Γεννήθηκα στὴν Κάλυμνο, στὶς 14 Μαΐου 1955, ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς· τὸν Παντελὴ Λαμπαδάριο καὶ τὴν Καλλιόπη, τὸ γένος Ζαΐρη.
Τὸ 1975 ἔγινε ἡ κουρά μου ὡς μοναχοῦ ἀπὸ τὸν σεβαστὸ Γέροντά μου ἀρχιμ. π. Ἀμφιλόχιο Τσοῦκο, σημερινὸ Μητροπολίτη Νέας Ζηλανδίας.
Ἡ κουρὰ ἔλαβε χώρα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Καλύμνου καὶμετονομάστηκα Εὐθύμιος.
Στὶς 20 Μαΐου 1980, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χειροτονήθηκα διάκονος ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπαλαίας Ἰσίδωρο Ἀηδονόπουλο καὶ στὶς 6 Δεκεμβρίου 1983 προχειρίζομαι στὸν βαθμὸ τοῦ Πρεσβυτέρου λαμβάνοντας καὶ τὸ ὀφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπαλαίας κ. Νεκτάριο Χατζημιχάλη
Ἕνα χρόνο μετὰ ἀπὸ τὴ χειροτονία μου, στὸ τέλος Νοεμβρίου τοῦ 1984,αἰσθάνθηκα μεγάλους πόνους στὴ μέση μου. Νόμιζα ὅτι οἱ πόνοι προήρχοντο ἀπὸ ὑπερβολικὴ κούραση ἢ εἶχα κάποιο πρόβλημα μὲ τὰ νεφρά μου. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσα σημασία. Ἄφησα τὸ πρόβλημα νὰ περάσει. Δὲν τὸ πῆρα στὰ σοβαρά. Νόμιζα ὅτι ἦταν κάτι τὸ περαστικό.
Ἀναχώρησα ἀπὸ τὴν Κάλυμνο στὶς 8 Ἰανουαρίου 1985 μὲ σκοπὸ νὰ δώσω ἐξετάσεις – χρωστοῦσα τρία μαθήματα τοῦ πρώτου ἔτους τῶν θεολογικῶν μου σπουδῶν. Στὴν Ἀθήνα μόλις ποὺ πρόλαβα νὰ δώσω τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία μαθήματα ποὺ χρωστοῦσα. Μέσα σὲ δυὸ ἑβδομάδες, μετὰ ἀπὸ τὴν ἄφιξή μου στὴν Ἀθήνα τὰ πράγματα πῆραν ἄλλη τροπή.
Οἱ πόνοι αὐξήθηκαν τόσο πολὺ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ ἀνάπαυση. Τὸ συκώτι πρήστηκε καὶ ἐγὼ ἤμουν μόνος μέσα στὸ διαμέρισμα ποὺ εἶχα ἐνοικιάσει ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολή.
Οἱ καλοὶ φίλοι μου μὲ πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο τῶν κληρικῶν στὴν Ἁγία Βαρβάρα (τότε ὀνομαζόταν Ν.Ι.Ε.Ε.). Κάναμε ἐξετάσεις, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν τὸ πρόβλημα.
Μέρα μὲ τὴ μέρα ἡ κατάσταση χειροτέρευε. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἕνα ἀπόγευμα θέλησα νὰ κατέβω τὴ σκάλα, ἀλλὰ κάτι μὲ ἐμπόδιζε. Αἰσθανόμουν μεγάλο φόβο. Δὲν μποροῦσα νὰ ἐλέγξω τὰ πόδια μου. Πίστευα ὅτι θὰ ἔπεφτα. Ἔτσι, γύρισα στὸ δωμάτιό μου. Τὸ βράδυ θέλησα νὰ πάω γιὰ τὴ σωματική μου ἀνάγκη. Ἐκεῖ διαπίστωσα ὅτι ἡ ὑγεία χειροτέρεψε γιὰ τὰ καλά. Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴ βραδιὰ ἄρχιζα νὰ χάνω τὴν κινητικότητα τῶν κάτω ἄκρων. Οἱ γιατροὶ ἄρχισαν νὰ ἀνησυχοῦν. Κάλεσαν κάποιο νευρολόγο καὶ ἐκεῖνος μὲ συνεργασία κάποιας γιατροῦ μοῦ ἔκαναν παρακέντηση.
Ἡ γιατρὸς ἦταν ἐντελῶς ἄπειρη. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ θὰ ἔκανε παρακέντηση. Ἀπὸ τὴ νευρικότητά της κτύπησε τὴ ρίζα τοῦ νεύρου καὶ τὸ δεξί μου πόδι ἀντέδρασε δυναμικὰ καὶ μὲ τρομεροὺς πόνους. Οἱ πόνοι ἦσαν ἀφόρητοι καὶ ἡ ταραχή μου ἀπερίγραπτη, τόσο πολὺ ὑπόφερα ποὺ οἱ ἄλλοι ἀσθενεῖς ἀπὸ συμπάθεια δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουν ἄλλο στὸ κοινὸ δωμάτιο καὶ βγῆκαν ἔξω.
Τὰ πράγματα δὲν ἦταν εὐχάριστα. Μόλις ὁ νευρολόγος εἶδε τὴ σύριγγα εἶπε ὅτι ἡ κατάσταση χρειάζεται νευροχειροῦργο.
Στὸ μεταξὺ χρόνο φθάνει στὴν Ἀθήνα ἡ ἀδελφή μου, ἡ Θέμις. Μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη δὲν εἶχα εἰδοποιήσει κανένα ἀπὸ τοὺς δικούς μου. Δὲν ἤθελα νὰ ἀνησυχήσουν. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις μ’ ἔπεισαν νὰ μὲ μεταφέρουν στὸ νοσοκομεῖο «Ο Ευαγγελισμός ». Θυμᾶμαι ὅτι βγαίνοντας ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο Ν.Ι.Ε.Ε. τελοῦσαν Θεία Λειτουργία στὸ παρεκκλήσι.
Ἦταν ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους (10 Φεβρουαρίου1985). Ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ παρακάλεσα τὴν Παναγία νὰ μὲ προστατεύσει.
Μὲ τὸ ἀσθενοφόρο φθάσαμε στὸ νοσοκομεῖο «Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ». Μοῦ ἔδωσαν ἀμέσως κρεβάτι σ’ ἕνα δωμάτιο μὲ ὀκτὼ ἄτομα. Οἱ ἐξετάσεις δὲν καθυστέρησαν. Μὲ πῆραν ἀμέσως καὶ μοῦ ἔκαναν μυελογράφημα. Ἡ κατάσταση δὲν ἦταν τόσο εὐχάριστη. Προσπάθησα νὰ συνεργαστῶ, ὅσο μποροῦσα, μὲ τοὺς γιατρούς. Μόλις τελείωσαν συνεδρίασαν ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ κ. Καρβούνη.
Ἡ διάγνωση δὲν ἦταν εὐχάριστη.
Προσβλήθηκα ἀπὸ τὴ σοβαρὰ ἀσθένεια μεταστατικοῦ καρκίνου τοῦ νωτιαίου μυελοῦ ποὺ προκάλεσε τὴν πλήρη παραλυσία τῶν κάτω ἄκρων. Ἤμουν μόλις 29 χρονῶν.
Μ’ ἔβαλαν σ’ ἕνα δωμάτιο, γιὰ νὰ μοῦ ποῦν τὰ ἀποτελέσματα. Ἐκεῖ ἤμουν μόνος καὶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι παρατηροῦσα τὰ διάφορα ἐργαλεῖα. Εἶχα πλήρεις τὶς αἰσθήσεις μου καὶ δὲν ἤμουν ὑπὸ τὴν ἐπήρεια κάποιου φαρμάκου. Ἁπλῶς περίμενα ὑπομονετικὰ τὰ ἀποτελέσματα. Ξαφνικὰ ἀκούω μία ἀντρικὴ φωνὴ νὰ μοῦ λέγει:
-«Δὲν πρέπει νὰ φύγεις ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, διότι ἡ Παναγία θὰ σὲ κάνει καλὰ ἐδῶ μέσα· ἐὰν φύγεις, θὰ πεθάνεις!»
Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς φωνῆς ξαφνιάστηκα καὶ γυρνοῦσα τὸ κεφάλι μου δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ γιὰ νὰ δῶ ποιός μοῦ μίλησε. Δὲν ἦταν κανεὶς μέσα στὸ δωμάτιο. Μονολογοῦσα καὶ ἔλεγα:
-«Ἡ φαντασία μου θἆταν.»
» Ἡσύχασα καὶ ἔβλεπα τὸ ταβάνι τοῦ δωματίου. Τότε, μόλις ποὺ πέρασαν λίγα λεπτά, ἡ φωνὴ ἐπαναλήφθηκε γιὰ δεύτερη φορά, καθαρά, πεντακάθαρα, ὅπως καὶ τὴν πρώτη φορά:
-«Δὲν πρέπει νὰ φύγεις ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, διότι ἡ Παναγία θὰ σὲ κάνει καλὰ ἐδῶ· ἐὰν φύγεις, θὰ πεθάνεις!»
»Δὲν πρόλαβα νὰ κοιτάξω ξανὰ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς νευροχειρούργους μπῆκε στὸ δωμάτιο καὶ μοῦ εἶπε:
-«Πάτερ, ἀποφασίσαμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ σὲ χειρουργήσουμε ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα.
Ἔχομε ὑπογράψει τὰ σχετικὰ ἔγγραφα. Πρέπει νὰ φύγεις ἀμέσως εἴτε γιὰ Ἀγγλία, εἴτε γιὰ Ἀμερική. Ἡ ἐκλογὴ εἶναι δική σου. Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ σὲ χειρουργήσουμε.»
Ἐγὼ ἀρνήθηκα καὶ τοῦ ἐξήγησα τί ἀκριβῶς συνέβη πρὸ ὀλίγου στὸ δωμάτιο. Ὁ γιατρός μοῦ εἶπε:
-«Πάτερ, καὶ ἐγὼ εἶμαι Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς καὶ πιστεύω στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐδῶ παίζουμε τὴ ζωή σου. Κάθε δευτερόλεπτο ποὺ περνᾶ δὲν εἶναι σὲ βάρος τῆς ὑγείας σου, ἀλλὰ τῆς ζωῆς σου. Πρέπει νὰ φύγεις ἀμέσως.»
»Τότε, τοῦ ἀπήντησα:
-«Ὄχι, δὲν φεύγω ἀπ’ ἐδῶ. Δὲν γνωρίζω τί ἦταν ἐκείνη ἡ φωνή πού μοῦ μίλησε. Ἀλλά ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό, τότε δὲν θὰ τὴν παρακούσω, ἀλλὰ θὰ τὴν ὑπακούσω καὶ ἐὰν ἐσεῖς δὲν θέλετε νὰ μὲ χειρουργήσετε, τότε προτιμῶ νὰ πεθάνω.»
Οἱ γιατροὶ δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογή. Προσπάθησαν νὰ μὲ πείσουν μέσῳ τῆς ἀδελφῆς μου καὶ τοῦ θείου μου, Γιάννη Π. Ζαΐρη, ποὺ ἦταν τότε Πρόεδρος Ἐφετῶν στὴν Ἀθήνα. Ἡ ἀδελφή μου ἡ Θέμις καὶ μερικοὶ ἀπὸ στοὺς καλούς μου φίλους ἦταν πάντοτε δίπλα μου.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Καθηγητές μου, ὁ κ. Γεώργιος Γρατσέας ἦταν ἐπίσης κοντά μου. Ἡ ἐγχείρηση ἔλαβε χώρα χωρὶς καμμία καθυστέρηση, τὸ ἴδιο ἀπόγευμα.
Ὁ θεράπων γιατρὸς ἦταν ὁ κ. Κωνσταντῖνος Κρασανάκης, Νευροχειρουργός. Ὅταν μὲ βάλανε στὸ δωμάτιο γιὰ τὴ μεγάλη ἐγχείρηση, εἶδα ἀπέναντί μου τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Τὴν παρακάλεσα λέγοντας:
-«Παναγία μου, ἐσὺ κάνε τὴν ἐγχείρηση μὲ τὰ χέρια τῶν γιατρῶν!»
Ἡ ἐγχείρηση κράτησε ἀρκετὲς ὧρες. Ὅταν ξύπνησα ἀπὸ τὴ νάρκωση δίπλα μου ἦταν ὁ καλός μου φίλος καὶ συμφοιτητὴς π. Δημήτριος Ἀργυρός. Πάντοτε τὸν χαρακτήριζε τὸ θαρραλέο του φρόνιμα. Μοῦ ’δωσε κουράγιο. Βρισκόταν δίπλα μου στὶς πιὸ δύσκολες ὧρες τῆς ζωῆς μου, ὅπως καὶ ὁ π. Κωνσταντῖνος Ράπτης καὶ ἄλλοι.
Μετὰ ἀπὸ λίγο βρέθηκα στὸ δωμάτιό μου μὲ τὴν ἀδελφή μου. Οἱ μέρες περνοῦσαν καὶ ἀντιμετώπισα ἄλλους κινδύνους. Ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα εἶχαν παραλύσει. Τίποτε δὲν λειτουργοῦσε κανονικά. Κύστη καὶ ἔντερα ἔμειναν παράλυτα καὶ ἀδρανῆ. Εὐτυχῶς ποὺ μία νοσοκόμα ἀντιλήφθηκε τὸ πρόβλημα καὶ πρόσταξε νὰ μοῦ βάλουν καθετήρα, εἰδάλλως ἡ κύστη θὰ σποῦσε.
Δὲν θυμᾶμαι πόσες μέρες πέρασαν καὶ μὲ ἐπισκέφθηκε ὁ ἰατρὸς κ. Κωνσταντῖνος Ἀλεξόπουλος, Παθολόγος- Ὀγκολόγος καὶ σήμερα Διευθυντὴς Ὀγκολογικοῦ Τμήματος Γ.Ν.Α. «Ὁ Εὐαγγελισμός». Μοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἀρχίσει χημειοθεραπεία καὶ μὲ μετέφερε σ’ ἕνα ἰδιαίτερο δωμάτιο στὸ 10ο ὄροφο τῆς Β΄ Παθολογικῆς.
Ἐκεῖ ἔμεινα τὸ περισσότερο διάστημα τῆς παραμονῆς μου στὸ Νοσοκομεῖο. Προϊσταμένη Νοσοκόμα τὴν περίοδο ἐκείνη ἦταν ἡ Δ/νὶς Μαρία Κτενοπούλου.
Ἦταν μία δύσκολη περίοδος, γιατί κάθε μέρα εὑρισκόμουν ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο. Ἦταν μία πάλη μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου. Ἀλλά, ποτὲ δὲν ἔχασα τὴν πίστη μου ἢ τὶς ἐλπίδες μου ἢ τὴν ἐμπιστοσύνη μου στὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ μὲ κάνει καλὰ μέσῳ τῆς Μητέρας Του, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο Μαρία, ὅπως μοῦ ἀναγγέλθηκε.
Στὸ μεταξὺ χρόνο ἡ ἀδελφή μου θυμήθηκε ἕνα ὄνειρο ποὺ εἶχε δεῖ στὰ μέσα τοῦ Γενάρη, ἀλλὰ δὲν εἶχε δώσει σ’ αὐτὸ σημασία.
Εἶδε τὴν Παναγία ντυμένη ὡς νοσοκόμα καὶ μὲ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά Της ὡς βρέφος. Λέγει στὴν ἀδελφή μου:
-«Ὁ ἀδελφός σου πεθαίνει αὐτὴ τὴν ὥρα, ἀλλὰ μὴ φοβᾶσαι, διότι ἐγὼ θὰ τὸν κάμω καλά.»
Ἡ Παναγία πῆρε στὰ χέρια Της ἕνα νυστέρι καὶ ἔκανε δυὸ ἐγχειρήσεις. Ἀκριβῶς στὰ ἴδια ἀκριβῶς σημεῖα ποὺ ἔγιναν καὶ οἱ ἐγχειρήσεις μου. Τότε πίεσε τὶς πληγὲς καὶ ἀπ’ αὐτὲς βγῆκε πύον καὶ στὸ τέλος ἕνα σκουλήκι. Καθάρισε τὶς πληγές, τὶς ἔραψε καὶ μετὰ λέγει στὴν ἀδελφή μου:
-«Ὁ ἀδελφός σου θὰ ζήσει, ἀλλὰ θὰ κάνει δυὸ χρόνια γιὰ νὰ ξαναπερπατήσει!»
Ἡ Θέμις, ὅπως μου εἶπε, εἶχε ἐντελῶς λησμονήσει τὸ ὄνειρο ἐκεῖνο καὶ μόνον ὅταν πραγματοποιήθηκε ἡ δεύτερη χειρουργικὴ ἐπέμβαση, μετὰ ἀπὸ μῆνες, τὸ ξαναθυμήθηκε.
Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ζητοῦσα ἀπὸ κάποιο ἐπισκέπτη νὰ μοῦ φέρει μία εἰκόνα, μοῦ ἔφερναν πάντοτε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταϊτίσσης τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Ἔτσι, πίστεψα ὅτι ἦταν ἡ Παναγία ἡ Πορταΐτισσα ποὺ μὲ προστάτευε καὶ Τῆς ἔταξα, ὅτι «ἐὰν γίνω καλά, θὰ Τὴν διακονήσω».
Οἱ μέρες, οἱ ἑβδομάδες καὶ οἱ μῆνες περνοῦσαν καὶ ἐγὼ ἀκόμη βρισκόμουν στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου χωρὶς καμμία ἀλλαγή. Οἱ ἀσθενεῖς στὸ διπλανὸ κρεβάτι ἐρχόντουσαν καὶ ἔφευγαν, καὶ ἐγὼ ἀκόμη ἐκεῖ. Χρειαζόμουν πολλὴ ὑπομονή.
Παρ’ ὅλο ποὺ ἔκανα χημειοθεραπεία, ὁ καρκῖνος μεταδόθηκε σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ ὀργανισμοῦ (πνεύμονες, συκώτι καὶ αἷμα). Ἀπὸ ἰατρικῆς πλευρᾶς δὲν ὑπῆρχε ἐλπίδα. Ὁ Καθηγητὴς κ. Ἀλεξόπουλος, ἂν δὲν ἐπέμενε ἡ Προϊσταμένη Δ/νὶς Μαρία Κτενοπούλου, ἀρνιόταν ἀκόμα νὰ συνεχίσει τὴ θεραπεία.
-«Εἶναι ἄσκοπο νὰ συνεχίσουμε, ἔλεγε ὁ γιατρός. Δὲν ὑπάρχει ζωὴ μέσα του. Τὸ πολύ, μέσα σὲ δυὸ ἢ τρεῖς μέρες θὰ πεθάνει. Ἂς τὸν ἀφήσουμε νὰ φύγει χωρὶς ἄλλη ταλαιπωρία.»
Μάλιστα, ὁ ἴδιος τηλεφώνησε στὸν Μητροπολίτη Καλύμνου Νεκτάριο καὶ τοῦ ἀνάφερε ὅτι:
-«Ἡ κατάσταση εἶναι σοβαρή. Τὸ πολύ, σεβασμιώτατε, τὸ Σάββατο ἢ τὴν Κυριακὴ θὰ ἔχει κοιμηθεῖ. Νὰ ἑτοιμαστεῖτε νὰ τὸν ὑποδεχθεῖτε.»
Ὁ Μητροπολίτης Καλύμνου Νεκτάριος κάλεσε τοὺς ἱερεῖς τῆς Καλύμνου σὲ συνεδρίαση. Τοὺς ἀνάγγειλε τὰ ὅσα ὁ κ. Ἀλεξόπουλος τοῦ εἶπε καὶ πρότεινε νὰ προετοιμαστοῦνε κατάλληλα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰάκωβος Συριώτης, ζήτησε τὸν λόγο. Ὁ μητροπολίτης τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ μιλήσει. Ὁ π. Ἰάκωβος εἶπε:
-«Σεβασμιώτατε, δὲν νομίζετε ὅτι βιάζεστε νὰ βγάλετε συμπεράσματα. Ἐδῶ ὁ ἄνθρωπός μας δὲν πέθανε καὶ ἐσεῖς σχεδιάζετε τὴν κηδεία του. Ἐὰν ὁ κόσμος μάθει τὸ τί συζητᾶμε αὐτὴ τὴ στιγμὴ θὰ μᾶς κυνηγήσει ὅλους καὶ ἐσᾶς πρῶτα θὰ πετάξει στὴ θάλασσα. Γι’ αὐτό, ἂς περιμένουμε νὰ δοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ ἐνεργοῦμε.»
Ὁ κ. Ἀλεξόπουλος, ἐν τῷ μεταξύ , ἐνημέρωσε τὴν ἀδελφή μου γιὰ τὴν κατάστασή μου καὶ πρότεινε νὰ ἐνημερωθεῖ ἡ οἰκογένειά μου.
-«Δὲν ὑπάρχει ζωὴ μέσα του», ἔλεγε.
Πρέπει νὰ σημειώσω, ὅτι ὁ πυρετὸς ἐκεῖνο τὸ διάστημα καὶ γιὰ περισσότερο ἀπὸ ἕνα μήνα ἦταν 42.5 C. Κανένα φάρμακο δὲν βοηθοῦσε ὥστε νὰ κατέβει ὁ πυρετός. Ἐκείνην τὴν περίοδο γιὰ μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα οἱ νοσοκόμες ἔπαιρναν τὸν πυρετὸ κάθε μία ὥρα.
Τί κουραστικὴ ἑβδομάδα ἦταν ἐκείνη! Κάθε ὥρα καὶ θερμόμετρο. Νύκτα καὶ μέρα δὲν ἔβρισκα χρόνο νὰ ξεκουραστῶ. Πρέπει νὰ ἦταν ἕνα Σάββατο στὰ μέσα τοῦ Μάη 1985. Ὁ πυρετὸς νὰ μὲ καίει καὶ ἐνῷ στὶς 06:00 τὸ πρωὶ ὁ πυρετὸς ἦταν 42.5 C, στὶς 07:00 π.μ. ἔγινε ξαφνικὰ 36.6 C. Ἡ νοσοκόμα ἔγινε ἔξαλλη γιατί νόμιζε ὅτι μετακίνησα τὸ θερμόμετρο.
-«Πάτερ, μοῦ εἶπε μὲ αὐστηρὸ τόνο, ἔχομε κι ἄλλους ἀσθενεῖς νὰ κοιτάξουμε. Βᾶλτο σωστὰ αὐτὴν τὴ φορά!»
Μά, ἐγὼ γνωρίζω καὶ δὲν σφάλλω στὴ μαρτυρία μου, ὅτι τὸ εἶχα τοποθετήσει σωστὰ καὶ ἤμουν ἀμετακίνητος. Ἡ νοσοκόμα βάζει τὸ θερμόμετρο γιὰ δεύτερη φορά. Τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, 36,6 C! Φωνάζει τὴν ἀδελφή μου τὴ Θέμιδα. Τὸ ξαναβάζει γιὰ τρίτη φορὰ καὶ πάλι τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, 36,6 C!
Τότε φωνάζει τὴν προϊσταμένη, Μαρία Κτενοπούλου, ποὺ ἀντὶ νὰ ἐξετάσει τὸ θερμόμετρο, τηλεφωνεῖ ἀμέσως τὸν γιατρό μου, τὸν κ. Ἀλεξόπουλο.
Ὁ γιατρὸς ἀπουσίαζε ἐκεῖνο τὸ πρωϊνό. Στὴ τηλεφωνική τους ἐπικοινωνία ἡ κ. Κτενοπούλου τοῦ ἀναφέρει γιὰ τὴν ἀπότομη ἀλλαγή. Ἐκεῖνος δὲν πίστεψε, ἀλλὰ εἶπε:
-«Κοιτᾶξτε, ἀδελφή, ἀγαπᾶμε καὶ σεβόμαστε τὸν π. Παντελεήμονα, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ νέος δὲν ἔχει ζωὴ μέσα του. Μέσα σὲ δυὸ μέρες θὰ πρέπει νὰ πεθάνει. Πρέπει ὅλοι νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε.»
Ἡ κ. Κτενοπούλου καὶ πάλι ἐπέμενε νἄρθει νὰ ἐξετάσει ὁ ἴδιος.
-«Δὲν ξέρω ἂν πρέπει νὰ πεθάνει ἢ ὄχι, εἶπε, ἀλλὰ εἶναι ἡ μοναδική σου εὐκαιρία. Ἔλα νὰ δεῖς ἀπὸ μόνος σου. Ὁ πυρετὸς ἐξαφανίστηκε!»
Ἔτσι, ὁ γιατρὸς πείσθηκε καὶ ἦρθε στὸ Νοσοκομεῖο. Ὅταν ἦρθε οὔτε κἂν μὲ χαιρέτισε, ἀλλά, ὅταν ὁ ἴδιος ἔβαλε τὸ θερμόμετρο καὶ εἶδε ὅτι ἦταν στὰ φυσιολογικὰ ὅρια, δὲν πίστεψε στὰ μάτια του καὶ ξανάβαλε τὸ θερμόμετρο. Στὴ δεύτερη διαπίστωση, ποὺ κράτησε 12 λεπτά, μονολογοῦσε καὶ ἔλεγε:
-«Ἔ, εἴπαμε ὅτι πιστεύομε, ἀλλὰ ἐδῶ μέσα παραγίνεται.»
»Καὶ γυρνώντας στοὺς ἄλλους γιατροὺς εἶπε:
-«Ὅ,τι ἔγινε ἐδῶ μέσα δὲν ἦταν ἀπὸ ἐμᾶς. Μόνον ἕνας Θεὸς μπορεῖ νὰ τὰ κάνει. Ἀλλὰ εἶναι σημάδια γιά μᾶς. Γι’ αὐτὸ ἐσὺ θὰ κάνεις αὐτό, κι ἐσὺ θὰ κάνεις τὸ ἄλλο.»
Ἔδωσε τὶς κατάλληλες ὁδηγίες στὸν κάθε γιατρὸ νὰ ἐνεργήσει ἀνάλογα. Τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας μ’ ἐπισκέφθηκε κατὰ τὶς 08:00. Πρώτη φορὰ τέτοια ὥρα. Κάθισε δίπλα μου καὶ μὲ ρώτησε πῶς αἰσθανόμουν.
-«Καλά, γιατρέ μου, ἀπήντησα, δόξα τῷ Θεῷ, καμμιὰ ἀλλαγή.»
»Ἐκεῖνος ἀπήντησε:
-«Ξέρεις, πάτερ, ἐσὺ εἶσαι σὰν τὸν Λάζαρο, ἀλλὰ κάπως διαφορετικά. Γιατί ἐκεῖνος πέθανε καὶ τάφηκε γιὰ τέσσερεις μέρες. Ἐσύ, ἐνῷ πέθαινες, πρὶν προλάβομε νὰ σὲ βάλουμε στὸν τάφο, πήδηξες ἔξω.»
-«Καί, λοιπόν, τί θὲς νὰ πεῖς;»
-«Νά, τὸ Σάββατο πρωὶ μεταξὺ 06:00 καὶ 07:00 κάτι συνέβη καὶ ἄλλαξε ὅλη τὴν πορεία τῆς ἀγωγῆς σου καὶ τώρα χρειαζόμαστε νὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς συνέβη.»
Ἐγὼ ρώτησα:
-«Τί συνέβη, γιατρέ;»
»Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε:
-«Δὲν ξέρω. Αὐτὸ θέλομε νὰ μάθουμε καὶ εἶναι ἡ μοναδική μας εὐκαιρία νὰ τὸ δοῦμε, ἀλλὰ πρέπει νὰ κάνουμε μερικὲς ἐξετάσεις.»
Ἐπακολούθησαν λεπτομερεῖς ἐξετάσεις. Τὰ ἀποτελέσματα ἦταν θαυμαστὰ καὶ ἐνῷ τέσσερις φορὲς ἔδειξαν κατάμεστο τὸν ὀργανισμὸ ἀπὸ καρκίνο, σ’ αὐτὸν κανένα ἴχνος δὲν βρέθηκε. Τὸ θαῦμα πραγματοποιήθηκε.