Σήμερα είναι χρυσός Παραολυμπιονίκης.
Στο σχολείο, όμως, ο Παύλος Μάμαλος βίωσε τον απόλυτο ρατσισμό καθώς τα άλλα παιδιά του πετούσαν τσάντες και τον αποκαλούσαν κούτσαβο, με αποτέλεσμα εκείνος να κάθεται μόνος του και να κλαίει.
Όλα έδειχναν να πηγαίνουν κανονικά, για ένα παιδί όπως όλα τα άλλα που γεννήθηκε το 1971 στον Ασπρόπυργο με φυσιολογικό τοκετό. Τελείωσε το νηπιαγωγείο αλλά όταν άρχισε το δημοτικό, υπέστη πολιομυελίτιδα που τον χτύπησε στα δύο πόδια και τα νέκρωσε. Άλλες εποχές τότε, στην Ελλάδα στα μέσα του ’70 δεν υπήρχαν πολλές επιλογές και ταξίδεψε με τους γονείς του στον Καναδά, για να παλέψουν την ελπίδα που πεθαίνει τελευταία.
«Εκεί κάνανε ό,τι μπορούσαν οι γιατροί και απλούστατα μου είπαν “μην κάνεις την εγχείρηση, γιατί είναι μια εγχείρηση πολύ επίπονη και πολύ επικίνδυνη για τον οργανισμό σου”. Mου είπαν ότι αρχίζει από πάνω, από τον αυχένα και ανοίγουν όλη τη σπονδυλική στήλη μέχρι κάτω όλο τον κορμό του ποδιού, δηλαδή ανοίγουν όλο το κεφάλι, την σπονδυλική στήλη, το αριστερό πόδι.. ανοίγουν τον άνθρωπο και ψάχνουν να βρουν το νεύρο το οποίο έχει πάθει την ζημιά, αλλά αυτό είναι πολύ επίπονο για κάποιον να την κάνει και είναι και πολύ επικίνδυνο. Tελικά με συμβούλεψαν οι γιατροί στον Καναδά να μην την κάνω, γιατί μπορεί να πειράξουν κανένα άλλο νεύρο και να μου νεκρωθούν και τα χέρια…» έχει πει ο ίδιος σε συνέντευξη του. Κι όπως αντιλαμβάνεστε, δεν την έκανε, αποδεχόμενος μαζί με τους γονείς του, τη νέα – απογοητευτική – πραγματικότητα της ζωής του.
Και λέμε απογοητευτική γιατί η συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη από το ίδιο το πρόβλημα του! Ο ρατσισμός και ο κοινωνικός αποκλεισμός έγιναν πλέον η καθημερινότητα του στο σχολείο, ειδικά από τους άλλους μαθητές. Αντεξε μέχρι και την πέμπτη δημοτικού, μετά τα παράτησε: «τα παιδιά με κοροϊδεύανε, με λέγανε ανάπηρο, κούτσαβο και τέτοια πράγματα. Εγώ καθόμουν σε μια γωνιά και έκλαιγα, όταν κτύπαγε το κουδούνι και ανέβαιναν τα παιδιά πάνω, εγώ καθόμουν από κάτω και έκλαιγα. Μου πετούσαν τις τσάντες από το παράθυρο και μου ερχόντουσαν στο κεφάλι και με κορόιδευαν. Δεν με παίρνανε σε εκδρομές, δεν με παίρνανε σε πενταήμερες, καθόμουν μόνος στο σχολείο μέχρι να γυρίσουν τα άλλα παιδιά και έτσι κάποτε, όταν έφτασα στην έκτη δημοτικού, τα παράτησα το σχολείο τελείως και δεν πήγα γυμνάσιο», είναι τα συνταρακτικά λόγια του, πραγματική μαχαιριά στην καρδιά για όσους από εμάς μπορεί κάποτε στη ζωή μας να… κοροιδέψαμε έναν άλλο Παύλο Μάμαλο.
Μετά από όλα αυτά, κλείστηκε στον εαυτό του. Η ρατσιστική συμπεριφορά από τον κοινωνικό του περίγυρο, τον έκανε να μοιάζει με ξένο μέσα στην ίδια του τη ζωή. Κλεισμένος στο δωμάτιο του και με παρέα μόνο τον υπολογιστή, πάλευε με χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα που στριφογύριζαν στο μυαλό του, χωρίς πάντως να κρατά κακία για κανέναν. Τα χρόνια περνούσαν και ο ίδιος έψαχνε μία διέξοδο, την οποία βρήκε αρκετά μεγάλος – στα 27 – και δεν ήταν άλλη από τον αθλητισμό και συγκεκριμένα, τα βάρη. Αγάπησε τη μπάρα, τα κιλά, τα σίδερα και από τότε δεν τα έχει αφήσει ούτε λεπτό. Το 2003 μάλιστα με παρότρυνση ενός ανθρώπου που τον είδε στο γυμναστήριο, άρχισε να ασχολείται σοβαρά με την άρση βαρών, φτάνοντας μάλιστα στην 6η θέση στους Παραλυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ο αθλητισμός λοιπόν ήταν η διέξοδος ή μάλλον η μοναδική επιλογή για να ξεφύγει από το πρόβλημα του, καθώς ως τότε, κλεισμένος πάντα στο σπίτι του, ένιωθε να καταστρέφεται η ζωή του.
Μέσω της άρσης βαρών, βρήκε την ηλιαχτίδα που έψαχνε και όχι μόνο κέρδισε τη ζωή, αλλά και πολλά μετάλλια, με καλύτερα το ασημένιο στους Παραoλυμπιακούς του Πεκίνου, το χάλκινο στο Λονδίνο και τώρα το χρυσό στο Ρίο. Όλα αυτά τα χρόνια πάντως, ήταν μόνος με την οικογένεια του. «Μόνος σου είσαι, πρέπει να στηρίζεσαι σε ότι μπορείς να κάνεις από μόνος σου ή με τη βοήθεια της οικογένειάς σου. Γι’ αυτό και είχαν σαν ήρωες τους γονείς μου. Τώρα που μεγάλωσα, έχω κοντά μου τη μάνα μου, τον πατέρα μου δυστυχώς τον έχασα. Σαν ίνδαλμά μου, λοιπόν, έχω αυτούς τους δύο.»
Ο Παύλος Μάμαλος είναι πλέον συνειδητοποιημένος. Ξέρει τι του συμβαίνει και τι αντιμετωπίζει και δεν τον ενοχλεί καθόλου η κατάσταση του. «Η οικογένειά μου το έχει ξεπεράσει, όπως το έχω ξεπεράσει και εγώ. Ο κόσμος έξω φέρεται κάπως περίεργα. Να σας φέρω ένα παράδειγμα. Μίλησα με ένα φίλο παλιό και μου είπε «τι να σε κάνω ρε φίλε να βγω μαζί σου, είσαι ανάπηρος. Να βγούμε για καφέ, τι να σε κάνω;». Και λέω, εντάξει, γεια, γεια. Του το έκλεισα, τον έσβησα τελείως. Είναι μερικοί που δεν σε καταλαβαίνουν. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει αύριο. Άλλος έχει μηχανάκι, άλλος έχει αμάξι, πάει στη δουλειά και μπορεί να πέσει κάτω και να χτυπήσει, όπως ένας φίλος. Τώρα είναι σε καροτσάκι το παλικάρι, αλλά αυτόν τον πήρε από κάτω, έχει κλειστεί στο σπίτι, δε θέλει να ασχοληθεί ούτε με αθλητισμό ούτε με τίποτα, κλαίει τη μοίρα του. Ένας άλλος φίλος κι αυτός παντρεμένος, οδηγούσε νταλίκα στην Πάτρα, ντεραπάρισε και του κόπηκαν και τα δυο πόδια. Έχει δυο παιδιά και είναι κλεισμένος κι αυτός στο σπίτι.»
Μαθημένος στις… ανηφοριές και με τη δύναμη του αθλητισμού, ο ατσάλινος Παύλος δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Στα 35 του έμαθε για το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας και ολοκλήρωσε το Γυμνάσιο, στιγμή που περιγράφει ως την πιο ευτυχισμένη της… μαθητικής του ζωής. Παντρεύτηκε αλλά και συνέχισε τις προπονήσεις παρότι έπαιρνε τις οδηγίες μέσω φαξ από τον προπονητή του που ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Οσο για επαγγελματική αποκατάσταση, καμία, καθώς παρά τα παραολυμπιακά μετάλλια είναι άνεργος και ζει από το επίδομα που παίρνει λόγω αναπηρίας. Ωστόσο, αυτός ο γίγαντας στα χέρια και στην καρδιά δεν ορίζει ως δυστυχία όλα όσα του έχουν συμβεί αλλά λέει: «δυστυχία είναι να μην έχεις να φας, να μην έχεις δουλειά, να μην ασχολείσαι με τίποτα. Βλέπω καμιά φορά ανθρώπους να ψάχνουν στους κάδους, γιαγιάδες, παππούδες που πηγαίνουν στις λαϊκές και βουρκώνω, τρελαίνομαι και λέω, γιατί να μας καταντήσουν έτσι;»
Τα μαθήματα ζωής από τον 45χρονο υπεραθλητή συνεχίζονται και στον ορισμό της ευτυχίας: «Ευτυχία είναι τα πάντα. Αυτό που έφερα στη χώρα μου είναι ευτυχία, που ξημερώνει και πάω στο δικό μου γυμναστήριο και κάνω προπόνηση είναι ευτυχία. Για μένα όλα είναι ευτυχία. Και που είμαι σε αυτή τη κατάσταση, είναι ευτυχία. Αν ήμουν φυσιολογικός άνθρωπος και με πάταγε μια νταλίκα, πού θα ήμουν τώρα; Ενώ τώρα είμαι ευτυχισμένος…»
Οσοι τον ξέρουν, μιλούν για έναν άνθρωπο που μόνο χαμογελά. Εκτός από τις στιγμές που αναφέρεται στα εμπόδια που βάζουμε στους ανθρώπους με αναπηρία. «Ρατσισμός είναι εκεί που μας πιάνουν τις ράμπες και δεν μπορώ να παρκάρω, δεν έχουμε κράσπεδα να περπατήσουμε. Πάμε σε ένα μαγαζί θέλουμε να αγοράσουμε ένα μπλουζάκι και δεν μπορώ να μπω, γιατί έχει σκαλιά. Δεν είναι όλα τα μαγαζιά προσβάσιμα, ενώ στο εξωτερικό υπάρχουν μαγαζιά προσβάσιμα. Δηλαδή, εγώ για να ψωνίσω, πρέπει να πω σε πολυκατάστημα και αν θέλω να πάω στο Περιστέρι, να πιω έναν καφέ, δεν υπάρχει καφετέρια προσβάσιμη. Φαρμακείο ή εστιατόριο; Ακόμα πιο δύσκολα. Πρέπει να έχουν ράμπες και οι τουαλέτες να είναι προσβάσιμες. Στο εξωτερικό τα πάντα είναι προσβάσιμα, ακόμα και τα μέσα μεταφοράς.»
Αυτός είναι λοιπόν ο Παύλος Μάμαλος και αυτό που σίγουρα θα θέλει, είναι να κρατήσουμε στη μνήμη μας κάποια από τα λόγια του. Θα μας κάνουν όλους, καλύτερους ανθρώπους…
Υ.Γ. Τα μέρη της συνέντευξης του Παύλου Μάμαλου είναι από την ιστοσελίδα Χ@ΜΟΓΕΛ@, γι@τί… χ@νόμ@στε! που δημιούργησαν μαθητές του Περιστερίου!