Ήταν καιρός που ένιωθα να βαραίνει στους ώμους μου ο ίδιος χρόνος… Σα να μην περνούσε.
Σα να τον είχα κουράσει και να με είχε κουράσει. Μήνες γεμάτοι ένταση κι ευθύνες. Μήνες που έψαχνα την ίδια μου τη ζωή στα σκοτάδια μιας δράσης που με ήθελε στρατιώτη υπακοής στην πρώτη γραμμή.
Κι ήρθε μια μέρα σαν από άλλον χρόνο θαρρώ. Μέρα που με προκαλούσε από καιρό να την ακολουθήσω.
Τα πάντα επάνω μου πονούσαν κι ήθελα να ξεκουραστώ. Η ιδέα να πάω στον Άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα, έμοιαζε με κάλεσμα που έριχνε τον σπόρο του στην καρδιά και στη διαίσθηση συνάμα. Κάπου εκεί, μία πρόταση «πρόκληση» ήρθε με σκοπό να με αποπροσανατολίσει… προφανώς. Δελεαστική η Μύκονος μες στο Σεπτέμβρη, μα μήπως εγώ κινούσα τα νήματα την ώρα που χάρηκα τάχα; Μία παγωμένη χαρά, τι θα μου προσέφερε; Και κατά πόσο μπορούσε να αναμετρηθεί με το ιερό προμήνυμα της διαίσθησης που με τραβούσε «αλλού»;
Πήγαινα άλλοτε συχνά στο μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Τι να σας πω… Είναι κάποια πράγματα που δεν λέγονται για να προφυλάξεις την αξία τους από τα αφτιά που θα αμφιβάλλουν και τον εαυτό σου τον ίδιο…
Συμβαίνει όμως κάποτε,
Τα ίδια τα γεγονότα να προκαλούν την κοινοποίηση ή τη δημοσιότητα, άσχετα αν η ανθρώπινη περιέργεια και αμφιβολία δεν είναι ικανή να αγγίξει την όλη ουσία και σημασία τους σε βάθος.
Θεωρώ πως η ανθρώπινη γνώση, στο υλικό της πεδίο, δεν είναι ικανή να καταλάβει και στη συνέχεια να αντιμετωπίσει αυτό που κατάλαβε, εάν δεν είναι «ανοιχτή» στο να θέλει να το κάνει. Θέμα λοιπόν που ακροβατεί τόσο στον λόγο όσο και στη σκέψη.
Όσο για την πίστη στο Θεό, δε γνωρίζω με ποιον «τρόπο» αποτελεί ύψιστη υπέρβαση και απόδειξη της πνευματικής ύπαρξης, άρα και της πνευματικής δύναμης, γνωρίζω όμως ότι είναι ο δρόμος της Πνευματικής Πύλης. Και άλλοτε πάλι, η απιστία κι η αμφιβολία σε ένα πολύ σημαντικό γεγονός, κάνει το γεγονός μη εξηγήσιμο για τον άνθρωπο, κι επίσης αποτελεί κίνητρο υπέρβασης, αρνητικής όμως αυτή τη φορά.
2 Σεπτεμβρίου 2015 στην Αίγινα: Αντί να βρεθώ στη… Μύκονο, βρέθηκα ξαφνικά την επομένη μέρα της πρότασης και ινκόγκνιτο, στο μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα. Ξεκίνησα πρωί δίχως καμία προετοιμασία. Μήτε ήξερα πως ξημερώνοντας θα πάω στην Αίγινα. Δεν το είχα αποφασίσει ακόμη. Κι ενώ δεν κοίταξα καν τα δρομολόγια των πλοίων, φτάνοντας Πειραιά άρχισα να τρέχω.
Σα να ήθελα να προλάβω το καράβι. Και ξάφνου, καθώς έτρεχα λαχανιασμένη να βρω την πύλη από την οποία θα έπαιρνα το καράβι, ακούω μία φωνή… «Για Αίγινα, ελάτε, φεύγουμε». Γύρισα το κεφάλι να δω. Ο άνθρωπος αυτός με κοιτούσε. Σαν αστραπή ανέβηκα στο καράβι κι ο νους μου ήταν στο κενό. Δεν ήθελα να σκέφτομαι τίποτα. Όλη η διαδρομή με σταματημένο νου…
Κι όταν έφτασα και φάνηκε το ευλογημένο νησί, πάλι έτρεχα να προλάβω ένα λεωφορείο που δεν ήξερα πότε φεύγει, και πάλι λίγο πριν κλείσει η πόρτα, μια δεύτερη αστραπή στα πόδια μου έγινε «φτερά» και βρέθηκα αμέσως στη θέση μου.
«Το μοναστήρι! Ωραίο, μεγαλόπρεπο, ταπεινό…» σκέφτηκα. Όλα αυτά μαζί. Ένας πολύ δύσκολος συνδυασμός. Συνδυασμό που τον κάνουν οι άνθρωποι. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, με ένα βλέμμα μόνο. Άρχισα όμως μέσα μου να γκρινιάζω και να παραπονιέμαι γιατί είχε πολύ κόσμο! «Εδώ ήρθα να ηρεμήσω. Σε λίγο τελειώνω το βιβλίο το «Εαυτέ μου μη με εμποδίζεις να ζω».
Πρέπει να πάρω δυνάμεις. Πως θα ηρεμήσω με όλη αυτή τη φασαρία; Τόσος κόσμος; Κι ο ένας πάνω στον άλλο τρέχουν, περπατάνε γρήγορα, μιλάνε, αγωνιούν, άλλη γελάνε, άλλοι συζητάνε άσχετα…» Κι αμέσως νέες σκέψεις αναιρούσαν τις πρώτες… «Μα όλοι εδώ είναι ευλογημένοι, αγιάζονται. Μακάρι να ήταν πάντα έτσι… Καθένας ήρθε εδώ για κάτι, όπως κι εγώ…»
Και ρώτησα «γιατί τόσος κόσμος;»
«Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Νεκταρίου» μου απάντησαν.
«Πολύ άγνοια μέσα στη γήινη γνώση μου…» σκέφτηκα. Αλήθεια, το’ χα ξεχάσει. Και μου το θύμισε ίσως ο Θεός κατ’ αυτόν τον τρόπο; Δεν θα αναπτύξω εδώ το οδοιπορικό της γήινης «οπτικής» για κάποια θαυμαστά γεγονότα που αποκαλούμε «συμπτώσεις», γιατί είναι μεγάλο το θέμα. Ωστόσο, το Σμαράγδι για αυτόν τον λόγο έγινε.
Εάν διαβάσετε το πρώτο μέρος της Δημιουργικής Σταδιοδρομίας στην κατηγορία «Το Σμαράγδι», αναφέρομαι στην αιτία που με ώθησε να φτιάξω αυτή την ιστοσελίδα.
Στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας: 8μμ… μετά τον εσπερινό. Η ολονύχτια ξεκίνησε.
Εδώ βρίσκεται η λάρνακα με τον άγιο λείψανο του δεξιού χεριού του Αγίου Νεκταρίου. Έβλεπα όμως επί ώρα κάποιοι να φωτογραφίζουν και ρώτησα γιατί.
«Σαν τέτοια μέρα ανοίγει η λάρνακα – μου είπαν – και στη γιορτή του επίσης. Κάποτε ο Άγιος άνοιξε τα μάτια του, κι όλα αυτά τα χρόνια πάντα κάτι κάνει τέτοια ημέρα».
«Φωτογραφίζουν λοιπόν για να δουν τα μάτια του Αγίου ανοιχτά; Μα πως γίνεται αυτό; Ας μη σκέφτομαι» είπα μέσα μου. «Με ενοχλεί να βλέπω κόσμο να φωτογραφίζει μέσα σε έναν Ιερό Ναό, πόσο μάλιστα έναν Άγιο». Όμως δεν το απέφυγα. Μισή ώρα μετά, πλησίασα κι εγώ, στάθηκα πάνω από τη λάρνακα και τράβηξα τέσσερις φωτογραφίες.
«Τι βγήκε, τι βγήκε με ρωτούσαν. Άνοιξε τα μάτια του;»
«Όχι» απάντησα. «Να, δείτε».
Και στις τέσσερις φωτογραφίες ο Άγιος είχε τα μάτια του κλειστά.
Για να μη ξαναμπώ στον πειρασμό, έκλεισα το τηλέφωνο, για να το φορτίσω σε μία πρίζα που ήταν δίπλα μου. Έτσι θα μπορούσα να αφοσιωθώ στην ολονύχτια. 20 λεπτά όμως κράτησε η χάρη της σιωπής μου.
Μετά τα 20 λεπτά άνοιξα το τηλέφωνο: Ήθελα να σβήσω τις φωτογραφίες που τράβηξα και να κρατήσω μόνο τη μία. Στις τέσσερις δηλαδή φωτογραφίες, θα κρατούσα μόνο τη μία, έτσι, για ευλογία…
Αυτό μου ήρθε ξαφνικά να κάνω. Είμαι λίγο ιδιόρρυθμη μερικές φορές. Μα ως εισηγήτρια και σύμβουλος Δημιουργικής Σταδιοδρομίας, δεν θα μπορούσα να «σταθώ» εάν πρώτη δεν έμπαινα στα βαθιά νερά του ποταμού της ζωής για να κολυμπήσω. Άθελα μου ή μη, έγινε, και συνεχίζει…
Και είδα την πρώτη φωτογραφία του Αγίου με τα μάτια κλειστά όπως την είχα ξαναδεί.
Και είδα τη δεύτερη φωτογραφία του Αγίου με τα μάτια κλειστά όπως την είχα ξαναδεί. Και είδα μετά και την τρίτη φωτογραφία του Αγίου, κι αντίς να είναι τα μάτια του κλειστά όπως τα είχα ξαναδεί, ήτανε τώρα ορθάνοιχτα.