Κάποτε ένας πλούσιος γαιοκτήμονας φιλοξένησε στο αρχοντικό του έναν ασκητή.
Σε μια κίνηση εντυπωσιασμού είπε κάποια στιγμή στον ασκητή:
– Έλα μαζί μου να σου δείξω κάτι και τον ανέβασε στην ταράτσα του διώροφου αρχοντικού του. Τα βλέπεις όλα αυτά γέροντα, του λέει. Μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου είναι όλα δικά μου! Όλη αυτή η απέραντη έκταση στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, τα σπαρμένα χωράφια, οι αμπελώνες, τα υποστατικά, οι ελαιώνες, τα κοπάδια, οι κήποι, μου ανήκουν όλα…
Ο γέροντας χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του και κοιτώντας ψηλά του είπε:
– Προς τα πάνω, προς τον ουρανό, έχεις τίποτε;
Όχι, απάντησε εκείνος αμήχανα.
– Μέχρι εκεί που δεν φτάνει το μάτι σου, είναι όλα δικά μου! Μου τα χάρισε ο Κύριος όταν του έδωσα ότι είχα και δεν είχα. Κι όχι μόνο σε μένα αλλά και σε όλους όσους αγάπησαν την παρουσία του. «Οὐ μόνον δὲ ἐμοὶ ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Β’ Τιμ. 4, 8).
Φρόντισε κι εσύ, για να μην χάσεις όλα αυτά που με κόπο μάζεψες, να τα μεταφέρεις από την φθορά και αβεβαιότητα της γης, στην αφθαρσία και αιωνιότητα του Ουρανού!