Ο χημικός Σπύρος Μενάγιας, ο μετέπειτα αγιορείτης μοναχός Γεράσιμος (1881-1957), αφού πέρασε από τα σκοτεινά σοκάκια της αθεΐας, της ασωτίας και του πνευματισμού, βγήκε στο φως ανακαλύπτοντας την αληθινή πίστη στον Θεάνθρωπο Ιησού.
Και τότε ο 39χρονος ήδη, περιφρόνησε τη δόξα, το χρήμα, τις ηδονές και τη σοφία του κόσμου τούτου, πήγε στο Άγιο Όρος, φόρεσε το ταπεινό ασκητικό ένδυμα και έζησε με παραδειγματική ακτημοσύνη ως την οσιακή τελευτή του.
Εξαιτίας όμως της εμπλοκής του στα δίχτυα του πνευματισμού, τα πονηρά πνεύματα είχαν αποκτήσει δικαιώματα πάνω του και τον τυραννούσαν πολύ. Με τον καιρό μάλιστα η κατάσταση του χειροτέρευε. Έτσι μια μέρα λίγο μετά τη κουρά του στο Κατουνακιώτικο Ησυχαστήριο του Αγίου Γερασίμου, ο γέροντάς του, ο μεγάλος νηπτικός Καλλίνικος (1853-1930) του είπε:
-Τώρα αδερφέ μου, θ’ αγωνιστούμε μαζί εναντίον του δαίμονα. Για σαράντα μέρες θα προσευχόμαστε αδιάλειπτα στον Κύριο, την Υπεραγία Θεοτόκο, τον Τίμιο Πρόδρομο, τον άγιο Γεράσιμο και όλους τους αγίους, παρακαλώντας τους να σε απαλλάξουν από την τυραννία του πονηρού.
Στο διάστημα αυτό θα εξομολογείσαι καθημερινά με ταπεινό φρόνημα. Προσπάθησε να εξευτελίζεις τον εαυτό σου μπροστά στο Θεό και στους ανθρώπους και να πιστεύεις ακράδαντα πως είσαι ο κατώτερος απ’ όλους. Για σαράντα μέρες γέροντας και υποτακτικός δεν έβαλαν μπουκιά στο στόμα τους. Μόνο κάθε δύο μέρες, που έκαναν θεία Λειτουργία, έπαιρναν αντίδωρο και Αγιασμό.
Ο σατανάς στο μεταξύ πολέμησε πολύ άγρια τον π. Γεράσιμο, που πέντε φορές και έφυγε τρέχοντας από το καλύβι. Κάθε φορά ωστόσο οι λιποψύχησεπαραδελφοί του, ο π. Νεόφυτος και ο παπα-Δανιήλ, τον προλάβαιναν και τον γύριζαν πίσω με λόγια αγάπης και παρηγοριάς.
Την τεσσαρακοστή ημέρα ένιωσε ένα μεγάλο φούσκωμα και ένα ασήκωτο βάρος στη κοιλιά του. Του ερχόταν να κάνει εμετό, αλλά δεν μπορούσε. Την ώρα του Εσπερινού, στο «Φως Ιλαρόν» και στη φράση «υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιο Πνεύμα Θεόν», η τάση του για εμετό έγινε εντονότερη.
Και ξαφνικά αισθάνθηκε να βγαίνει κάτι από το στόμα του. Μόλις το ξέρασε, τι να δει! Ήταν ένα μικρό ζώο σαν αλεπού που εξαφανίστηκε αμέσως αφήνοντας πίσω του μια αφόρητη δυσοσμία. Ο π. Γεράσιμος έπεσε κάτω μισολιπόθυμος. Οι πατέρες τον σήκωσαν και τον κάθισαν σ’ ένα στασίδι. Σε λίγο ένιωσε καλύτερα. Και όταν ο γερο-Καλλίνικος είπε το «Νυν απολύεις …;» συνήλθε τελείως. Τώρα ήταν ελαφρός σαν πουλάκι. Ο νους του καθάρισε.
Οι ζαλάδες και οι πονοκέφαλοι που τον ταλαιπωρούσαν για χρόνια χάθηκαν μια για πάντα. Το δαιμόνιο δεν τονξαναενόχλησε. -Όσο ζω, του είπε ο γέροντας, δεν θα αναφέρεις σε κανένα αυτό το θαύμα της θεραπείας σου.
Ιερά Μονή Παρακλήτου