχαν γεννηθεί. Όμως οι Ιουδαίοι της Διασποράς έπρεπε να καταλαβαίνουν και την εβραϊκή ή μάλλον την αραμαϊκή, αφενός μεν διότι στις συναγωγές τους διαβαζόταν η Βίβλος στις δύο αυτές γλώσσες, αφ’ ετέρου δε, διότι κατά την εποχή αυτή η αραμαϊκή μαζί με την ελληνική ήταν γλώσσες διεθνείς στη Δυτική Ασία. Για αυτό ο Πέτρος απευθυνόμενος στο σ. 14 προς όλους τους παρισταμένους και μιλώντας αραμαϊκά γίνεται κατανοητός από αυτούς (j).
Πραξ. 2,9 (1)Πάρθοι(2) καὶ Μῆδοι(3) καὶ Ἐλαμῖται(4), καὶ οἱ κατοικοῦντες(5) τὴν Μεσοποταμίαν(6), Ἰουδαίαν(7) τε καὶ Καππαδοκίαν(8), Πόντον(9) καὶ τὴν Ἀσίαν(10),
9 Πάρθοι, Μήδοι και Ελαμίτες, κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Ασίας,
(1) Είναι αβέβαιο εάν ο κατάλογος των γεωγραφικών ονομάτων, που περιέχεται στους στίχους αυτούς πρέπει να θεωρηθεί ως γλώσσα του Λουκά, που παρέχει στους αναγνώστες του παρενθετικά κάποια ιδέα, οπωσδήποτε σαφή, των διαφόρων και απομακρυσμένων πολύ μεταξύ τους τμημάτων, από τα οποία προέρχονταν οι αλλοδαποί αυτοί Ιουδαίοι, που διέμεναν τότε στα Ιεροσόλυμα· ή εάν πρέπει να την πάρουμε ως γλώσσα των προσώπων, τα οποία μιλούσαν μεταξύ τους. Από κάποιους συγγραφείς θεωρήθηκε πιθανότερο ότι ο Λουκάς παρενέβαλε τον κατάλογο αυτό για πληροφορία των αναγνωστών του (R).
Αρχίζει λοιπόν από ανατολικά και προχωρεί δυτικά (β), εάν δεν λάβουμε υπ’ όψη τους δύο λαούς στο τέλος της απαρίθμησης, τους Κρήτες και Άραβες, οι οποίοι φαίνεται να προστέθηκαν ύστερα από το Λουκά. Πάντως η απαρίθμηση την οποία έχουμε εδώ, δεν περιλαμβάνει όλες τις χώρες τις Διασποράς. Έτσι ούτε η Συρία, ούτε η Μακεδονία ούτε η Αχαΐα αναφέρονται. Πρέπει να σημειωθεί, ότι όλοι αυτοί οι απαριθμούμενοι λαοί δεν μιλούσαν γλώσσες διαφορετικές, αλλά όπως ειπώθηκε ήδη, μπορούν να καταταχτούν σε 4 τύπους γλωσσών, την ζενδική, κάποια σημιτική γλώσσα, την ελληνική και τη λατινική. Αλλά οι 4 αυτοί γλωσσικοί τύποι είχαν διαφοροποιηθεί σε διαλέκτους τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, ώστε λαοί του ίδιου γλωσσικού τύπου δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν, διότι δεν κατανοούσαν τις διαλέκτους ο ένας του άλλου (j), όπως σήμερα αυτοί που μιλούν τις γεννημένες γλώσσες από τη λατινική, δεν κατανοούν τις γλώσσες της δυτικής Ευρώπης. «Αναφέρει έθνη εχθρικά σε αυτούς, Κρήτες, Άραβες, Αιγυπτίους, Πέρσες, φανερώνοντας ότι σε όλους αυτούς θα επικρατήσουν» (Χ).
(2) Δυτικά από αυτούς κατοικούσαν οι Μήδοι και νότιά τους οι Ελαμίτες (β). Οι Πάρθοι κατοικούσαν την ορεινή χώρα, νότια της Κασπίας θάλασσας, ανατολικά της Μηδίας και δυτικά της Βακτριανής.
(3) Η Μηδία που είχε πρωτεύουσα τα Εκβάτανα (G) βρισκόταν μεταξύ της Κασπίας θάλασσας και της Περσίας (R).
(4) Ονομάζονταν Ελυμαίοι στην κλασική ελληνική γλώσσα. Κατοικούσαν αυτοί τα παράλια του Περσικού κόλπου, ανατολικά της Βαβυλωνίας (j).
(5) Εφόσον δεν υπάρχει όνομα εθνικό γίνεται χρήση περίφρασης (β).
(6) Η χώρα που βρισκόταν μεταξύ Τίγρη και Ευφράτη. Οι Ιουδαίοι ήταν εκεί σε πολύ μεγάλο αριθμό (j).
(7) Προκαλεί έκπληξη η αναφορά της Ιουδαίας μεταξύ της Μεσοποταμίας και της Καππαδοκίας, αφού άλλωστε αυτοί που κατοικούσαν αυτήν, μιλούσαν την ίδια γλώσσα την οποία και οι μαθητές. Για αυτό κάποιοι ερμηνευτές υπέθεσαν, ότι πρόκειται για κάποιο λάθος κατά την αντιγραφή. Για αυτό αντί για το Ιουδαία, οι μεν Τερτυλλιανός και Αυγουστίνος διάβαζαν Αρμενία, ο δε Ιερώνυμος Συρία, και από τους νεώτερους άλλοι μεν Ιδουμαία, άλλοι Ιωνία, άλλοι Βιθυνία κλπ. (j).
Δεν υπάρχει όμως ούτε η παραμικρή μαρτυρία της κριτικής του κειμένου για μια τέτοια εικασία, διότι όλα τα ελληνικά χειρόγραφα γράφουν Ιουδαία (R). Είναι δυνατόν Ιουδαία να σημαίνει εδώ την Παλαιστίνη και τη Συρία στενά συνδεδεμένες εξ’ απόψεως διοίκησης και προ παντός γλώσσας (j). Η αποσιώπηση της Συρίας πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι οι κάτοικοι της Ιουδαίας και Συρίας μιλούσαν μία γλώσσα την Αραμαϊκή, που διακρινόταν μόνο σε διάφορες διαλέκτους. Ο παρεχόμενος εδώ κατάλογος, είναι κατάλογος γλωσσών μάλλον παρά γεωγραφικών εκτάσεων (μπ).
(8) Επαρχία Ρωμαϊκή που ορίζεται προς βορρά μεν από τον Πόντο και την μικρή Αρμενία, ανατολικά από τον Ευφράτη, νότια από τον Ταύρο και δυτικά από τη Γαλατία (j).
(9) Χώρα βορειοανατολικά της Μ. Ασίας, στη δυτική παραλία του Ευξείνου Πόντου, μεταξύ της Αρμενίας, της Καππαδοκίας και της Παφλαγονίας (j).
(10) Ασία εδώ είναι ένα τμήμα της ανθυπατικής Ασίας που περιλαμβάνει την Μυσία, την Λυδία και την Καρία (G). Όμως δεν υπάρχει συμφωνία για την έννοια αυτής της λέξης· διότι οι μεν νομίζουν ότι πρόκειται μόνο για τις χώρες που είναι στις ακτές του Αιγαίου, με εξαίρεση τη Φρυγία, οι δε, ότι κατά τη συνήθεια των Πράξεων ο συγγραφέας εννοεί την ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας, η οποία περιλάμβανε την Ιωνία, την Τρωάδα, την Αιολίδα, τα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο, την Μυσία, την Καρία και κάποια μέρη της Φρυγίας (j).
Πραξ. 2,10 Φρυγίαν(1) τε καὶ Παμφυλίαν(2), Αἴγυπτον(3) καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην(4), καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες(5) Ῥωμαῖοι(6), Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι(7),
10 της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου, και από τα μέρη της λιβυκής Κυρήνης, Ρωμαίοι που είναι εγκατεστημένοι εδώ,
(1) Η Φρυγία δεν ήταν κατά τη στιγμή αυτή ρωμαϊκή επαρχία, αλλά ήταν διαιρεμένη μεταξύ των επαρχιών της Ασίας και της Γαλατίας. Η ονομασία έχει ληφθεί με τη γενική της έννοια και ίσως για να δείξει, ότι η Φρυγία είχε την ιδιαίτερή της γλώσσα (j). Πράγματι, άκμαζε μετέπειτα η φρυγική γλώσσα, όπως μαρτυρείται από τις επιγραφές (β).
(2) Βρίσκεται στη μεσημβρινή πλευρά της Μ Ασίας μεταξύ της Λυκίας στα δυτικά, της Πισιδίας στα βόρεια και της Ισαυρίας στα ανατολικά. Χώρα επίπεδη, που κυκλώνεται από τα υψηλά κλίτη της οροσειράς του Ταύρου και έχει μήκος 130 χιλιόμ. και πλάτος 32.
(3) Ειδικά στη χώρα αυτή υπήρχαν σε αφθονία Ιουδαίοι (b), εγκαταστημένοι εκεί από τον Ζ αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τον Φίλωνα τα 2/5 του πληθυσμού της Αλεξάνδρειας ήταν Ιουδαίοι (j).
(4) Η Λιβύη προς Κυρήνη (Ιωσήπ. Αρχαιολ. 16,6,1). Η Κυρηναϊκή Λιβύη. Η Λιβύη ήταν μεγάλη επαρχία στην Αφρική, δυτικά της Αιγύπτου. Σε ένα μέρος της που ονομαζόταν Πεντάπολις ήταν η Κυρήνη, πόλη στην παραλία της Μεσογείου. Η πόλη αυτή ήταν ελληνική αποικία και το ¼ του πληθυσμού της ήταν Ιουδαίοι (R). Η σημερινή Τριπολίτις (μπ). Δες Ιωσήπ. Αρχ. 14,7,2. Οι Ιουδαίοι της Κυρήνης είχαν συναγωγή στα Ιεροσόλυμα (Πράξ. στ 9).
(5) Λέγεται για ξένους που μένουν σε άλλη χώρα (Πράξ. ιζ 21). Σημαίνει κάτι λιγότερο από το κατοικώ (β).
(6) Δηλαδή Ιουδαίοι Ρωμαίοι, οι οποίοι ήταν ξένοι ως προς την Ιερουσαλήμ, επειδή ήλθαν από τη Ρώμη, και τώρα ήταν εγκατεστημένοι μόνιμα στα Ιεροσόλυμα (R).
(7) Διακρίνονται μεταξύ των πολιτών Ρωμαίων, που έμεναν στη Ρώμη, δύο γένη· το ένα από αυτά αποτελούσαν οι από καταγωγής Ιουδαίοι, ενώ το άλλο οι προσήλυτοι. Υπήρχαν λοιπόν σε εκείνο τον συρφετό του Ρωμαϊκού όχλου πολλοί Ιουδαίοι, που αιχμαλωτίστηκαν στον πόλεμο και οδηγήθηκαν σε δουλεία, έπειτα όμως απελευθερώθηκαν και με την απελευθέρωση απέκτησαν τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη (β). Θα μπορούσε όμως η φράση να αναφέρεται σε όλους τους λαούς που απαριθμήθηκαν, διότι σε όλους αυτούς υπήρχαν και Ιουδαίοι και προσήλυτοι. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση δεν εξηγείται, πώς ακολουθεί το Κρήτες και Άραβες. Η αναφορά αυτών στη θέση αυτή παρουσιάζεται φυσική, εάν η φράση Ιουδαίοι και προσήλυτοι αναφέρεται μόνο στους Ρωμαίους (j). Προσήλυτος (Πράξ. στ 5,ιγ 43) λέγεται κυρίως αυτός που από άλλο λαό εισήλθε και κατοικεί στην Ιουδαία (Εξ. κ 10). Τότε όμως η λέξη λεγόταν για εκείνους, οι οποίοι από άλλη θρησκεία μεταπήδησαν στα ιερά των Ιουδαίων, και μάλιστα για εκείνους, οι οποίοι είχαν δεχτεί την περιτομή (β). Περισσότερα για τον όρο δες στο Πράξ. στ 5.
Πραξ. 2,11 Κρῆτες καὶ Ἄραβες(1), ἀκούομεν(2) λαλούντων(3) αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα(4) τοῦ Θεοῦ;
11 Κρητικοί και Άραβες, όλοι εμείς, είτε ιουδαϊκής καταγωγής είτε προσήλυτοι, τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας για τα θαυμαστά έργα του Θεού».
(1) Οι Ιουδαίοι ήταν πολυπληθείς στο νησί της Κρήτης και μεταξύ των Αράβων. Μένει ανεξήγητο γιατί μνημονεύονται τελευταίοι και βρίσκονται εδώ έξω από τη θέση τους, τόσο τη γεωγραφική όσο και τη γλωσσική, οπότε χαλάει η σειρά της απαρίθμησης που υπάρχει στο τεμάχιο. Κάποιοι κριτικοί του κειμένου υπέθεσαν, ότι ο κατάλογος αναθεωρήθηκε εκ των υστέρων. Αλλά μάλλον πρέπει να υποθέσουμε, ότι ο Λουκάς βρήκε αυτούς έτσι τοποθετημένους στην πηγή από την οποία αντλούσε (j).
(2) Επαναλαμβάνεται το ακούομεν του σ. 8 και συνδέει τα ακόλουθα με τα προηγούμενα (j).
(3) Σημαίνει αναγγέλλω με δυνατή φωνή, διακηρύττω (j).
(4) Λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. και χρησιμοποιείται και από τους Ο΄(μετάφραση των 70 της Π.Δ.)(Ψαλμ. ο΄19,Σοφ. Σειρ. ιζ 8)=τις ισχυρές εκδηλώσεις δύναμης, τις δυνατές ενέργειες (b). Τα θαυμαστά αυτά έργα του Θεού ήταν η ενέργεια του Θεού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας· η από το Θεό αποστολή του Υιού Του και η έκχυση του Αγίου Πνεύματος, με τα οποία ασχολείται και ο λόγος του Πέτρου που ακολουθεί (j). Το θέμα για το οποίο μιλούσαν ήταν αναμφιβόλως η θεία απολυτρωτική ενέργεια που εκδηλώθηκε με την Ανάσταση και την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Πατέρα για το Πνεύμα (μπ).
Αυτά πράγματι ήταν μεγαλεία του Θεού, τα οποία πάντα θα είναι θαυμαστά στα μάτια και τα αυτιά των ανθρώπων. Άκουγαν αυτούς να ανυμνούν και να δοξάζουν το Θεό για τα μεγαλεία αυτά και να διδάσκουν αυτούς που τα άκουγαν στη δική τους γλώσσα. Το ότι όμως δίδασκαν και εξηγούσαν τα μεγαλεία αυτά στις γλώσσες των ακροατών, υποβοηθούσε μεν αυτούς στο να πείθονται, ότι η διδασκαλία αυτή προερχόταν από το Θεό, διότι «οι γλώσσες είναι ένα θαύμα που προορίζεται για τους άπιστους» (Α΄Κορ. ιδ 22), αλλά τους προκαλούσε και θετική διάθεση, αφού στη μητρική τους γλώσσα λέγονταν όσα διδάσκονταν. Αυτό το τελευταίο είναι ένδειξη και για το ότι θέλημα Θεού είναι στη μητρική γλώσσα του κάθε χριστιανικού λαού το ευαγγέλιο και η Γραφή να διαβάζονται, όσο και η λατρεία του Θεού να επιτελείται.
Πραξ. 2,12 ἐξίσταντο(1) δὲ πάντες(2) καὶ διηπόρουν(3), ἄλλος πρὸς ἄλλον λέγοντες· τί ἂν θέλοι(4) τοῦτο εἶναι(5);
12 Όλοι, λοιπόν, εκστατικοί κι απορημένοι έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Τι να σημαίνει άραγε αυτό;»
(1) Επαναλαμβάνεται και ο σ. 7, για να γίνει δυνατόν να επαναληφθεί η διήγηση (β).
(2) Δηλαδή οι ευλαβείς άνδρες (σ. 5), οι οποίοι αντιτίθενται σε αυτούς που χλευάζουν στον επόμενο στίχο (b).
(3) Υπάρχει και η γραφή: διηπορούντο. Ρήμα αττικό, που συναντιέται στην Κ.Δ. και στο Λουκά (Πράξ. ε 24,ι 17,Λουκ. θ 7)(β). Η πρόθεση «δια» επιτείνει την έννοια του απλού ρήματος=Οι παριστάμενοι βρίσκονταν σε αβεβαιότητα για το που οφειλόταν αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια τους (j).
(4) Υπάρχει και η γραφή: Τί θέλει. Η ευκτική πτώση εκφράζει ζωηρότερα την αβεβαιότητα και τον δισταγμό των συνομιλητών, αλλά εφόσον έχουμε ερώτηση ευθεία, δεν έχει τη θέση της (j). Το «Θέλοι» (ευκτική πτώση), είναι σωστό εάν η ερώτηση είναι πλάγια, δηλαδή εάν διαγράψουμε το «λέγοντες». Δες Λουκ. κβ 23 «συζητείν προς εαυτούς το τις άρα είη», και άλλα παραδείγματα (β).
(5) Δηλαδή δεν γνώριζαν πώς να εξηγήσουν ένα τέτοιο φαινόμενο και αναρωτιούνταν μεταξύ τους, προσπαθώντας να αποσαφηνίσουν αυτό (F).
Πραξ. 2,13 ἕτεροι(1) δὲ χλευάζοντες ἔλεγον ὅτι γλεύκους(2) μεμεστωμένοι(3) εἰσί(4).
13 Άλλοι πάλι χλεύαζαν και έλεγαν: «Ετούτοι πρέπει να ’ναι πολύ μεθυσμένοι».
(1) «Ήταν όμως και κάποιοι από τους συγκεντρωμένους, πιο ακαλλιέργητοι ίσως, που χλεύαζαν ότι τα τελούμενα οφείλονταν σε μέθη» (Ο). «Το πιο φοβερό όμως είναι ότι, παρόλο που εκείνοι θαύμαζαν και ομολογούσαν, αυτοί που ήταν Ρωμαίοι, Ιουδαίοι, προσήλυτοι, ίσως από αυτούς που σταύρωσαν, σχεδόν από όλα τα έθνη, ενώ λοιπόν αυτοί διακήρυτταν ότι μιλούν οι απόστολοι στις γλώσσες τους, βρέθηκαν όμως κάποιοι που χλεύαζαν» (Θφ).
Μεταξύ των χλευαστών ίσως να υπήρξαν και κάποιοι από τους ντόπιους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι μη κατανοώντας τις ομιλούμενες ξένες γλώσσες, θεωρούσαν την ομιλία των αποστόλων ως ασυνάρτητη και χωρίς κάποια έννοια, επειδή ήταν ακατανόητη σε αυτούς (h). Πάντως οι περισσότεροι, αν όχι και όλοι, ήταν από εκείνους, οι οποίοι πάντοτε αντιστέκονταν στο Πνεύμα το Άγιο και αναμφίβολα μεταξύ τους διακρίνονταν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι.
«Όπως ακριβώς δηλαδή, όταν έβγαζε ο δεσπότης τα δαιμόνια καταλάβαιναν μεν και έβλεπαν τα θαύματα, ενώ όμως έπρεπε να υμνούν, τα διέσυραν αποδίδοντάς τα στον Βεελζεβούλ… και έκαναν τα θαύματα ύλη για φθόνο και συκοφαντία και φόνο· έτσι και τώρα, επειδή δεν μπορούσαν να αρνηθούν το παράδοξο και υπερφυσικό των γλωσσών, όμως τόλμησαν να διασύρουν το θαύμα ότι είναι μέθη» (Θφ).
(2) «Γλεύκος είναι κυρίως το γλυκό κρασί που ρέει από το ίδιο το πατητήρι» (Ο), το οποίο δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση. Αλλά «δεν ήταν καιρός για αυτό· διότι ήταν εποχή πεντηκοστής που δεν υπάρχει γλεύκος». Γλεύκος λοιπόν εδώ είναι «το γλυκό κρασί, το οποίο φέρνει περισσότερο μέθη, επειδή από την ελλιπή γλυκύτητα κάνει γενικότερο το γέμισμα του εγκεφάλου με αναθυμίαση» (Ο). Ίσως όμως να πρόκειται και για γλεύκος πραγματικό που διατηρούνταν μακριά από κάθε ζύμωση με μεθόδους, που αγνοούμε (j). Ο Zahn λέει ότι το γλυκό κρασί παραγόταν από σταφύλια αποξηραμένα όπου τα έβρεχαν σε παλιό κρασί και μετά το ξανάστυβαν. Αυτό το είδος του κρασιού ήταν πάρα πολύ μεθυστικό (h).
(3) Το ρήμα μεστώνω είναι αττικό. Στην Κ.Δ. είναι συχνότερη η λέξη μεστός (β).
(4) Φυσικοί άνθρωποι αποδίδουν τα υπερφυσικά αποτελέσματα σε φυσικές αιτίες, προδίδοντας έτσι την άγνοια και αναισχυντία τους (b). Αυτοί οι οποίοι έλεγαν για τον κύριο ότι «με τον άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια», επόμενο ήταν και τη φωνή του Αγίου Πνεύματος που έβγαινε από το στόμα των αποστόλων, να αποδίδουν σε μέθη. Εάν τον οικοδεσπότη αποκάλεσαν κρασοπότη, καθόλου παράδοξο εάν αποδίδουν το ίδιο ελάττωμα και στους υπηρέτες του.
sostis.gr