«Μαζί με το Βασιλιά και Θεό προσκυνώ και την αλουργίδα του σώματος, όχι σαν ένδυμα, ούτε σαν τέταρτο πρόσωπο (άπαγε), αλλά ως ομόθεη που διετέλεσε και έγινε, όπως και αυτό που την έχρισε, αμετάβλητα.
Γιατί δεν έγινε Θεότητα η φύση της σάρκας, αλλά όπως ακριβώς ο Λόγος έγινε σάρκα χωρίς να υποστεί τροποποίηση και παρέμεινε ότι ήταν και πριν, έτσι και η σάρκα έγινε Λόγος χωρίς να χάσει ακριβώς αυτό που είναι, ταυτιζόμενη βέβαια με τον Λόγο κατά την υπόσταση.
Γι’αυτό παίρνω το θάρρος και εικονίζω τον αόρατο Θεό, όχι ως αόρατο, αλλά ως ορατό, που έγινε για μας προσλαμβάνοντας σάρκα και αίμα. Δεν εικονίζω την αόρατη Θεότητα, αλλά εικονίζω τη σάρκα του Θεού που έγινε ορατή. Γιατί, αν είναι αδύνατο να εικονίσεις την ψυχή, πόσο μάλλον εκείνον ο οποίος έδωσε και στην ψυχή την αϋλη ιδιότητα της;»
Ιωάννης Δαμασκηνός, ΕΠΕ 3, 207