Είναι γνωστή σε όλους μας η παραβολή από το ευαγγέλιο του Ματθαίου (κεφ. 18) με τους δυο οφειλέτες δούλους.
Ο πρώτος χρωστάει μύρια τάλαντα. Παρακαλεί γονατιστός, και το αφεντικό του τα χαρίζει όλα. Βγαίνοντας έξω ο χαρούμενος πρώην οφειλέτης βρίσκει έναν άλλο δούλο που του χρωστάει εκατό δηνάρια, τον πιάνει από το λαιμό και απαιτεί ‘εδώ και τώρα’ το ποσό.
Παρακαλεί κι εκείνος, αλλά ο πρώτος είναι αμετάπειστος: τον πηγαίνει στα δικαστήρια και τον ρίχνει στη φυλακή.
Ας σταθούμε εδώ. Η απαίτηση του δούλου για τα δανεικά είναι νόμιμη, και με βάση τον νόμο φυλακίζεται ο χρεώστης. Είναι όμως και ηθικά σωστή; Μόλις πριν από λίγο ο ίδιος απαλλάχθηκε από ένα μη βιώσιμο χρέος. Δεν διδάχθηκε τίποτε από τη μεγαθυμία του αφεντικού του; Δεν σκέφθηκε τη διαγραφή εκείνη των εκατομμυρίων πριν απαιτήσει το κατοστάρικο του άλλου, κινώντας εναντίον του την ισχύ του νόμου;
Με τη συμφωνία του Λονδίνου το 1953 η κατά πάντα ένοχη Γερμανία είδε να της χαρίζονται τεράστια οικονομικά χρέη και αποζημιώσεις, που αν έπρεπε να τα εξοφλήσει στο ακέραιο τώρα θα ήταν… Ελλάδα. Σήμερα, μετά εξήντα χρόνια, βρίσκεται στη θέση του πρώτου δούλου και συμπεριφέρεται ανάλογα, επικαλούμενη βέβαια τον νόμο. Δεν βλάπτει να το θυμίζουμε αυτό με κάθε ευκαιρία και προς κάθε κατεύθυνση, για να γίνει αντιληπτό ότι και στη διεθνή σκηνή το νόμιμο και το ηθικό δεν συνυπάρχουν. Με τα λόγια του Κικέρωνα, η απόλυτη δικαιοσύνη είναι απόλυτη αδικία (summum jus summa injuria).