H προρήση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου: «Θα μας μετατρέψουν σκόπιμα σε φτωχούς, και θα μας κυβερνούν πλούσιοι τραπεζίτες» επιβεβαιώνεται – δυστυχώς – σε εντυπωσιακό βαθμό.
Όταν το 2005 ο Χριστόδουλος μιλούσε για «σχέδιο κατά της Ελλάδας», κάποιοι τον έβρισκαν υπερβολικό. Όταν, το 2006, είπε «να είστε έτοιμοι γιατί κάποιοι προετοιμάζουν γενική έφοδο κατά της χώρας», πολλοί δεν τον πήραν στα σοβαρά, υπνωτισμένοι από την εικονική πραγματικότητα της δήθεν «ισχυρής Ελλάδας».
Όταν, το 2007, στο τελευταίο του μήνυμα, προέτρεπε για «αντίσταση και ανάκαμψη για ό,τι κινδυνεύει», είχε δει τις δύσκολες μέρες που έρχονταν και ήθελε να προειδοποιήσει.
«Κάποιοι ετοιμάζουν γενική έφοδο κατά της χώρας (18/2/2005)
Τα αίτια της πρωτοφανούς εκστρατείας εναντίον της Εκκλησίας δεν είναι μόνον τα ανομήματά μας, υπαρκτά ή μη, είναι και άλλα πολλά. Όλα δείχνουν, και πολλοί πλέον το αποδέχονται, ότι οι επιθέσεις είναι συντονισμένες και μεθοδευμένες.
Τα σκάνδαλα είναι, κατά βάσιν, το ισχυρό επικάλυμμα που απευθύνεται στον λαό για να τον διαθέσει δυσμενώς εναντίον μας και να προετοιμάσει τα πνεύματα για τη γενική έφοδο που, όπως φαίνεται, επακολουθεί.
Μία από τις έντεχνες μεθοδεύσεις επηρεασμού ιδίως της νεολαίας είναι η πρόσκληση για συμμετοχή νέων ανθρώπων, και ειδικώς σπουδαστών, σε εκπομπές διασυρμού της Εκκλησίας. «Πόνεσε» και «πονάει» τις αντιεκκλησιαστικές δυνάμεις η αυξανόμενη εμπιστοσύνη της ελληνικής νεολαίας προς την Εκκλησία και αυτό θέλουν να το ανακόψουν με κάθε τρόπο, ακόμη καταστρέφοντας την εικόνα της Εκκλησίας μέσα στην ψυχή τους. Αλλά η νεολαία μας, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, έχει και κρίση και πίστη.
Τούτη την ώρα των σαρωτικών μεταλλαγών που η παγκοσμιοποίηση επιφέρει στους λαούς, ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας μας είναι απαραίτητος στην κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση. Η ευρωπαϊκή κουλτούρα και παράδοση έχει άμεση αναφορά στην ελληνορθόδοξη ιδιαιτερότητα μας. Αυτά τα δύο οφείλουμε να τα καλλιεργήσουμε αναπόσπαστα• δηλαδή, να μην επιτρέψουμε να γίνουμε πολτός μέσα στην Ευρώπη, χωρίς συνείδηση πολιτισμού, αλλά ασφαλώς ούτε και εθνοσοβινιστές.
Τώρα είναι η ώρα για τη μεγάλη έξοδο της Εκκλησίας μας προς την Ευρώπη, με κοινό παρονομαστή τον χριστιανισμό απέναντι στους κινδύνους του τεχνοκρατισμού, των απρόσωπων δομών, του έντεχνου περιορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πνευματικής φτώχειας. Αυτό το εξάμβλωμα θέλουν να επιβάλουν στον τόπο μας όσοι μάχονται την Εκκλησία ή θέλουν να της αφαιρέσουν ή, έστω, να της περιορίσουν— τη δυνατότητα αξιόπιστου λόγου.
Όσο ο παπάς της Εκκλησίας μας θα συνεχίσει το λαμπρό έργο του, όσο ο λαός θα μας εμπιστεύεται, κανείς δεν θα τολμά να μας επιτεθεί. Όταν όμως θα είμαστε ηθικά ανίσχυροι, τότε θα δεχτούμε έφοδο επιθέσεων και αυτή την πραγματικότητα βιώνουμε αυτόν τον καιρό. Δεν επιθυμώ να επεκταθώ περισσότερο στο σημείο αυτό, διότι γνωρίζω ότι όχι μόνο εμείς αλλά και ο λαός έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται τα βαθύτερα αίτια της οργανωμένης αυτής πολεμικής του γενικευμένου δημόσιου διασυρμού, για την οποία όμως το έναυσμα το δώσαμε εμείς.
Αυτοί είναι οι πολιτικοί μας (1/2004)
Οι πολιτικοί μας αγνοούν τι είναι θεολογικά η Εκκλησία. Πολλοί από αυτούς την αντιμετωπίζουν σαν «αναγκαίον κακόν» ή «κακό μπελά» που τους απασχολεί, έχοντας με τους λειτουργούς της καθιερώσει ένα επικίνδυνο κατεστημένο, που μεταφράζεται ενίοτε σε αρνητικές ή θείες γι” αυτούς ψήφους.
Μιλούν για το «ιερατείο» και εννοούν σκοταδισμό και Μεσαίωνα. Βλέπουν τον ιερό κλήρο σαν ένα παρία της κοινωνίας, που απομυζά το κρατικό χρήμα, το χρήμα του λαού. Δεν αναγνωρίζουν στην Εκκλησία καμιά αναγεννητική αποστολή, τη θεωρούν αρμόδια για τα βρέφη και τους γέροντες, τα δύο άκρα της ζωής.
Οι περισσότεροι από αυτούς «εκκλησιάζονται» κατά τις επίσημες δοξολογίες, δεν ζουν μυστηριακή ζωή, δεν λειτουργούνται, δεν κοινωνούν. Την Εκκλησία τη βλέπουν και σαν αντίπαλο τους μερικές φορές, ιδίως όταν, στο πρόσωπο κάποιου δυναμικού ιεράρχη, φαίνεται να επηρεάζει μάζες λαού.
Κι εμείς, από το άλλο μέρος, έχουμε συμβιβαστεί με την κατάσταση αυτή, επιδιώξαμε και εγγραφήκαμε στους τροφίμους του κρατικού προϋπολογισμού, εισπράττουμε κάθε μήνα τον μισθό μας και μένουμε ικανοποιημένοι.
Ο κίνδυνος όμως του επαγγελματισμού καιροφυλακτεί και δεν καταλαβαίνουμε ότι όσο περισσότερο εξαρτόμαστε οικονομικά από το κράτος τόσο λιγότερη ελευθερία χειρισμών σε πελώρια θέματα έχουμε. Το αποτέλεσμα είναι να σιωπούμε όταν χρειάζεται να υψώσουμε κραυγή και να φορτωνόμαστε ξένες αμαρτίες.
Και το ίδιο το κράτος, γνωρίζοντας μας καλά, μας κρατεί υποχείριους με την απειλή και μόνο της απογύμνωσης μας από τα προνόμια που μας εξασφάλισε η «συναλληλία». Και πόσοι τάχα αντέχουν στη στέρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων χάριν μιας αναγέννησης που όμως τη ζητούν οι καιροί και τη λαχταρά ο λαός;
Κάθε φορά που γίνεται λόγος για αναβάθμιση του ιερού κλήρου και για μια δυναμική παρουσία της Εκκλησίας μέσα στον ιστορικό στίβο, συναντάμε μπροστά μας την απειλή για αφαίρεση των προνομίων με τα οποία έχουμε επί μακρόν ζήσει και ίσως και ταυτιστεί μερικοί.
Το νέο ξεκίνημα που πρέπει να γίνει, για να προλάβουμε το τρένο της Ιστορίας, επιβάλλει μια ταχεία μεταμόρφωση και αλλαγή νοοτροπίας, καθώς και μια δυναμική στάση απέναντι στην ίδια τη ζωή.
Αλλά ο κίνδυνος της αναμέτρησης με την πολιτεία, και των συνεπειών της, κυρίως των οικονομικών, τελικά λειτουργεί ανασταλτικά, με αποτέλεσμα να γυρίζει ο φαύλος κύκλος και να μην μπορούμε να απαγκιστρωθούμε. Γιατί πια δεν έχεις να κάνεις με ένα και δύο, αλλά με όλο τον κλήρο που πρέπει να συνεισφέρει στη γενική προσπάθεια.
Ποιος λοιπόν να τολμήσει να κηρύξει μια ειρηνική επανάσταση μετά στην Εκκλησία καλώντας κλήρο και λαό σε πανστρατιά αγάπης, και ποιος θα αποφασίσει να ομιλήσει με τη γλώσσα της ειλικρίνειας προς πάσα κατεύθυνση, όταν είναι τόσο αλληλένδετα τα συμφέροντα με τις επιδιώξεις και τα οράματα με την πραγματικότητα;
Ευγνωμονούμε συχνά εκείνους που μας ενέγραψαν στο δημοσιοϋπαλληλικό μισθολόγιο, αλλά πόσοι αναλογιζόμαστε το φοβερό τίμημα σε ελευθερία που πληρώνουμε και θα πληρώνουμε για πολύ ακόμη;
Τα κηρύγματα περιστρέφονται συνήθως γύρω από ανούσια και αδιάφορα θέματα, ενώ οι ανάγκες του λαού είναι άλλες. Γι” αυτό, σε πολλές περιπτώσεις, φεύγει ο κόσμος από την εκκλησία όταν κάποιος αρχίζει να ομιλεί.
Έτσι, η ελληνική διανόηση, όταν για λόγους ιδεολογικούς δεν εχθρεύεται την Εκκλησία, παραμένει σε μια συναισθηματική σχέση μαζί της, καθαρά επιδερμική και επιφανειακή.
Η διανοουμενίστικη αντίληψη της Εκκλησίας δεν διαφέρει εκείνης των πολιτικών, γιατί και αυτή βλέπει την Εκκλησία ως έκφραση του κατεστημένου, γι” αυτό και εύκολα εκσφενδονίζει τους μύδρους της εναντίον κυρίως των εκκλησιαστικών ηγετών, στους οποίους αρνείται χαρισματικές ιδιότητες και πνευματική υπεροχή.
Συγχέοντας τις προσωπικές ικανότητες κάθε ποιμένα με τις θεόδοτες πνευματικές ιδιότητες της χάριτος, φτάνει σε συμπεράσματα ολισθηρά, συγκρίνοντας και επικρίνοντας, μαζί με τους ανθρώπους, τους ιερούς θεσμούς.
Τα εξοργιστικά, πολλές φορές, κείμενα των διανοουμένων μας κινούνται στη συχνότητα της άγνοιας μαζί και της προκατάληψης σε ό,τι αφορά την Εκκλησία, ενώ παραπλανούν τους αφελείς και υποκαίνε το μίσος των ανθρώπων εναντίον μας, με την επίκληση των φανερών ελαττωμάτων της φυλής μας.
Για τους διανοουμένους μας λοιπόν, η Εκκλησία δεν είναι «σώμα Χριστού», αλλά «αργύριον και χρυσίον», είναι κρατική υπηρεσία, είναι κάλυψη σκανδάλων και άλλων ανομημάτων, κρυφών και φανερών. Αυτού του είδους οι λογάδες δεν διστάζουν να φτάνουν μέχρι παράκρουσης από το μένος τους εναντίον της Εκκλησίας, αντιγράφοντας, κατά κανόνα, ο ένας τον άλλον, μιλώντας αυθαίρετα και συκοφαντικά, καυστικά και άδικα για τη ζωή της Εκκλησίας και των ανθρώπων της.
Την εξομοιώνουν με τον κόσμο και αυτή η εκκοσμικευμένη εικόνα περί Εκκλησίας που έχουν είναι εκείνη που τους οδηγεί σε εξομοιώσεις της με τα αμαρτωλά περιβάλλοντα του κόσμου και σε κρίσεις για δήθεν ίντριγκες και κάστες και συμφέροντα, που όλα μαζί συμβάλλουν αποφασιστικά στη μεγαλύτερη παραπλάνηση του λαού.
Γιατί όλα αυτά και αν ακόμη υποτεθούν αληθινά πολύ απέχουν από το να χαρακτηρίζουν την αληθινή Εκκλησία, που δεν είναι ούτε εκκοσμικευμένος κρατικός οργανισμός ούτε οικονομικός παράγοντας στη ζωή του τόπου ούτε αμαρτωλό κατεστημένο, αλλά ζωή και ειρήνη και αγάπη και σωτηρία και θέωση.
Αίμα από το αίμα μας οι Κύπριοι (30/4/2007)
Eμείς, οι εξ Ελλάδος αδελφοί σας, ζήσαμε και ζούμε, αισθανθήκαμε και αισθανόμεθα περισσότερον από οιονδήποτε άλλον άνθρωπον και λαόν επί της Γης όλα αυτά τα χρόνια τον πόνον, την θλίψιν και το μαρτύριον των ανθρώπων της Κύπρου, διότι δι” ημάς οι Κύπριοι είναι και θα είναι αδέλφια μας, σάρκα από την σάρκα μας και αίμα από το αίμα μας.
Θα μας μετατρέψουν σκόπιμα σε φτωχούς (7/9/2007)
Σήμερα, στη διεθνή βιβλιογραφία, έχει γίνει αποδεκτό ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί ιδεολογία και ότι μία μόνο από τις εκφάνσεις της είναι η κατάργηση των συνόρων στο εμπόριο. Κατά τις Annabelle Mooney και Βetsy Evans, οι πανεπιστημιακοί μελετούν σήμερα την παγκοσμιοποίηση μέσα από διάφορα πεδία της επιστήμης και της τέχνης, όπως είναι οι ανθρωπιστικές επιστήμες, η κοινωνιολογία, η οικονομική επιστήμη, οι διεθνείς σχέσεις, η πολιτική επιστήμη, και η γλωσσολογία, και ερευνούν τις επιπτώσεις της στη ζωή κρατών, εθνών, εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων, αλλά και μεμονωμένως στον κάθε άνθρωπο.
Ο Larry Ray καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ στην Αγγλία, σημειώνει ότι η παγκοσμιοποίηση, οι νέες τεχνολογίες στην πληροφορία, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η κυριαρχία των καταναλωτικών αξιών αποτελούν εξελίξεις, οι οποίες επιφέρουν σήμερα μείζονες αλλαγές στον τρόπο ζωής των λαών της γης και στην προσωπική και κοινωνική καθημερινή ζωή των ανθρώπων.