«Ἡ ἀδιαφορία γιά τόν Θεό φέρνει τήν ἀδιαφορία καί γιά ὅλα τά ἄλλα· φέρνει τήν ἀποσύνθεση. Ἡ πίστη στόν Θεό εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Λατρεύει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί ὕστερα ἀγαπάει καί τούς γονεῖς του, τό σπίτι του, τούς συγγενεῖς του, τήν δουλειά του, τό χωριό του, τόν νομό του, τό κράτος του, τήν πατρίδα του.
Ἕνας πού δέν ἀγαπάει τόν Θεό, τήν οἰκογένειά του, δέν ἀγαπάει τίποτε· καί φυσικά δέν ἀγαπάει οὔτε τήν πατρίδα του, γιατί καί ἡ πατρίδα εἶναι μιά μεγάλη οἰκογένεια. Θέλω νά πῶ, ὅλα ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶνε. Δέν πιστεύει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό, καί μετά οὔτε γονεῖς οὔτε οἰκογένεια οὔτε χωριό οὔτε πατρίδα ὑπολογίζει. Καί αὐτά εἶναι πού πᾶνε τώρα νά διαλύσουν, γι᾽ αὐτό δημιουργοῦν μιά κατάσταση ρεμπελιό». (Λόγοι Β´, σσ. 30-31)