Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι ένα καλογραμμένο Διήγημα, που το γέννησε η φαντασία ενός ονειροπόλου, ούτε ένα παραμύθη για τις απλές παιδικές ψυχές, αλλ’ ούτε ακόμη ένα τεχνητό κατασκεύασμα, που εξυπηρετεί κάποιον ορισμένο σκοπό.
Είναι η πραγματική, η προσωπική μου ιστορία, η ιστορία της ζωής μου, μιας ζωής που στο διάβα της πέρασε πολλά οδυνηρά στάδια και εδοκίμασε πολλούς αγώνες και αγωνίες, ώσπου να βρει το σωστό της νόημα και τη σωστή πορεία της, που την οδήγησαν κοντά στο Θεό….
Ο πόλεμος του 1940-41 με βρήκε εικοσάχρονο νεαρό, που υπηρετούσα στην Πολεμική Αεροπορία. Τον Απρίλιο του 1941 σε διατεταγμένη υπηρεσία, ένα τραύμα στην αυχενική μοίρα του νωτιαίου μυελού της σπονδυλικής στήλης, μου έφερε υπαραχνοειδή αιμορραγία και μερική παράλυση των κάτω άκρων, δηλαδή παραπληγία. Ήλθε κατόπιν η Γερμανική Κατοχή. Επειδή η κατάστασίς μου ήρχισε σιγά-σιγά να βελτιώνεται, πήγα στην Μέση Ανατολή ως Αξιωματικός. Εκεί, είχα την ατυχία να κτυπήσω και πάλιν στον αυχένα, με αποτέλεσμα την επιδείνωσι της καταστάσεώς μου.
Όταν τελείωσε ο Παγκόσμιος Πόλεμος, η πατρίδα με έστειλε τον Απρίλιο του 1947 στην Αμερική. Μόλις έφθασα εκεί, υπέστην εγχείρηση στην σπονδυλική στήλη… Από τον χειρουργικό θάλαμο εβγήκα χειρότερα από ότι εμπήκα. Σπαστική τετραπληγία μετά ορθοκυστικών διαταραχών ήταν η διάγνωσις. Τετραπληγία, δηλαδή χέρια πόδια παράλυτα. Παρέμεινα στην Αμερική μέχρι το 1951, οπότε επέστρεψα στην Ελλάδα. Είχα μερικές αναλαμπές βελτιώσεως, χωρίς όμως θετικά αποτελέσματα.
Το 1957 η υγεία μου επεδεινώθη και πάλιν, και ανεχώρησα διά δευτέραν φοράν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, απ’ όπου επέστρεψα το 1961 με πλήρη τετραπληγία και ορθοκυστικές διαταραχές. Από το 1961 μέχρι τον Ιούνιο του 1970, που θεραπεύθηκα, βρίσκομαι στο Εθνικόν Ίδρυμα Αποκαταστάσεως Αναπήρων, στο Παλ. Ψυχικό, παράλυτος πλέον. Επίσης το 1968 επεσκέφθηκα πάλιν την Αμερική για μερικούς μήνες, το δε 1974 μ’ εκάλεσε ο Δρ. ΡΑΣΚ για να μ’ εξετάσουν και να διαπιστώσουν τί ακριβώς είχε συμβή.
Ο Δρ. Ρασκ με το επιτελείον του απεφάνθη ότι πρόκειται περί θαύματος. Ο Ισραηλίτης Δρ. Κούπερ μόλις με είδε να περπατώ ελεύθερα εφώναξε. «αυτό, Στηβ, είναι φαινόμενο για την επιστήμη».
Είναι πολύ δύσκολο να εξιστορήσω, μέσα σε λίγες γραμμές, γεγονότα τόσων ετών, σχετικώς με την πορεία της καταστάσεώς μου και των ψυχικών μου διαταραχών και ανακατατάξεων, που έλαβαν χώραν μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια….
Είναι δύσκολο με χρονολογική σειρά να καταγράψω τα αλλεπάλληλα συναισθήματα που δοκίμαζα. Τις ελπίδες, που ερχόντουσαν να με πάρουν στα αέρινα φτερά τους, και τις απελπισίες, που μαύριζαν γύρω μου όλον τον κόσμο. Σαν τα κύματα που έρχονται και μας ανεβάζουν ψηλά στον αφρό τους και ύστερα μας βουλιάζουν βαθειά κάτω, έτσι και τα διάφορα συναισθήματα με πλημμύριζαν, διώχνοντας τα μεν τα δε, και αφήνοντάς με στο τέλος σε βαθειά απόγνωσι και απελπισία.
Δεν είναι δυνατόν να περιγράψω τί εδοκίμαζα όταν μια μύγα με ενοχλούσε στο μέτωπο και δεν μπορούσα να κάμω μια μικρή κίνηση για να την διώξω, ή όταν κατρακυλούσε τόσον ενοχλητικά στο πρόσωπό μου ο ιδρώτας, και ευρισκόμουν σε αδυναμία να σηκώσω το χέρι μου να το σκουπίσω. Γι’ αυτό, δεν γράφω απλώς την ιστορία της ζωής μου, αλλά εξομολογούμαι ξεδιπλώνοντας τις διάφορες πτυχές της ψυχής μου έτσι, όπως ακριβώς ερχόντουσαν τα κύματα και την ανεμόδερναν, για να παρουσιασθούν όλες οι πληγές που ο πόνος είχε δουλέψει επάνω της, και ακόμη για να γίνει φανερό πώς η Θεία Χάρις μετέτρεψε τις πληγές αυτές σε ευλογία, ειρήνη και χαρά….
Την εποχή εκείνη, μετά την εγχείρησι, μ’ εγνώρισε ένας μεγάλος επιστήμων και ανθρωπιστής ο Dr. Howard Rask, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στην έδρα της Φυσικής Ιατρικής και αποκαταστάσεως Αναπήρων, ο οποίος βλέποντάς με απογοητευμένο με παρακλητικό τόνο, μου είπε: «Σε παρακαλώ, Σταύρο, να προσεύχεσαι στο ΘΕΟ… Να προσεύχεσαι συνεχώς. Κάμε το, σε παρακαλώ, για μένα, έστω κι’ αν δεν τον πιστεύεις…».
Έφυγα πολύ αναστατωμένος και μονολογούσα: «Τί ειρωνεία…, εγώ ήλθα στην Αμερική να γιατρευτώ, κι ο Αμερικανός γιατρός με στέλνει στο ΘΕΟ!…». Το βράδυ στο κρεββάτι μου σκεπτόμουν και έλεγα: «Μα γιατί επιμένει τόσον αυτός ο άνθρωπος να πάω να βρω τον ΘΕΟ; Ποιος είδε το ΘΕΟ; Πώς θα επικοινωνήσω με τον Θεό; Μα εύκολο πράγμα είν’ αυτό;». Και αρχίζω να ερευνώ και να εξετάζω με την σκέψη μου: «Τί είναι ο Θεός;». Επί ώρες βασάνιζα την σκέψη μου με όλα αυτά τα ερωτηματικά, περιμένοντας μιαν απάντηση, που φυσικά δεν ήλθε. Επί πολλές ώρες βασανιζόμουνα με τις σκέψεις αυτές και τις απορίες, και στο τέλος έπαθα μια σύγχυση, μια αδράνεια στην σκέψη.
Μόλις άρχιζε η σκέψη μου να εξετάζει και να ερευνά πάνω σ’ αυτό το θέμα, σταματούσε και επερίμενε… Τί επερίμενε; Δεν μπορούσα να καταλάβω. Και πάνω σ’ αυτό το σταμάτημα, μια φωνή δυνατή ξεπήδησε από μέσα μου!….
«Εγώ, Θεέ μου, θέλω να σε πλησιάσω, αλλά δεν ξέρω πώς». Το είπα τόσο δυνατά, που μου φάνηκε ότι όλο μου το είναι, όλη μου η δύναμις, συγκεντρώθηκε σ’ αυτή τη λέξη: «ΘΕΛΩ»….
Αυτό το «ΘΕΛΩ» είναι μια μικρή λέξη, με πολύ όμως μεγάλη σημασία… Το πώς θα το πούμε έχει αξία, χλιαρά; ζεστά; ή καυτά; Πρέπει ν’ ακουμπήσουμε ολόκληρη την θέλησή μας στα χέρια του Παντοδύναμου Θεού, και τότε Εκείνος θα ενεργήσει σαν Θεός, κατά τον πλέον τέλειον τρόπο, και θα χαρίσει την ειρήνη Του μέσα μας… Αυτό, το κατάλαβα πολύ αργότερα….
Όταν επέστρεψα από την Αμερική, με εισήγαγαν εις το Ίδρυμα Αποκαταστάσεως Αναπήρων των Αθηνών -στο ΚΑΠΑΨ- στο Παλιό Ψυχικό.
Εν τω μεταξύ, με βασάνιζε η σκέψη «πώς θα βρω το Θεό;». Είχα πλέον αρχίσει να πιστεύω ότι αυτό το «ΘΕΛΩ», που είπα στο Θεό, θα φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα και θα συναντήσω το Θεό. Και πράγματι. Είδα ότι ο Κύριος, γι’ αυτήν την απάντηση, έκαμε πολλά βήματα προς εμένα τον αμαρτωλό και ανάξιο.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες, από τότε που είχα έλθει από την Αμερική, όταν κάποιο πρωινό, στις 30 Μαΐου 1961, έκανε την εμφάνισή του στο Ίδρυμα ένας λευκογένειος Γέροντας, ο αγγελιοφόρος του Θεού, και τον ακούω να ερωτά:
-«Ποιος, παιδιά μου, ήλθε αυτήν την εποχή από το Εξωτερικό;».
Όταν του έδειξαν το κρεββάτι μου, με πλησιάζει και μ’ ερωτάει:
«Έχεις, παιδί μου, έλθει από το Εξωτερικό;».
-«Μάλιστα, Παππούλη μου»,
του απαντώ.
Εκείνος μου δίνει το χέρι του. «αλλά, τα χέρια μου, του λέω, είναι παράλυτα, δεν μπορώ να τα σηκώσω».
«Και τα πόδια σου; μ’ ερωτά».
«Και τα πόδια μου επίσης, του λέγω».
-«Δοξασμένο το όνομα του Θεού, λέγει».
Εγώ τον κύτταζα περίεργα.
Άρχισε τότε να μ’ ερωτά, πώς κτύπησα, από πού κατάγομαι και άλλα.
Νομίζοντας ότι με ρωτάει από περιέργεια, κι’ επειδή ήθελα να σταματήση αυτό το ερωτηματολόγιο, του λέγω:
«Παππούλη, ποιον ζητάτε; πέστε μου για να σας εξυπηρετήσω».
«Δεν ζητώ άλλον, παιδί μου, για σένα ήλθα…».
Για μένα;
«Ναι, για σένα ήλθα να σου πω δυο λέξεις, και θα φύγω…».
«Μα παππούλη, του λέγω, αφού ήλθες για μένα, κάθησε στην καρέκλα και ότι θέλεις πες μου».
Πράγματι εκάθησε και μου είπε: «Παιδί μου, να είσαι ευτυχής που βρίσκεσαι σ’ αυτήν την θέση…».
Τον κύτταξα μ’ έκπληξη και του απαντώ: «Πώς να είμαι ευτυχής, εφ’ όσον είμαι παράλυτος;…».
-«Ναι, παιδί μου, αλλά τώρα είσαι κοντά στο Θεό. Είχες απομακρυνθή, αλλ’ Εκείνος σε αγαπάει, και πρόσεξε μη γογγύσης ποτέ εναντίον του, γιατί δεν γνωρίζεις τί σου επιφυλάσσει ως το τέλος της ζωής σου. Πάντοτε να έχεις την ελπίδα σου προς Αυτόν…».
«Παπαδίστικες κουβέντες για παρηγοριά, είπα μέσα μου». και όμως, ήσαν λόγια προφητικά, που επαλήθευσαν έπειτα από μια δεκαετία…
Όταν σηκώθηκε να φύγει, τον ερωτώ: «Μα παππούλη, δεν θα μου πης ποιος είσαι;».
-«Ναι, απαντά. λέγομαι Φιλόθεος Ζερβάκος και είμαι Ηγούμενος της Μονής Λογγοβάρδας της Πάρου»
-«Και ποιος σε έστειλε σε μένα;», ερωτώ.
Χαμογέλασε με ταπεινό ύφος, και με χαμόγελο μου λέει: «Οτιδήποτε χρειασθείς, παιδί μου, γράψε μου, και εγώ θα σε βοηθήσω». Μ’ εσταύρωσε, μ’ εχαιρέτησε, και εγύρισε να φύγη….
Μια τελευταία ερώτηση, παππούλη, του φωνάζω: «Είναι δύσκολο να πλησίαση κανείς το Θεό;».
-«Α, παιδί μου, όσο δύσκολο φαίνεται, τόσο εύκολο είναι. Αρκεί να το θέλεις, να το πιστεύεις και να προσεύχεσαι γι’ αυτό. Η εξομολόγηση και η Θεία Κοινωνία είναι το πρώτο σκαλοπάτι. Είναι δύσκολα αυτά παιδί μου;».
«Αν είναι μόν’ αυτά, είναι πολύ εύκολα, του απαντώ». Τον ευχαρίστησα, και έφυγε….
Μετά από λίγους μήνες και την ειλικρινή εξομολόγησή μου παρεκάλεσα τον πατέρα Φιλόθεο να πάμε μαζί στον Άγιο ΝΕΚΤΑΡΙΟ να συμπροσευχηθούμε, ενισχύοντάς με στην δοκιμασία μου. Εδέχθει ευχαρίστως. Επήγαμε στην Αίγινα, και αφού ανεβήκαμε στον Ναό του Αγίου, έγινε Παράκλησις, την οποία παρακολούθησα με βαθειά κατάνυξη και συγκίνηση. Ενόμισα ότι βρίσκομαι στον ουρανό και ότι ο Θεός με πλησιάζει, και αυτό μ’ έκανε να αισθάνομαι ένα ξαλάφρωμα, σαν κάτι να έφυγε, που μέχρι τώρα βάραινε την ψυχή μου.
Όταν τελείωσε η Παράκλησις και εβγήκα από τον Ναό, με πλησιάζει μια κυρία και μ’ ερωτά: «Ποιος ήταν ο άλλος ιερεύς μέσα στο ιερό πού έκαναν την Παράκληση;».
-«Ποιος άλλος, ο π. Φιλόθεος ήταν, της απαντώ».
-«Όχι για τον π. Φιλόθεο, για τον άλλον ιερέα σας ερωτώ, μου ξαναλέει». Κι επειδή εγώ είχα δει μόνον τον π. Φιλόθεο και εκείνη επέμενε ότι είχε λάβει μέρος στην Παράκληση και άλλος ιερεύς, ερωτήσαμε τον π. Φιλόθεο, εάν πράγματι υπήρχε και άλλος ιερεύς. Και εκείνος αποτεινόμενος στην εν λόγω κυρία, την ερωτά:
«Τον είδες;».
«Μάλιστα, τον είδα πάτερ μου».
-«Τί έκανε;».
-«Ευλογούσε, απαντά εκείνη».
-«Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν παιδί μου».
Ακούοντας αυτά με έκπληξη, ερωτώ και εγώ με την σειρά μου τον π. Φιλόθεο: «Σεις τον είδατε, πάτερ;».
-«Ασφαλώς και τον είδα, μου απαντά…, και μου μίλησε για σένα».
Νέα αναστάτωσις μέσα μου, νέος συγκλονισμός… Την ψυχή μου γέμισε μια ιδιαίτερη αγαλλίαση, μια μυστική χαρά, που δεν μπορούσα να εξηγήσω….
Όταν επέστρεψα στο Ίδρυμα, η αναπηρία μου δεν με απασχολούσε πλέον, και να το θαύμα… Ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές ζητάει την αποκατάσταση της σωματικής του υγείας, ενώ ο Θεός, ως Παντογνώστης, δίδει την σωτηρία της ψυχής, η οποία είναι απείρως πολυτιμωτέρα από την υγεία του σώματος. Για να φθάσωμεν στην αποκατάσταση της σωματικής υγείας πρέπει να γίνει πρώτα το θαύμα έσωθεν. Δηλαδή πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από τον παλαιόν άνθρωπον και να ενδυθούμε τον νέον….
Από την ημέρα εκείνη αισθανόμουνα ότι είμαι ακριβώς σαν τους άλλους, τους σωματικώς υγιείς. Ένοιωθα ότι μέσα μου είχα μια μεγάλη δύναμη. Αλλ’ όταν επέστρεψα στο Ίδρυμα και είδα πάλιν τους αναπήρους απηλπισμένους και γεμάτους από αίσθημα εγκαταλείψεως να σέρνουν την δυστυχία τους ο ένας πλάι στον άλλον, μ’ εκυρίευσε μια αφάνταστη λύπη… Πόσο θάθελα, αυτή την συγκίνηση και το ξαλάφρωμα που ένοιωσα εγώ εκεί στην Αίγινα, στον Ναό του Αγίου Νεκταρίου, να εδοκίμαζαν όλοι αυτοί οι πονεμένοι συνάνθρωποί μου….
Εν τω μεταξύ, οι επισκέψεις μου στον Άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα ήσαν συχναί, πότε μαζί με τον π. Φιλόθεο, πότε με τους συγγενείς μου. Ήταν πλέον μια ζωτική ανάγκη να επισκέπτομαι, για να προσευχηθώ στον Άγιο. Κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, του ζητούσα να μεσιτεύσει στον Κύριο να μου δώση όχι την πλήρη υγεία μου, αλλά μόνο το ένα μου χέρι, για να μπορώ να διώχνω τις μύγες και τα κουνούπια από το μέτωπό μου, που τόσο μ’ εβασάνιζαν και υπέφερα. Και όταν επέστρεφα στο Ίδρυμα, αισθανόμουν πολύ δυναμωμένος ψυχικά….
Αλλ’ ενώ η ψυχική μου υγεία επήγαινε ολονέν και καλλίτερα, η σωματική μου όλο και χειροτέρευε. Το 1969 έπαθα θρομβοφλεβίτιδα. Έκαμα και μια μικρή εγχείριση στην πτέρνα του δεξιού ποδιού (τενοντοτομή) και βρισκόμουνα για μερικό καιρό στο γύψο. Και ήλθε τότε ένα τηλεφώνημα από τον Γέροντα Φιλόθεο, ο οποίος μ’ ερωτούσε αν ήθελα να πάμε στην Αίγινα να προσευχηθούμε μαζί στον Άγιο. Μολονότι βρισκόμουνα σ’ αυτήν την κατάσταση, δεν εδίστασα να πάω μαζί του να προσευχηθώ. Η πίστις μου στην δύναμη της προσευχής είχε πλέον εδραιωθεί μέσα μου, και τίποτε δεν με εμπόδιζε να εκμεταλλεύωμαι κάθε ευκαιρία.
Επήγαμε μαζί με τον Γέροντα, τον μοναχό Λεόντιο, την μητέρα μου, τον αδελφό μου και τους δύο στρατιώτες βοηθούς μου. Ήτο η εορτή των Αγίων Πατέρων. Ο π. Φιλόθεος τιμά και ευλαβείται ιδιαιτέρως τους Αγ. Πατέρες. Αφού ελειτούργησεν ο ίδιος και εκοινωνήσαμεν όλοι, μου ήλθε μια δυνατή επιθυμία να προσκυνήσω τα Λείψανα του Αγίου, και παρεκάλεσα τον Γέροντα να ζητήσει από την Ηγουμένη να ακουμπήσουν τα άγια Λείψανα επάνω στα παράλυτα πόδια μου. Και τούτο, διότι ουδέποτε κατώρθωσα να προσκυνήσω τα Λείψανα του Αγίου, λόγω της μεγάλης σπαστικότητος του σώματός μου (ακαμψίας)….
Μ’ εβοήθησαν τα παιδιά και ακούμπησα τα χέρια μου επάνω. Συγκλονίστηκα. Έτρεμα ολόκληρος. Αισθάνθηκα ότι αγκάλιαζα ολόκληρον τον Άγιο και όχι την λειψανοθήκη… Και έξαφνα, βγήκαν από μέσα μου αυθόρμητα αυτά τα λόγια:
«Άγιε, δεν ήλθα να σου ζητήσω τίποτε σήμερα, αλλά ήλθα να προσφέρω τον εαυτόν μου ολόκληρο στον Χριστό. Εσύ γνωρίζεις τί πρέπει να μου δώσεις… Αν δεν πρέπει να μου δώσεις τίποτε, αξίωσέ με να γίνω ένας στρατιώτης του Χριστού μας, ώστε να γίνωμαι αιτία να δοξάζεται το Όνομά Του σε όποια θέση και αν ευρίσκωμαι, ορθός ή παράλυτος…, και δείξε μου, Άγιε, ότι ακούς την προσευχή μου, για να ενισχύωμαι στην δοκιμασία μου αυτή». Αυτή ήταν όλη μου η προσευχή.
Έφυγα ευχαριστημένος, και πολύ ήρεμος. Απέραντη ειρήνη είχε γεμίσει την ψυχή μου. Ήμουν βέβαιος πλέον ότι το θαύμα θα έλθει, μπορώ να πω ότι το περίμενα. Περίμενα σε κάθε στιγμή ένα χέρι αόρατο να με σηκώσει… Και έπειτ’ από δέκα μέρες, από το τελευταίο εκείνο προσκύνημα στην Αίγινα, ετοιμάσθηκα, όπως κάθε πρωί, να κάμω τις συνηθισμένες μου ασκήσεις. Ξαφνικά αισθάνθηκα ότι κάτι λύθηκε μέσα μου. Σαν να ήμουνα δεμένος και ελύθηκα, και όχι μονάχα αυτό, αλλά αισθάνθηκα την ανάγκη να σηκωθώ μόνος μου… Φωνάζω τότε τα παιδιά, τον νοσοκόμο Δημ. Σχορτσανίτη και τον οδηγό Ιωάννη Χατζάκη και τους λέγω:
«Παιδιά, βοηθήστε με, θα προσπαθήσω να σηκωθώ μόνος μου, χωρίς μηχανήματα». (Μου έβαζαν κάθε πρωί ειδικά ορθοπεδικά μηχανήματα για να στερεώνονται τα πόδια). «Μα θα πέσεις», μου λένε τα παιδιά. «Όχι, τους απαντώ, θα σηκωθώ μόνος μου, μόνο θέλω να με βοηθήσετε λίγο». Διστάζουν, αλλ’ επειδή βλέπουν ότι επιμένω, με σηκώνουν… Και ω, του θαύματος! βλέπω ότι στέκομαι ορθός, και τα γόνατά μου δεν λυγίζουν, όπως άλλοτε… Θέλω έπειτα ν’ ανοίξω τα πόδια μου για να περπατήσω, αλλά πιστέψτε με, είχα ξεχάσει πως βηματίζει ο άνθρωπος. Τους ζητώ να μου δείξουν τί να κάμω για να περπατήσω. Με κυττάζουν με έκπληξη, και μου λένε να σηκώσω το ένα πόδι προς τα εμπρός και έπειτα το άλλο… Προσπαθώ, και βλέπω ότι πάμε καλά….
Με κανένα τρόπο δεν μπορώ να σας μεταφέρω στην ψυχολογική θέση μου της στιγμής εκείνης, και να σας μεταδώσω την αγωνία μου ή να εξηγήσω τον πόθο και την δύναμη που μ’ έσπρωχναν να κινήσω τα πόδια μου στα πρώτα βήματα, χωρίς να φοβάμαι μην πέσω και τσακιστώ. Ή και την χαρά μου ποιος μπορεί να περιγράψη, όταν είδα ότι εστάθηκα και έκανα και βήματα χωρίς βοηθό!! Αυτό, σας αφήνω να το φαντασθήτε μόνοι σας…
Η πρώτη μου σκέψις ήταν να αφιερώσω τα πρώτα μου βήματα μέσα στο Εκκλησάκι του Ιδρύματος, εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης, προς Τον πολυεύσπλαγχνο Κύριό μας. Δεν είχα τίποτε άλλο να του προσφέρω….
Εν συνεχεία εκάλεσα τους ιατρούς του Ιδρύματος Δημ. Μουρούλην, Ιωάν. Κωνσταντάκην, τις αδελφές Νοσοκόμες και τους φυσιοθεραπευτάς Χρήστον Χριστόπουλον, Δημήτρ. Τσίγγανον, Γεώργ. Αναγνωστάκην, Παναγ. Μπακούρον, τις δ/δες Χρυσ. Μιχαλεάκου, Πολυτ. Πατέλη, Mαρ. Τσάκωνα κ.ά. και τους έθεσα το ερώτημα: «Πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να περπατήσω κάποια μέρα; Γνωρίζω ότι έχω πλήρη παράλυση, ατροφία και εκφυλισμό των μυών και ορθοκυστικές διαταραχές. Και κατόπιν όλων αυτών, θα ήθελα να μου πείτε, εάν θα μπορέσω κάποτε να σηκωθώ».
Λαμβάνει τον λόγον ο ιατρός κ. Μουρούλης, ορθοπεδικός, και μου λέει: «Εμείς γνωρίζουμε πώς είσαι ανάπηρος σωματικώς και όχι διανοητικώς, γιατί λοιπόν, αφού γνωρίζεις την κατάστασή σου, μας ερωτάς; Όχι κ. Καλκανδή, δεν θα μπόρεσεις».
Ερωτώ τους άλλους:
«Σεις κ. Κωνσταντάκη;».
-«Δυστυχώς, όχι».
Σεις κύριοι Φυσιοθεραπευταί, κυρίες και κύριοι; Απήντησαν όλοι αρνητικά.
«Όμως εγώ, κύριοι, σας λέγω ειλικρινά ότι μπορώ να σηκωθώ, να σταθώ ορθός και να περπατήσω».
Με ερωτούν:
«Πού στηρίζεσαι και τα λες όλ’ αυτά;».
-«Στον Θεό και μόνο», τους απαντώ. «Στηρίζομαι στην αγάπη του Θεού».
«Θα σηκωθείς τώρα;», με ξαναρωτούν.
«Για σας θα σηκωθώ αύριο. Επιθυμώ να αφιερώσω τα πρώτα μου βήματα στο Θεό».
Μ’ αυτά τα λόγια, τους άφησα και έφυγα. Είπα στα παιδιά να μην πουν τίποτε σε κανένα.
Το απόγευμα καλέσαμε τους ασθενείς στον Ναό, για να δουν το θαύμα, και εκεί τους ανήγγειλα ότι ήλθε η ώρα να περπατήσω, και ότι πρέπει να έχουν θερμή πίστη και απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, και κάποια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα έλθη και η δική τους σειρά, διότι ο Θεός δεν είναι άνθρωπος να κάνει διακρίσεις. Εγώ, δεν είμαι καλλίτερος από σας, τους είπα εν συνεχεία, αλλά αι βουλαί του Θεού είναι ανεξερεύνητοι….
Εν τω μεταξύ καταφθάνει και ο π. Θησεύς ο εφημέριος του Ιδρύματος και μας ερωτά:
«Τί συμβαίνει παιδιά, τί περιμένετε;».
«Πάτερ, του λέγω, ήλθε η ώρα να περπατήσω».
-«Δόξα τω Θεώ, λέγει εκείνος, είναι η παραμονή της εορτής των Αγίων Αναργύρων».
«Τόσο το καλλίτερο» του απαντώ. Μου δίδει και ασπάζομαι την εικόνα των Αγίων Αναργύρων…
Με πιάνουν τα παιδιά από τους βραχίονας, σηκώνομαι, και αρχίζω να περπατώ σταθερά μέσα στο Εκκλησάκι, ψάλλοντας με δάκρυα στα μάτια. «Τις ΘΕΟΣ Μέγας, ως ο Θεός ημών…!».
Τί στιγμή ήταν αυτή!!! Όλοι οι ανάπηροι άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν δυνατά: «Και εμείς, Θεέ μου, θέλουμε έτσι να περπατήσουμε, βοήθησέ μας». Ήταν κάτι το ασύλληπτο, που δεν είναι δυνατόν να περιγραφή… Με πολύ μεγάλη ψυχική δύναμη όλοι μαζί, κλαίγοντας, εκάναμε παράκληση και εδοξολογήσαμε τον Κύριο του ουρανού και της γης. Όπως καταλαβαίνετε, όσοι με είδαν κατόπιν, έμειναν άφωνοι!!!
Και τώρα όλοι όσοι έχοντας παραμερίσει την Θεία Παντοδυναμία και στηρίζονται μόνο στις επιστημονικές τους γνώσεις με βλέπουν να περπατώ, να κινώ τα χέρια μου, να οδηγώ αυτοκίνητο, να κάνω κωπηλασία, όλοι αυτοί μένουν άφωνοι και σηκώνουν τους ώμους….
-«Μεγάλη η Δόξα Σου, Κύριε, που μας στέλνεις τον πόνο και την δοκιμασία για να μας παιδαγωγήσουν… Τί μεγάλη ευεργεσία μου προσέφερε ο πόνος όλα αυτά τα χρόνια που τον είχα συντροφιά!! Εάν δεν είχα αυτόν τον πόνο, δεν θα είχα στραφή προς τον Θεό. Ο παλαιός άνθρωπος είχε πλημμυρίσει την ψυχή μου, όλο μου το είναι. Αλλ’ ο Πανάγαθος Κύριος με την άπειρη αγάπη Του, έστειλε την μεγάλη αυτή δοκιμασία, που με ωδήγησε να βρω την σωστή πορεία της ζωής, την οποία είχα ολότελα χάσει. Να το μεγάλο νόημα του πόνου…!
Ευτυχισμένοι είναι όσοι το νοιώσουν έγκαιρα και βρουν το ΦΩΣ, που είναι ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Ο Χριστός μας βρίσκεται πάντοτε κοντά μας, πλάι μας, έτοιμος να μας βοηθήσει, αρκεί να τον καλέσουμε….
Μόνον ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου, η αλήθεια και η Ζωή. Ο Κύριος μας προειδοποιεί: “Εν τω κόσμω θλίψιν έξεται, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον”».
Η κάθε είδους θλίψις, η ασθένεια, η φτώχεια, η εγκατάλειψις κ.λπ. μαλακώνουν την καρδιά, ωθούν σε προσευχή, οδηγούν σε μετάνοια και εξομολόγηση, καλλιεργούν την υπομονή και την αγάπη, προάγουν τον άνθρωπο ηθικά και πνευματικά, οδηγώντας τον εις σωτηρίαν.
“Η θαυματουργική θεραπεία
του τετραπληγικού Σταύρου Καλκανδή
ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης
και ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»