Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΒΙΓΛΟΛΑΥΡΙΩΤΗΣ ΕΚ ΓΟΜΑΤΙΟΥ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ (+2004)
Ὁ γερο-Εὐθύμιος ἔλεγε γιὰ τὸν Γέροντά του ὅτι ἔλαμπε (ἀπὸ ἀρετές) σ’ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος. «Ἦταν ἅγιος ὁ Γέροντάς μου», διηγεῖτο ἀργότερα καὶ ἔκλαιγε ἀπὸ συγκίνηση καὶ ἀγάπη.
Ἐκεῖ στὴν ὑπακοὴ τοῦ γέροντος Βαρλαὰμ ἐπιδόθηκε ὁ γερο-Εὐθύμιος σὲ μεγάλες ἀσκήσεις. Νήστευε πολύ, ἔκανε διπλές, δηλαδὴ ἔτρωγε κάθε δύο μέρες ἕνα πιάτο ἀλάδωτο…
Γιὰ τὸν Γέροντά του πήγαινε στὴν θάλασσα, ψάρευε καὶ τὸν ἀνέπαυε καθὼς ἦταν ἡλικιωμένος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γευόταν τῆς ἐγκρατείας τὴν τρυφήν, παξιμάδι καὶ νερόβραστα ὄσπρια ἢ λαχανικά, ἀνέλαια φυσικά…
Μαζὶ μὲ τὴ νηστεία ἔκανε μετάνοιες ἀμέτρητες καὶ εὐχὴ ἀδιάλειπτη. Φρόντιζε καὶ τὴν μικρὴ περιοχὴ τῆς Καλύβης τους καὶ ἔκανε καὶ λίγο ἐργόχειρο. Γιὰ περισσότερη ἡσυχία καὶ ἀπερίσπαστη ἐπίδοση στὴν εὐχὴ ἔκτισε παραδίπλα ἕνα κελλάκι μικρὸ μὲ κτιστὸ κάθισμα…
Ἐκεῖ ὁ γερο-Εὐθύμιος ἀγρυπνοῦσε τὶς νύχτες λέγοντας τὴν εὐχή. Ὅταν ἤθελε νὰ ξεκουραστῆ, κοιμόταν καθιστὸς στὸ κτιστὸ κάθισμά του, καὶ πάλιν, ὅταν ξυπνοῦσε, συνέχιζε τὴ νοερά του ἐργασία. (…)
Ἄλλη φορὰ ἡρπάγη σὲ θεωρία καὶ εἶδε τὸ ἄκτιστο φῶς. Τὸ ἐκμυστηρεύτηκε στὸν γέροντα Παΐσιο, καὶ ἐκεῖνος γιὰ νὰ ὠφελήση κάποιον νέον θεολόγο καὶ μοναχὸ τοῦ ἀνέφερε τὸ γεγονός…
Ὁ νέος πῆγε στὸν γερο-Εὐθύμιο καὶ τὸν ρωτοῦσε ἐπίμονα μὲ ἐνδιαφέρον τί ἔκανε, πῶς εἶδε τὸ ἄκτιστο φῶς καὶ ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἦταν μία ἑβδομάδα σὲ θεωρία.
Ἐκεῖνος ἀποφεύγοντας νὰ ἀποκαλύψη τὰ μυστικά του βιώματα τοῦ εἶπε: «Ναί, μ’ ἔβαλε ὁ Γέροντάς μου κανόνα μία βδομάδα θεωρία. Μαλώσαμε κάποτε· τὸν ἔδειρα καὶ μὲ κανόνισε ἔτσι».
Ὁ νέος φυσικὰ τὰ ἔχασε καὶ δὲν κατώρθωσε νὰ βρῆ ἄκρη μὲ τὸν ἀσκητὴ τῆς Βίγλας, τὸν γερο-Εὐθύμιο…
Ἀφοῦ ἔθαψε τὸν Γέροντά του καὶ πῆρε τὴν εὐχή του, συνέχισε τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες μὲ πιὸ μεγάλη ἔνταση. (…) Μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα ἀγωνίσματά του ἔκανε καὶ πολὺ ὡραῖες, ἐπιτυχημένες σαλότητες.
Πήγαινε στοῦ Φιλοθέου παλαιά, ποὺ ἦταν ἰδιόρρυθμο, καὶ ὅταν ὁ ὑπεύθυνος μοναχὸς μοίραζε τὴν κουμπάνια στοὺς πατέρες, ὁ γερο-Εὐθύμιος ἔλεγε σ’ ἕνα καλογέρι· «τώρα νὰ δῆς τί θὰ τοὺς κάνω». Πήγαινε καὶ ἔμπαινε μπροστὰ στὴν γραμμὴ πρὶν ἀπ’ ὅλους τοὺς πατέρες, καὶ ἐνῷ δὲν ἐδικαιοῦτο κουμπάνια, γιατὶ δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἔλεγε ἀπαιτητικά:
«Θὰ μοῦ δώσεις δυὸ κουτιὰ καλαμαράκια, μία πλάκα τυρί, ἐκεῖνο καὶ ἐκεῖνο», καὶ ἀφοῦ γέμιζε τὸν ντορβά του μὲ τρόφιμα, πήγαινε καὶ τὰ μοίραζε σὲ φτωχὰ καὶ ἀνήμπορα γεροντάκια. Ἔδινε τὴν ἐντύπωση τοῦ παράξενου, τοῦ ἰδιότροπου, τοῦ σαλοῦ, τοῦ πλεονέκτη, ἐνῷ ὁ ἴδιος ζοῦσε τόσο πτωχικὰ καὶ ἀσκητικά.
Κάποτε εἶχε καρφώσει ἕνα καρούλι στὸν τοῖχο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Καθολικοῦ τῆς Λαύρας. Ἐκεῖ κρεμοῦσε τὸ τριακοσάρι του κομποσχοίνι καὶ καθήμενος στὸ στασίδι του «τραβοῦσε κομποσχοίνι». Ἀλλὰ τὸ καρούλι γυρίζοντας ἔκανε θόρυβο. Ἕνας προϊστάμενος τὸν παρατήρησε καὶ ὁ γερο-Εὐθύμιος τοῦ ἔδωσε ἕνα χαστούκι.
Πῆγε στὴν πανήγυρη ἑνὸς Κελλιοῦ καὶ ἔψαλε. Στὸ τέλος εἶπε ἐπιτακτικὰ στὸν Γέροντα τῆς συνοδείας: «Θὰ μοῦ δώσεις αὐτὸ καὶ κεῖνο καὶ κεῖνο καὶ ἕνα μουλάρι νὰ τὰ φορτώσω, καὶ ἕνα καλογέρι νὰ φέρη πίσω τὸ μουλάρι».
Πολλοὶ νέοι μοναχοὶ ζήτησαν νὰ μείνουν μαζί του, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἀκολουθήση στὴν ἄσκηση. Αὐτοὺς ποὺ ἤθελε νὰ τοὺς διώξη, γιατὶ ἔβλεπε ὅτι δὲν κάνουν γι’ αὐτὴν τὴν ζωή, τοὺς ἔκανε διάφορες δοκιμὲς καὶ ἔτσι ἀναγκάζονταν νὰ φύγουν.
Ἕνας ἱερομόναχος ζήτησε νὰ μείνη μαζί του. Τὸν δέχτηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ ποτίση τὰ δέντρα. Μετὰ ὁ ἱερομόναχος περίμενε νὰ τοῦ στρώση τράπεζα. Ἔλεγε ὁ γερο-Εὐθύμιος: «Νόμιζε ὅτι μετὰ θὰ τὸν τραπεζώσω. Μοῦ λέει : «Θὰ φύγω». «Νὰ φύγης τώρα ποὺ εἶναι ἥλιος». Καὶ ἔφυγε καὶ αὐτός…
Ἦταν ἀσυγκατάβατος καὶ ἀκριβής. Δὲν ἐπέτρεπε καμμία οἰκονομία, οὔτε στὸν ἑαυτό του οὔτε σ’ αὐτὸν ποὺ θὰ ἔμενε μαζί του.
Κάποτε φιλοξένησε φιλομόναχο νέον. Τὸν ἔβαλε νὰ κοιμηθῆ στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντός του. Μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ παρέθεσε τράπεζα. Ὅ,τι καλύτερο εἶχε γιὰ νὰ ἀναπαύση τὸν ἐπισκέπτη του.
Ρεβύθια βρασμένα ἀλάδωτα, παξιμάδι βρεγμένο καὶ δυὸ εἴδη ἐλιές. «Αὐτὲς εἶναι καλύτερες», εἶπε.
Ἀλλὰ καὶ οἱ δυὸ ἦταν κατάπικρες. Τὰ πιάτα ἦταν πήλινα, τὸ τραπέζι παλαιό, ἡ κουζίνα μισοσκότεινη καὶ κάτω στρωμένη μὲ χῶμα, ἀλλὰ ὅλα ἦταν ταιριαστά, εἶχαν χάρι ἀσκητική, ἁπλότητα καὶ πιὸ εὐχάριστα ἀπὸ τὸ πολυτελέστερο ξενοδοχεῖο.
Ὕστερα στὴν συζήτηση ὁ Γέροντας ἦταν πατρικὸς καὶ στοργικός· συμβούλευε πολὺ ὡραῖα καὶ πρακτικὰ τὸν ἐπισκέπτη. Μιλοῦσε μὲ μία ἐλευθερία, μὲ ἀπάθεια, ἐνῷ τὰ γαλανά του μάτια, ὅμοια μὲ τὸν καταγάλανο οὐρανό, ἔδειχναν μία ἀθωότητα μικροῦ παιδιοῦ…
Ἔλεγε: «Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ νηστεία. Ἀπὸ δῶ γεννῶνται ὅλα τ’ ἄλλα· καὶ ἡ προσευχή, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀγρυπνία. Ὅταν νηστεύη ὁ ἄνθρωπος, ὁ νοῦς ἀποκτᾶ δύναμη καὶ νικᾶ τοὺς λογισμούς. Τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἀκούγεται μέσα του. Τὴν μονοφαγία τὸ παλιόκορμο δὲν τὴν φοβᾶται. Ἡ μονοφαγία (δηλ. νὰ τρώη κανεὶς μία φορὰ τὴν ἡμέρα μετὰ τὸν Ἑσπερινό), δὲν θέλει καθησιό, θέλει καὶ δουλειά. Ὅταν νηστεύη ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ δυὸ ἡμέρες καὶ πάνω τότε μπορεῖ νὰ μὴ δουλεύη.
Σὲ ὅσους τὸν ρωτοῦσαν, ἔδινε πρακτικὲς καὶ ὠφέλιμες συμβουλές, ἐνῷ προετοιμαζόταν ὁ ἴδιος γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι. Προσευχόταν συνεχῶς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο. Ἔλεγε συχνά: «Τί νὰ κάνω; Δὲν ἔχω δάκρυα γιὰ νὰ κλάψω τὸν κόσμο».
Προαισθανόμενος τὴν κοίμησή του συγχωρήθηκε μὲ ὅλους τοὺς πατέρες καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ στὶς 9 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 2004. Τὴν εὐχή του ἀσκητὴ τῆς Βίγλας νὰ ἔχουμε. Ἀμήν!
Πηγή: Ἀπὸ τὴν Ἀσκητικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ἁγιορείτικη παράδοση, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχαστήριον «Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2011.