Άγιος Παΐσιος: «Μα τι να κάνω, Θεέ μου, γι’ αυτόν που αγαπώ;»Μία χρονιά, πήγαμε στο Άγιον Όρος τις ημέρες των Θεοφανείων και επισκεφθήκαμε τον άγιο Παΐσιο. Ήταν πολύ όμορφα. Το βράδυ φιλοξενηθήκαμε στη Μονή Ιβήρων. Ήμασταν μια παρέα, εγώ, ένας φίλος μου στρατιώτης κι ένας Γερμανός. Μιλούσαμε στα αγγλικά και μας έλεγε «γιατί είναι έτσι οι Εκκλησίες και γιατί οι παπάδες σας κοιτάνε προς τον Θεό και δεν κοιτάνε τον ναό», κάτι τέτοια τρελά, ξέρετε αυτά τα προτεστάντικα, και τα κουβεντιάζαμε.
Τότε μας πλησιάζει ένας νέος. Φορούσε κοντομάνικο μέσα στο καταχείμωνο. Είχε ένα παντελονάκι τζιν απλό, παπουτσάκια τελευταίας μάρκας. Το κοντομάνικο αυτό ήταν αυτά τα Lacoste της εποχής εκείνης, κάτι ακριβό. Ήταν ευειδής πολύ, είχε ένα μουσάκι, πολύ καλός! Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος, έτσι όπως είμαστε οι τρεις μας, ερχόταν κοντά μας και προσπαθούσε να ακούσει τι λέγαμε, επειδή τα λέγαμε στα αγγλικά. Εμείς, λοιπόν, μόλις τον είδαμε, ανοίξαμε λίγο τον κύκλο μας και λέμε «ελάτε κι εσείς, κύριε». Αυτή η πρόσκληση γέννησε όλη αυτή την ιστορία που θα σας διηγηθώ.
Το παλικάρι αυτό δεν ήξερε τι ήταν το Άγιον Όρος. Ήξερε ότι στο Άγιον Όρος υπάρχουν πατέρες άγιοι, είναι ένας γερο-Παΐσιος, και ότι στο Άγιον Όρος πηγαίνεις για να προσευχηθείς για αυτά τα οποία θέλεις. Έτσι και ήρθε, λοιπόν. Δεν ήξερε ότι στο Άγιον Όρος έχει περπάτημα κι αυτός φόραγε σκαρπίνια. Δεν ήξερε ότι στο Άγιον Όρος κάνει κρύο κι αυτός είχε πάρει μόνο ένα ελαφρό αντιανεμικό. Είχε τα τσιγαράκια του μαζί και μιαν ωραία πίπα. Είχε λεφτά μπόλικα, αλλά, άμα εκεί δεν υπάρχουν πράγματα να αγοράσεις, τι να τα κάνεις τα λεφτά; Είχε έρθει, λοιπόν, και του είπανε «να πας στην Ιβήρων». Τον φορτώσανε στο αυτοκίνητο και βγήκε στην Ιβήρων.
Δεν ήξερε τίποτα. Είχε έρθει ολομόναχος για να προσευχηθεί. Το βράδυ του λέω, πού σε βάλανε να κοιμηθείς; Τον είχανε βάλει να κοιμηθεί σ’ ένα μεγάλο ξενώνα με άλλους ανθρώπους. Του λέω, σκελέα ζεστή έχεις; Μου λέει, δεν έχω. Του λέω, θα σου δώσουμε, γιατί πού να κοιμηθεί ο άνθρωπος; Δεν είχε φέρει τίποτα. Εγώ ήμουν παχουλός, αλλά ο άλλος ο φίλος μου ήταν αδυνατούλης. Αυτός ήταν ψηλούλης, βέβαια, αλλά τι να κάνουμε; Βολεύεσαι και με κοντό παντελονάκι. Τον ντύσαμε, λοιπόν. Του δώσαμε κάλτσες από τις δικές μας και του τις φορέσαμε. Του φορέσαμε μια ωραία φανέλα μάλλινη που είχαμε, για να ζεσταίνεται ο άνθρωπος. Του δώσαμε και ένα από τα ζακετάκια που είχαμε φέρει μαζί και του πήραμε εν γένει όλη την ενδυμασία την κοσμική και τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα.
— Πώς σε λένε, βρε παιδί μου; του λέμε.
— Με λένε Σταμάτιο.
— Σταμάτη, μανάρι μου, δεν είχες ακούσει πως εδώ στο Άγιον Όρος κάνει κρύο και πρέπει να είσαι καλά ντυμένος;
— Δεν ήξερα. Εγώ πήρα το αεροπλάνο, πήρα το ταξί και ήρθα…
Ήταν Ελληνογερμανός. Έλληνας πατέρας και Γερμανίδα μητέρα. Και καταλαβαίνετε, αυτοί εκεί βγαίνουν ψηλοί, ξανθοί. Αρρενωπός, πολύ ωραίος!
Όπως καθόμασταν, λοιπόν, μας λέει:
— Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας, να μου δείξετε λίγο το Άγιον Όρος, γιατί εγώ δεν ξέρω.
— Ναι, βέβαια, θα σε πάρουμε.
— Σας παρακαλώ, θέλω να πάω στον γερό-Παΐσιο.
Φτου, λέω εγώ από μέσα μου! Εγώ πήγα προηγουμένως και έκατσα έξι ώρες. Πάλι θα ξανανεβώ τα γκρεμνά, να πάω στο γερο-Παΐσιο, να χτυπάω τα κουδουνάκια, να βγαίνει έξω, να μου λέει «μα εσύ, χοντρέ, ήρθες προηγουμένως, τι θέλεις πάλι εδώ;» Όχι, εγώ θέλω να πάρω το λεωφορείο, να κατεβώ, να ρίξουμε τον Σταυρό στη θάλασσα, να φύγουμε, να πάμε στις Καρυές, να κατεβούμε στη Δοχειαρίου, θα μας περιμένει ο ηγούμενος της Δοχειαρίου, θα μας βρίζει, αυτός δεν είναι εύκολος άνθρωπος… Πω πω!
Νευρίασα πολύ. Αλλά έχεις υποχρέωση να τα υποστείς όλα αυτά. Στο τέλος, πρέπει να πεις «ναι, θα πάμε». Γιατί είναι ο Χριστός… Και λέω, «αδελφέ μου, θα χαλάσουμε το δίκτυο, θα πάμε».
Άντε, βουρ, ξανά. Εμείς με τις βαλίτσες στην πλάτη, αυτός χωρίς τίποτα. Τα σκαρπίνια τα φορούσε, δεν είχαμε με τι να του τα αλλάξουμε τα σκαρπίνια. Του φτιάξαμε και μια μπαστούνα και άντε να ανεβαίνουμε στα γλιτσερά αυτά τα παγωμένα μονοπάτια. Τώρα ήταν κι ανηφόρα, ενώ την προηγούμενη μέρα κατηφορίζαμε. Ανεβαίνουμε, φτάνουμε στον γερο-Παΐσιο και χτυπάμε το καμπανάκι. Βγαίνει ο γερό-Παΐσιος και λέει: «α! επειδή σήμερα έβρεξε αποβραδίς και μπήκε νερό μες στη στέρνα, ήρθατε να το τραβήξετε το νερό να το βγάλετε έξω! Καλώς τα παλικάρια!». Μας άνοιξε και στρωθήκαμε στη δουλειά να βγάλουμε το νερό από τη στέρνα. Τον Σταμάτη όμως τον πήρε κατ’ ιδίαν και μιλήσανε.
Σώθηκε!
Όση ώρα μιλάγανε, το παιδί αυτό άρχισε να λάμπει. Έφυγε η σκοτεινιά του προσώπου του κι έλαμπε! Και μου λέει ο γερο-Παΐσιος:
— Έλα εδώ, Βαγγελάκο. Άκου προσεκτικά. Αναλαμβάνεις σε όλη σου την ζωή να προσεύχεσαι για έναν νεαρό ονόματι Μιχάλη που αρρώστησε και πέθανε. Και παπάς να γίνεις και ό,τι να γίνεις, θα προσεύχεσαι γι’ αυτόν σ’ όλη σου την ζωή.
Και του λέει του Σταμάτη: «Εσύ δεν έχεις δικαίωμα να ξαναπροσευχηθείς γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Την αναλαμβάνει την υποχρέωση της προσευχής σου ο Ευάγγελος».
Εδώ να σημειώσω πως, όταν ήμασταν ακόμα στην Ιβήρων, τον είχα ρωτήσει τον Σταμάτη:
— Εσύ γιατί ήρθες στο Άγιον Όρος;
— Ένας φίλος μου πέθανε και ήρθα στο Άγιον Όρος, να προσευχηθώ για την ψυχή του.
Εγώ όμως ήμουν γιατρός και ήμουν έξυπνος, δεν ήμουν χαζός. Αν με ρώταγες εμένα, θα έλεγα και από τι πέθανε ο φίλος μου. Αφού δεν είπε λοιπόν αυτός, από AIDS θα πέθανε. Το κατάλαβα αμέσως. Αλλά την εποχή εκείνη το AIDS αμέσως συνδυαζόταν με τη ζωή της ομοφυλοφιλίας. Γι’ αυτό δεν του είπα τίποτα, για να μην τον στεναχωρήσω τον άνθρωπο.
Όπως κάναμε να φύγουμε από την Παναγούδα, ο γερο-Παΐσιος τον είχε αγκαλιά. Κι όπως βγήκαμε στην πόρτα, του δίνει ένα σκαμπιλάκι και του λέει:
«Σταμάτιέ μου, να μην φοβάσαι τίποτα. Αφού κορόιδεψες εμένα και δεν κατάλαβα τίποτα για σένα, φαντάσου πώς θα κοροϊδέψεις τα τελώνια!»
και συμπλήρωσε, «παιδί μου, να μην φοβάσαι για τίποτα, εγώ θα σε μνημονεύω πάντα».
* * *
Ακούστε τώρα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Ο Σταμάτης για μένα είναι ένας άγιος. Τον μνημονεύω ως Σταματίου μοναχού. Γεννήθηκε στη Γερμανία από πατέρα Έλληνα, ο οποίος ήταν λίγο βάναυσος. Η μητέρα του ήταν Γερμανίδα και είχε αυστηρή παιδαγωγική. Το παιδί έγινε πάρα πολύ όμορφο. Το έστειλαν σε ένα γυμναστήριο κι εκεί που γυμναζόταν, το πλησίασε κάποιος και έτσι, άρχισε να διαφαίνεται αυτή η προς το ίδιο φύλο αγάπη και τρυφερότητα. Το παιδί μεγάλωσε και ήρθε στην Αθήνα και ήταν καθηγητής του Ινστιτούτου Γκαίτε των Αθηνών και αμειβόταν πάρα πολύ καλά. Εκεί γνώρισε έναν τραπεζιτικό υπάλληλο με τον οποίο σχετίστηκε. Αυτός ήταν ο περίφημος Μιχάλης, που του είπε ο γέροντας «δεν θα τον ξαναμνημονεύσεις ποτέ, θα τον μνημονεύει ο Ευάγγελος». Αυτός ο καημένος είχε αρρωστήσει από AIDS. Ο Σταμάτης είχε τέτοια τρέλα και έρωτα μ’ αυτό τον άνθρωπο, ώστε του είπε: «θα κολλήσω κι εγώ AIDS, για να είμαστε κι οι δύο άρρωστοι μαζί».
Αυτά, βέβαια, είναι πνευματικές ασθένειες, που τι δείχνουνε; Την ένταση του πάθους, για το οποίο πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί πώς μιλάμε.
Ο Μιχάλης αρρώστησε από λευχαιμία. Τότε δεν υπήρχαν καλά φάρμακα. Τώρα σχεδόν όλοι οι φορείς είναι καλά στην υγεία τους. Τους δίνει κι ένα επίδομα το ελληνικό κράτος 800 ευρώ το μήνα, τους δίνει και τα φάρμακά τους που κάνουν 2.000 ευρώ.
Ο άρρωστος αρρώστησε και τον βάλανε στο νοσοκομείο. Οι γονείς του δεν δεχόντουσαν να μπαίνει ο Σταμάτης μες στο δωμάτιο. Αυτός ξεροστάλιαζε ο μαύρος κάτω από το νοσοκομείο του Αγίου Σάββα και από κει μάθαινε ότι είχε φτάσει 50 κιλά ο άρρωστος. Τότε έκανε δίαιτα κι έφτανε κι αυτός στα 50 κιλά. Του λέγανε, αδυνάτισε ο Μιχάλης και έφτασε στα 46, έκανε κι αυτός δίαιτα και έφτασε στα 46. Του λένε, αδυνάτισε κι έπεσε στα 43, έκανε κι αυτός δίαιτα κι έπεσε στα 43.
Τέλος, του λένε, πέθανε ο άνθρωπος, και λέει: «μα τι να κάνω γι’ αυτόν που αγαπώ, Θεέ μου;». Κάποιοι τότε του είπαν, πήγαινε στο Άγιον Όρος να βάλεις τους πατέρες να προσεύχονται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Τον έφερε το πάθος στο Άγιον Όρος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λέμε τίποτα επικριτικό…
* * *
Κι επειδή ο καημένος δεν ήξερε, νόμιζε ότι το Άγιον Όρος είναι η Πλατεία Κολωνακίου, στην οποία μαζευόντουσαν. Ήρθε λοιπόν στην Ιβήρων, ως «κολωνάκι του Αγίου Ορούς», γιατί η εικόνα εκεί της Παναγίας θεωρείται η πρώτη στο Άγιον Όρος. Εκεί γνωριστήκαμε και μας παρακάλεσε και πήγαμε στο γερο-Παΐσιο. Όσο εμείς δουλεύαμε, ο γερο-Παΐσιος τού είπε:
— Σταματάκη, μπορείς να νηστεύεις Τετάρτη και Παρασκευή;
— Μπορώ.
— Βγάζεις τόσα λεφτά από το γερμανικό κολλέγιο. Θα κρατάς το 1/10 για σένα και τα 9/10 θα τα μοιράζεις στους φτωχούς. Μπορείς;
— Μπορώ.
— Μπορείς να λες τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κάθε μέρα;
— Μπορώ.
— Δε μου λες, Σταματάκη μου; Μπορείς να πηγαίνεις στο νοσοκομείο μία φορά τη βδομάδα και να περιποιείσαι έναν άρρωστο που δεν έχει κανέναν;
— Μπορώ, έλεγε ο Σταμάτης. (Αυτοί είναι οι άγιοι του Θεού).
— Μπορείς να πας να βρεις πνευματικό και να εξομολογηθείς;
— Μπορώ.
— Μπορείς τον κανόνα που θα σου βάλει ο πνευματικός να τον κάνεις;
— Μπορώ.
— Μπορείς να πηγαίνεις κάθε Κυριακή στη Λειτουργία;
— Μπορώ.
— Πήγαινε, λοιπόν, κάνε ό,τι μπορείς και θα κάνει ο Θεός για σένα ό,τι δεν μπορείς.
Δηλαδή, αφού σε σέρνει το πάθος, πήγαινε και κάνε ό,τι μπορείς και άσε τον Θεό να σου παλέψεις το πάθος, να κάνει ο Θεός για σένα αυτό που δεν μπορείς να κάνεις εσύ.
Και τον συμβούλεψε, δεν θα ξαναθυμηθείς ποτέ αυτόν τον άνθρωπο και δεν θα μνημονεύσεις ούτε το όνομά του, ούτε στους πεθαμένους. Αυτό θα το αναλάβει αυτός εκεί. Και, όντως, ο πρώτος που μνημονεύω μετά από τον πνευματικό μου και μετά από γέροντες πνευματικούς, είναι αυτός ο δούλος του Θεού Μιχαήλ. Γιατί; Γιατί είναι παραγγελία του γέροντος Παϊσίου.
* * *
Γύρισε ο Σταμάτης από το Άγιον Όρος. Έχετε δει τι σημαίνει άγγελος του Θεού; Τον σκέπασε η χάρις του Αγίου Πνεύματος και έζησε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του σε φοβερή πνευματική κατάσταση. Νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, μετάνοιες, εξομολόγηση… Αφιέρωσε τον εαυτό του, όποιος είχε AIDS και δεν είχε εξομολογηθεί, έπαιρνε τον πνευματικό και τον πήγαινε εκεί να τον εξομολογήσει. Αφιέρωσε τον εαυτό του να παίρνει έναν ιερέα και πήγαινε να κοινωνήσει τους αρρώστους στο νοσοκομείο, γιατί οι ιερείς των νοσοκομείων τότε είχανε κι αυτή την τρέλα και δεν τους κοινωνούσαν τους εϊτζικούς. Τον έπαιρνε με το αυτοκίνητό του και τον πήγαινε την νύχτα, ό,τι ώρα κι αν ήτανε. Έπαιρνε τα σώματα των ανθρώπων που είχαν AIDS, τα έπλενε, τα καθάριζε, τα ετοίμαζε, τα σαβάνωνε, τα έβαζε με τα χέρια του μέσα σε μία νεκροσακούλα αεροστεγή, τους διάβαζε το ψαλτήρι όλη την νύχτα…
Ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος… Ποιος το κατάφερε αυτό; Ο γερο-Παΐσιος. Είδατε Ιεραποστολή από ένα γεροντάκι που καθότανε σε ένα κελλάκι! Με τον τρόπο που έπιασε το ψαράκι, σώθηκε το ψαράκι, αλλά πήγε η χάρις αυτή και σε πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους.
Τον Σταμάτη, λοιπόν, τον πήγα σε μια γιατρίνα δική μου και τον παρακολουθούσε. Αυτοί τότε είχαν ένα σινάφι. Το σινάφι, μόλις έμαθε ότι ο Σταμάτης έφυγε από το σινάφι, λένε «ποιος είναι η αιτία; Αυτός ο χοντρούλης». Οπότε της Υπαπαντής, κάνουνε μια συμφωνία. Έρχονται δέκα και μπαίνουν μες στην Εκκλησία στην οποία έψελνα. Ένας από αυτούς ανεβαίνει στο ψαλτήρι και ετοιμάζεται να με δαγκώσει. Για να με εκδικηθεί! Εγώ τον βλέπω τον άνθρωπο, λέω μέσα μου «δεν τον ξέρω», τραβιέμαι και ξαφνικά γυρίζει και φεύγει…
Σε ενάμιση μήνα, στις 25 Μαρτίου, μου λέει ο Σταμάτης, σε παρακαλώ, πάμε να πάρουμε έναν άνθρωπο, είναι πολύ άρρωστος, πεθαίνει. Πάω στο σπίτι και βλέπω αυτόν που είχε έρθει να με δαγκώσει να είναι πολύ βαριά με πυρετό και να πεθαίνει. Και τον πήγαμε στο νοσοκομείο. Πέθανε του Λαζάρου.
Τα ξέρουμε αυτά, γιατί τα ζήσαμε από κοντά με τις ευχές των γεροντάδων. Και τι κάναμε; Όσους μπορέσαμε, τους εξομολογήσαμε και κοινωνήσανε χαριτωμένοι. Και γι’ αυτό οι περισσότεροι πότε πεθάνανε; Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο, Σαββάτο του Λαζάρου. Έχω βγάλει στατιστικό. Οι περισσότεροι τέτοιες μέρες πέθαναν.
Ο Σταμάτης πέθανε τη Μεγάλη Παρασκευή και θάφτηκε το Μεγάλο Σάββατο. Μας είχε πει, «Θέλω να με θάψουνε χωρίς να ξέρει κανένας ποιος είμαι. Να ‘ρθουνε στην κηδεία μόνο αυτοί οι δύο». Εγώ ήμουν στο Καμερούν παπάς και δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία, γιατί ήταν Μεγάλη Παρασκευή, και έστειλα έναν άνθρωπο και πήγε και δεν είχε ούτε πεθαμενατζήδες να τον κουβαλήσουνε. Τον κουβάλησαν λαϊκοί με τα χέρια και τον έθαψαν. Και ήθελε στον τάφο του απάνω να είναι χώμα και να μην έχει ούτε κάγκελα ούτε τίποτα, ώστε να μην ξέρουν οι άνθρωποι και να τον πατάνε, γιατί ήταν άξιος του πατήματος. Έτσι έλεγε!
Σας ερωτώ; Πού τον βάζετε τώρα εσείς αυτόν; Τι πιάνουμε εμείς μπροστά του; Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι την Εκκλησία δεν την ενδιαφέρει τι είναι ο καθένας. Η Εκκλησία έχει την δύναμη να τους διασώζει όλους.
Και είδατε τι ωραία συμβουλή που του έδωσε ο γερο-Παΐσιος. Κάνε εσύ όσα μπορείς και ο Θεός θα κάνει τα άλλα. Και ο Θεός έκανε τα άλλα πραγματικά και τον σκέπασε και μέχρι το τέλος του βίου του, ξανά εξομολογήθηκε και μετέλαβε.
Ο πνευματικός που εξομολογήθηκε πρώτη φορά στην Αθήνα τού είπε: «Δεν θα κοινωνήσεις ποτέ. Μόνο την ημέρα που θα πεθάνεις». Βαρύ! Στεναχωρέθηκα… Το είπα στον γερο-Παΐσιο και είπε: «Όχι κι έτσι, βρε παιδάκι μου». Αλλά επειδή είχε πάει στον πνευματικό και του είχε βάλει αυτόν τον κανόνα, περίμενε πολλά χρόνια, μέχρι ο πνευματικός να του δώσει την ευλογία να πάει σε άλλον πνευματικό και να του δώσει εκείνος το δικαίωμα να κοινωνάει.
Βλέπετε πόση ταπείνωση! Δεν ήρθε στην Εκκλησία με το θέλημα, δεν ήρθε με το δικαίωμα, ότι έχω δικαίωμα! Αλλά ήρθε ταπεινά και ήσυχα…
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Ευάγγελου Παπανικολάου