Ο άνθρωπος που είναι άξιος του Θεού γίνεται έμπλεος του Αγίου Πνεύματος.
Έχει τη θεία χάρι. Ο Θεός εν τω μυστηρίω του Χριστού του δίδει τη χαρά, την ειρήνη, την πραότητα, την αγάπη. … Ο Θεός δεν γνωρίζει παρελθόν, παρόν και μέλλον.
«Ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς αυτού…».
Έτσι και στον άνθρωπο που έχει υγιή ψυχή αποκαλύπτονται τα μυστήρια του Θεού και γνωρίζονται οι βουλές Του, στο βαθμό που ο Θεός το επιτρέπει.
Χρειάζονται όμως προϋποθέσεις, προκειμένου να έλθει και να μείνει η θεία χάρις μέσα στον άνθρωπο.
Μόνον αυτός που έχει ταπείνωση λαμβάνει τα δώρα αυτά απ’ τον Θεό, τα αποδίδει στον Θεό και τα χρησιμοποιεί προς δόξαν Του.
Ο καλός, ο ταπεινός, ο αγαπών τον Θεό, αυτός που έχει αρετή με την χάρι του Θεού δεν πλανάται. Αισθάνεται μέσα του ότι είναι πραγματικά ανάξιος κι ότι όλα αυτά του δίνονται, για να γίνει καλός, και γι’ αυτό αγωνίζεται….
Αντίθετα, η χάρις του Θεού δεν πηγαίνει στους εγωιστές, στους ανθρώπους που δεν έχουν συνείδηση τι τους γίνεται. Ο άνθρωπος που έχει εωσφορικό εγωισμό νομίζει ότι είναι έμπλεος θείας χάριτος, αλλά βρίσκεται σε πλάνη· είναι άνθρωπος του διαβόλου.
Η πλάνη είναι μια ψυχολογική κατάσταση, μία εσφαλμένη κρίση· στην ουσία η πλάνη έρχεται απ’ τον εγωισμό. Στον άνθρωπο που βρίσκεται σε πλάνη δημιουργούνται ψευδαισθήσεις, πειρασμικές φαντασίες και βασανίζεται. Η πλάνη είναι πολύ δύσκολο να διορθωθεί. Διορθώνεται μόνο με τη θεία χάρι. Μπορεί να προσευχηθεί κάποιος άλλος και ο Θεός να ελεήσει τον άνθρωπο που πλανάται. Αν προσπαθήσει κι αυτός, αν πάει σε «καθρέπτη», που είναι ο καλός πνευματικός, κι εξομολογηθεί ειλικρινά, η χάρις του Θεού θα τον θεραπεύσει.
Ένας άνθρωπος που εμφορείται υπό του κακού πνεύματος, αν καμιά φορά κάποιος τον πλησιάσει και του πει, «είσαι απατεώνας», του δώσει κανένα ράπισμα και του πει μια κακή κουβέντα, θα βλασφημάει και τα θεία ακόμη. Βρίσκεται σε μια δαιμονική κατάσταση, η οποία σιγά σιγά θα τον πάει στο τρελοκομείο. Δηλαδή όλες αυτές οι καταστάσεις, οι πνευματισμοί και τα όμοια είναι αρρωστημένες.
Καθώς ξυπνάω τη νύκτα εδώ στο μοναστήρι, «βλέπω» το Άγιον Όρος να έχει πλημμυρίσει απ’ την χάρι εξαιτίας των εωθινών προσευχών των πατέρων. Μόλις χτυπάει το τάλαντα, τρέχουνε ν’ ακούσουνε «Εξεγερθέντες του ύπνου» κι αρχίζουνε με λαχτάρα, με αγάπη, με χαρά τις προσευχές. Τι να σας πω! Ανοίγει ο Παράδεισος. Έτσι τα αισθάνομαι με την χάρι του Θεού και τα λέω. Αφήστε να τα λέω. Θέλω να τα λέω. Απ’ την αγάπη μου για σας το κάνω!
Ένα άλλο μυστικό τώρα θα σας πω. Τις νύκτες επικοινωνώ τηλεφωνικώς μ’ έναν αγιορείτη ασκητή. Αυτός μελετάει πολύ τους Πατέρες και μου εξηγεί πολλά πράγματα. Συζητούμε πνευματικά ζητήματα. Τρέλα, τι να σας πω! … Αυτό έγινε και σήμερα πρωί πρωί, δηλαδή νύκτα στις τρεις. Οι καμπάνες χτυπούσαν εκείνη την ώρα που συνομιλούσαμε.
Επί μισή ώρα κουβεντιάζαμε πάρα πολύ ωραία πράγματα. Ειλικρινά μεγάλη χαρά αισθάνθηκα, μεγαλύτερη απ’ ό,τι μπορώ να σας εκφράσω. Δόξα Σοι ο Θεός! Ενώ λέγαμε αυτά τα πνευματικά, μου λέει:
-Χτυπάει η καμπάνα για την εκκλησία και τρέχω να προλάβω.
-Του λέω: Γέροντα, μη μ’ αφήνεις!
-Μετά χαράς, μου λέει. Έλα να πάμε στην εκκλησία, να είμαστε μαζί, να βλέπομε τα μεγαλεία του Θεού, την Θεία Λειτουργία, την χάρι του Χριστού.
Έλα, δεν υπάρχει απόσταση εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Καμία απόσταση!
Και «πήγα» μαζί του στην εκκλησία. Όλες τις ώρες μαζί του προσευχόμουνα.
Έβλεπα όλες τις ιερές και άγιες εικόνες, τις λαμπάδες, τα κεράκια, τα καντηλάκια να τσιτσιρίζουν. Έβλεπα τους ιερείς να λειτουργούν μεταρσιωμένοι. Ήταν γεμάτη η εκκλησία από ασκητές κι όλοι είχαν μεγάλη χαρά μέσα τους και ψάλλανε: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός …» …
Στο «Μετά φόβου Θεού» πήγε να μεταλάβει. Δίπλα του κι εγώ, με την χάρι του Κυρίου μας, συγκινημένος. Συγχωράτε με, που τα λέγω….
Έβλεπα όλους τους αδελφούς να δέονται. Αισθάνθηκα μεγάλη αγαλλίαση. Ό,τι έβλεπαν εκείνοι, έβλεπα κι εγώ. Μα ήταν πνευματική πανδαισία αυτή η Λειτουργία με τους αγίους ασκητές, τις χαρούμενες ψυχούλες που τα αισθανόντουσαν όλα, που εζούσανε την εορτή των Χριστουγέννων! Την εζούσανε! Πώς θα ήθελα να ήσασταν κι εσείς, ν’ ακούγατε τα λόγια που λέγανε!
Η χαρά μου γίνεται πολύ μεγάλη, όταν ο άλλος μου βεβαιώνει ότι αυτό που «βλέπω» είναι πράγματι έτσι, γιατί καταλαβαίνω πως αυτή η γνώση δεν προέρχεται παρά μόνον εκ Θεού.
Αυτή τη φορά διεράγησαν τα ύδατα, διότι ο Ελισσαίος κατάλαβε το λάθος του και ζήτησε την ευλογία του Προφήτου Ηλία.
Τίποτα δεν γίνεται χωρίς την ευλογία του Γέροντα. Τίποτα δεν κατορθώνεται χωρίς την χάρι. Αυτά θα τα εννοήσετε πραγματικά όταν έλθει η χάρις. Όταν έλθει το Πνεύμα το Άγιον, θα σας διδάξει και θα σας υπομνήσει τα πάντα.
… τη στιγμή εκείνη η θεία χάρις φέρνει μέσα μου έναν ενθουσιασμό. Με τον ενθουσιασμό εκδηλώνεται η θεία χάρις, που φέρνει ένα είδος φιλικότητος, οικειότητος, αδελφικότητος, ενώσεως. Μετά απ’ αυτή την ένωση έρχεται μεγάλη χαρά, τόση χαρά που πάει να σπάσει η καρδιά μου. Φοβάμαι όμως να εκδηλωθώ.
Βλέπω, αλλά δεν μιλάω, έστω κι αν μου το βεβαιώνει η χάρις ότι αυτά είναι αληθινά. Όταν όμως με πληροφορήσει η χάρις να μιλήσω, τότε μιλάω. Λέω μερικά πράγματα που ο Θεός φωτίζει να πω απ’ την αγάπη μου για όλους. Για να αισθανθεί ο κόσμος το αγκάλιασμα που κάνει ο Χριστός σε όλους μας.
Τώρα που τα βλέπω όλα, αισθάνομαι πάρα πολύ ταπεινός. Δηλαδή πώς να σας το εξηγήσω … Ο Θεός με προστατεύει. Στέλνει την χάρι Του σ’ εμένανε. Και λέω: «Εγώ, τόσο ταπεινός και τόσο ανάξιος! Τι θέλει ο Θεός από εμένα;». Κι όμως ο Θεός και τους αμαρτωλούς, όπως εμένα, τους αγαπάει και θέλει να γίνουνε καλοί.
Κάνει και τέτοια η χάρις του Θεού…
Αυτό το χάρισμα είναι δώρο του Θεού, είναι της θείας χάριτος, αλλ’ εξαρτάται κι απ’ τον άνθρωπο να το διατηρήσει. Τα χαρίσματα τα πνευματικά τα χάνει ο άνθρωπος, όταν δεν προσέξει. Χρειάζεται προσοχή σ’ αυτά τα πνευματικά πράγματα.
Να μη λέτε σ’ άλλους τις μυστικές πνευματικές εμπειρίες που έχετε. Δεν κάνει. Χάνομε έτσι τη θεία χάρι. Είδατε η Παναγία; Τηρούσε σιγήν. Στον Ιωσήφ δεν είπε το μυστικό του Ευαγγελισμού. … Ο Θεός κρύβεται πολύ· τόσο που νομίζομε ότι δεν υπάρχει.
Παρουσιάζεται σ’ αυτούς που έχουν αξιωθεί του δώρου της ταπεινώσεως.
Εγώ όλα τα αποδίδω στον Θεό για τη δόξα Του. Πιστεύω για τον εαυτό μου ότι είμαι παλιοσωλήνα σκουριασμένη, που όμως διοχετεύεται το ύδωρ το ζων το πεντακάθαρο, γιατί πηγάζει απ’ το Πνεύμα το Άγιον. Όταν διψάεις πολύ, δεν σκέπτεσαι αν η σωλήνα που το νερό περνάει είναι πλαστική μεταλλική σκουριασμένη. Σ’ ενδιαφέρει το νερό. Ενώ εγώ είμαι με την ψυχή στα χείλη, ο κόσμος έρχεται σ’ εμένα τον ταπεινό. Δεν έχει τίποτα να πάρει από μένα. Εγώ δεν έχω τίποτα, ο Χριστός μόνο έχει το παν.
Όταν ο άνθρωπος πληρωθεί υπό της χάριτος του Θεού, γίνεται αλλιώτικος πηδάει η ψυχή του! Ακούει τη φωνή του και χαίρεται η ψυχή του. Η χάρις με ωθεί να το παθαίνω κι εγώ αυτό. Αλλάζει η φωνή μου, το πρόσωπό μου αλλάζουν όλα. Έχω μάθει να καυχώμαι όχι για τα κατορθώματα τα δικά μου αλλά για την χάρι του Θεού, η οποία επίμονα και ολοφάνερα θέλει να με τραβήξει κοντά της με όλα όσα μου παρουσιάζει στη ζωή μου, από τότε που μικρός επήγα στο Άγιον Όρος. Εγώ, όμως, έχω πάντα το ίδιο συναίσθημα, ότι δεν κατόρθωσα να ζήσω με λαχτάρα τον Χριστό. Πόσο είμαι πίσω! Πόσο είμαι μακριά! Για όλα, όσα μου έδωσε ο Θεός μέσα μου, η ψυχή μου πολύ με κατακρίνει.
Έχω μέσα μου φόβο. Σκέπτομαι κι εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή: «Κύριε, Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν …ουδέποτε έγνων υμάς· αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν». Το σκέπτομαι αυτό, αλλά δεν απελπίζομαι. Αφήνομαι στην αγάπη του Θεού και στο έλεός Του και λέω τα χρυσά εκείνα λόγια απ’ την ευχή της Θείας Μεταλήψεως: «Οίδα Σώτερ, ότι άλλος ως εγώ ουκ έπταισέ Σοι, …»
Τα χρυσά αυτά λόγια, που έγραψαν οι Πατέρες, όταν τα λέμε με πίστη κι ευλάβεια, είναι σαν να τα ζούμε κι εμείς.
Αυτό που κάνω και σας λέω τι μου έδωσε ο Θεός είναι και αποστολικό.… «Μετάδοση» σημαίνει: Πήρες κάτι; Να το μεταδώσεις από αγάπη.
Δεν πιστεύεις ότι έχεις κάτι δικό σου. Είναι του Θεού και το μεταδίδεις.
Αυτό είναι αληθινή ταπείνωση.
Ενώ ένας φανατικός, ένας παλαιοημερολογίτης λέει:
«Πω, πω! Μιλάει για τον εαυτό του, αυτό είναι εγωισμός!».
Κι εγώ ο καημένος απ’ την αγάπη μου σας λέω μερικά απ’ όσα μου αποκαλύπτει ο Θεός. Έχω όμως πολύ βαθιά τη συναίσθηση στην καρδιά μου ότι άλλος τα λέει. Αυτό το πιστεύω πολύ, γιατί βλέπω κάτι κι αμέσως μετά αισθάνομαι τις αδυναμίες μου πάρα πολύ, διότι δεν είναι ούτε από αγιοσύνη, ούτε από τίποτ’ άλλο, αλλά απ’ την αγάπη του Θεού προς εμένα, που με θέλει να γίνω καλός.
Αυτά όμως που μου αποκαλύπτει ο Θεός σε λίγους τα λέω, γιατί πρέπει ο άνθρωπος να είναι πνευματικός, για να τα καταλάβει.
Μπορεί ένας επιστήμονας να δει, ν’ ακούσει κάτι και να το διηγηθεί και να το γράψει και τελικά να πει: «Να τα ίδια λέει κι ο Πλάτωνας». Δεν συμβαίνει όμως εδώ αυτό, γιατί μπορεί να χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις αλλά με διαφορετικό νόημα.
Πολλές φορές με την χάρι του Θεού έχω μπει σε μία άλλη κατάσταση. Άλλαξε η φωνή μου, το πρόσωπό μου μπήκε σε ατμόσφαιρα θείου φωτός.
Άρχισα μ’ ενθουσιασμό να ψάλλω απ’ έξω κανόνες, τροπάρια κι άλλους ύμνους και πιο πολύ τα τριαδικά μεγαλυνάρια. Αισθάνθηκα χαρά ανεκλάλητη, η φωνή μου έγινε πρωτόγνωρη, σαν από εκατό ανθρώπους, γλυκιά, δυνατή, αρμονική, ουράνια, «ως φωνή υδάτων πολλών και ως φωνή βροντών ισχυρών».
Ύψωσα τα χέρια, έλαμψε το πρόσωπό μου, η έκφρασή μου έγινε αλλιώτικη. Είχα έλθει σε κατάστασε πνευματική. Κι έγινε με μιάς θόλος ο ουρανός και μανάλια εγίνανε τα πεύκα με τα κλαδιά τους …
Εκείνες στέκονταν τρία μέτρα πίσω. Προσπάθησαν να γράψουν στο μαγνητόφωνο εκείνη τη φωνή, αλλά δεν τις άφησα. Τις «είδα» και τις εμπόδισα. Έχω μάθει από μικρός στο Άγιον Όρος να είμαι μυστικός … Έπειτα όμως από μέρες γυρίζοντας στην Αθήνα, αναζητούσα εκείνα τα ψάλματα. Επιθυμούσα να ξανακούσω εκείνη τη φωνή. Στενοχωρέθηκα που δεν τα γράψαμε.
Δεν ήταν ανθρώπινη εκείνη η φωνή, δεν ήταν δική μου, ήταν της χάριτος του Θεού. Θα ήθελα να τα ακούω και να ξαναγυρίζω σ’ εκείνη την ημέρα. Είδαμε εκεί μες στα πεύκα, τα μεγαλεία του Θεού.
Δεν τα είδαμε; Τι ωραία! Που βάλαμε και «φωτιά» εκεί και «κάψαμε» το δάσος! Συνηθισμένος όμως να είμαι μυστικός δεν ήθελα να με μαγνητοφωνήσετε. Αυτό ήταν αίσθημα ταπεινώσεως.
Πήγαμε κάποτε για προσκύνημα μαζί με τον κύριο Γιώργο και την κυρία Καίτη στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στην Πάτμο. Ήταν πρωί.
Ένιωθα να με πνίγει η χάρις του αγίου Ιωάννου. Είχε κόσμο το σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Φοβήθηκα μήπως προδώσω τα αισθήματά μου. Αν άφηνα τον εαυτό μου να εκδηλωθεί, θα με περνούσαν για τρελό. Αυτοσυγκρατήθηκα. Βγήκα έξω απ’ την εκκλησία. Δεν είναι καλό να βλέπουν οι άλλοι τα βιώματα της μυστικής επαφής με τον Θεό. Γι’ αυτό τους είπα κι εφύγαμε. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ήταν ησυχία. Ήμασταν οι τρεις μας. Δεν υπήρχε άλλος στην εκκλησία. Πριν μπούμε μέσα τους προετοίμασα. Τους λέω:
-Ό,τι κι αν δείτε, δεν θα κουνηθείτε, ούτε θα μιλήσετε.
Μπήκαμε μέσα με ευλάβεια, χωρίς θόρυβο, με σιωπή, απλά, ταπεινά. Σταθήκαμε μπροστά στη Θεία Αποκάλυψη. Γονατίσαμε και οι τρεις, εγώ στη μέση. Πέσαμε πρηνείς. Λέγαμε το «Κύριε Ιησού …» περίπου ένα τέταρτο. Εγώ αισθανόμουν άδειος. Καμιά συγκίνηση, τίποτα. Ερημιά. Κατάλαβε ο αντίθετος, ο διάβολος, και θέλησε να μ’ εμποδίσει.
«Αυτά δεν γίνονται με πρόγραμμα», σκέφθηκα. Την έλεγα, την ήθελα την ευχή –ή μάλλον ούτε την έλεγα, ούτε την ήθελα, διότι όταν τη λέεις, όταν τη θέλεις, καμιά φορά το παίρνει είδηση ο αντίθετος. Είναι ένα πάρα πολύ λεπτό σημείο. Δεν μπορείς μόνος να περιφρονήσεις τον αντίθετο. Και να τον περιφρονήσεις, πρέπει πάλι με την θεία χάρι, ένα ανεξήγητο πράγμα.
Δώστε πολλή προσοχή. Δεν σφίχθηκα, δεν επίεσα την κατάσταση. Δεν πρέπει σ’ αυτά τα πνευματικά να πηγαίνομε με τη βία. Βγήκα έξω. Περιεργάσθηκα τα λουλούδια, σαν να ήθελα ν’ αδιαφορήσω για το ότι δεν γινόταν το άνοιγμα της ψυχής μου. Κοίταξα λίγο τη θάλασσα.
Μπήκα μέσα πάλι στο εκκλησάκι, έβαλα στο θυμιατό λίγα κάρβουνα, τα ανάψα, έβαλα λίγο λιβάνι, θύμιασα και τότε άνοιξε η καρδιά μου. Τότε ήλθε η θεία χάρις.
Στο πρόσωπό μου ήλθε μία λάμψη, έγινα ένθεος, ύψωσα τα μάτια μου. Σε μια στιγμή έπεσα κάτω. Όπως μου είπαν οι συνοδοί μου, έμεινα κάτω είκοσι λεπτά …
Αυτό το θαύμα, που μου έγινε στην Πάτμο, είναι ένα μεγάλο μυστήριο.
Έχει μεγάλη έννοια. Είδα το γεγονός της Αποκαλύψεως. Είδα τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον μαθητή του, τον Πρόχορο, έζησα το γεγονός της Θείας Αποκαλύψεως, όπως ακριβώς είχε συμβεί.
Άκουσα τη φωνή του Χριστού απ’ τη σχισμή του βράχου …
Αυτά να μην τα πείτε πουθενά. Κύριε Ιησού Χριστέ … Να μ’ ελεήσει ο Θεός.
Γιατί σας τα είπα; Πέστε μου …
Σας τα είπα για να μάθετε να εγκαταλείπετε τον εαυτό σας απαλά, χωρίς πίεση στα χέρια του Θεού. Τότε Εκείνος θα έρχεται στις ψυχές σας και θα τις χαριτώνει.
Αν ο πονηρός σας θέτει εμπόδια, να τον περιφρονείτε. Καταλάβατε; Έτσι έκανα κι εγώ. Απασχολήθηκα με κάτι άλλο, όταν συνειδητοποίησα ότι κάτι παρεμβαίνει. Αυτό έχει πολύ βάθος.
Τα λέω αυτά, αλλά δεν μου ‘ρχεται και καλό που τα λέω. Αισθάνομαι ότι δεν πρέπει να τα λέω … Αυτά είναι μυστήρια, δεν μπορώ να τα εξηγήσω. Το μόνο που λέω είναι να γίνονται όλα απλά, ταπεινά, απαλά.
Όταν το θέλεις και περιμένεις να ενωθείς με τον Θεό, όταν εκβιάζεις τον Θεό, δεν έρχεται. Αλλά έρχεται «εν ημέρα ή ου προσδοκάς και εν ώρα ή ου γινώσκεις».
Είναι ένας αγιότατος τρόπος, αλλά δεν μπορείς να τον μάθεις απ’ έξω.
Πρέπει να μπει μέσα στην ψυχή σου μυστικά, ώστε να τον ενστερνισθείς με την χάρι του Θεού.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ