Τουρκία: Ένα από τα πιο παράδοξα στρατιωτικά και διπλωματικά deals της τελευταίας δεκαετίας βρίσκεται στα πρόθυρα ολοκλήρωσης: η Τουρκία, η οποία πριν λίγα χρόνια είχε χαρακτηρίσει τα Eurofighter Typhoon «ξεπερασμένα» και «ακατάλληλα για το μέλλον», τώρα στρέφεται σε αυτά ως μοναδική λύση για να κρατήσει ζωντανή την Πολεμική της Αεροπορία.
Σε λίγα 24ωρα, ο Γερμανός Καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς αναμένεται να επισκεφθεί την Άγκυρα, επισημοποιώντας τη συμφωνία ύψους 10,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά 20 νέων και 20 μεταχειρισμένων Eurofighter, προερχόμενων από Κατάρ και Ομάν. Μια συμφωνία που —όπως επισημαίνουν τα Reuters και BBC— «διασώζει» τόσο το ευρωπαϊκό πρόγραμμα παραγωγής μαχητικών όσο και τη στρατιωτική αξιοπιστία της Άγκυρας, η οποία είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση μετά τον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα των F-35.
Το deal που έσωσε όλους
Το κονσόρτιουμ των Eurofighter (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία) είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα βιωσιμότητας, καθώς οι περισσότερες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ στράφηκαν στα F-35. Η συμφωνία με την Τουρκία, πέρα από οικονομική ανάσα, λειτουργεί και ως πολιτικό μήνυμα: ότι η Άγκυρα, παρά τις εντάσεις, παραμένει μέρος της δυτικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.
Ο Βρετανός Πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, σε κοινή συνέντευξη με τον Ερντογάν, τόνισε ότι «πρόκειται για συμφωνία νίκης για όλους – για τους εργαζόμενους, για τη βιομηχανία και για την ασφάλεια του ΝΑΤΟ».
Σύμφωνα με το Defense News, το Ηνωμένο Βασίλειο διασφαλίζει περίπου 20.000 θέσεις εργασίας σε εργοστάσια της BAE Systems, Rolls-Royce και Airbus Defence & Space, ενώ η Τουρκία εξασφαλίζει τη συνέχιση της επιχειρησιακής της ικανότητας στους αιθέρες.
Γιατί η Άγκυρα υποχώρησε
Η Τουρκία γνωρίζει ότι δεν έχει άλλη επιλογή. Μετά την αποβολή της από το πρόγραμμα F-35 λόγω της αγοράς των ρωσικών S-400, η Πολεμική της Αεροπορία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο αποστρατιωτικοποίησης. Πολλά από τα F-16 της (ειδικά τα Block 30 και 40) είναι ηλικίας άνω των 20 ετών, με σοβαρές ελλείψεις ανταλλακτικών λόγω των αμερικανικών περιορισμών.
Η Τουρκία περίμενε απαντήσεις από την Ουάσινγκτον για την πώληση νέων F-16 Viper, αλλά οι καθυστερήσεις και οι πολιτικές ενστάσεις στο Κογκρέσο καθιστούν το πρόγραμμα αβέβαιο. Έτσι, τα Eurofighter εμφανίζονται ως «λύση ανάγκης» — όχι ως στρατηγική επιλογή.
Ωστόσο, ακόμη και αυτή η συμφωνία δεν κλείνει όλα τα κενά. Η Άγκυρα θα παραλάβει τα πρώτα μαχητικά της το 2031, ενώ μέχρι τότε, η ψαλίδα με την ελληνική Πολεμική Αεροπορία θα έχει ανοίξει πλήρως.
Η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο
Η Ελλάδα θα διαθέτει τότε στόλο που περιλαμβάνει F-16 Viper, Rafale F3R και τα πρώτα F-35A, τοποθετώντας την στην ελίτ των αεροπορικών δυνάμεων της Ευρώπης.
Αντίθετα, η Τουρκία θα έχει στην καλύτερη περίπτωση 40 Eurofighter 4ης γενιάς, τα οποία, αν και αξιόμαχα, υπολείπονται τεχνολογικά των ελληνικών συστημάτων 4,5 και 5ης γενιάς.
Αναλυτές της Άγκυρας ήδη προειδοποιούν για «ελληνικό πάρτι στο Αιγαίο», καθώς η Ελλάδα, μέσω της Πολεμικής Αεροπορίας, έχει καταφέρει όχι μόνο να εκσυγχρονίσει αλλά και να ολοκληρώσει επιτυχώς το πρόγραμμα υποστήριξης των Rafale και Mirage 2000-5, εξασφαλίζοντας πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Το Associated Press σχολίασε ότι «η Ελλάδα είναι πλέον ο καθοριστικός παράγοντας ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Τουρκία προσπαθεί να καλύψει χαμένο έδαφος».
Το διπλωματικό παρασκήνιο
Η συμφωνία δεν ήρθε χωρίς εντάσεις. Η Γερμανία αρχικά είχε ασκήσει βέτο στην εξαγωγή των Eurofighter προς την Τουρκία, λόγω των τουρκικών σχέσεων με τη Χαμάς και των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το βέτο ήρθη μετά από πίεση του Λονδίνου και των ΗΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι τα αεροσκάφη θα χρησιμοποιηθούν μόνο για επιχειρήσεις εντός του ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για τη συμφωνία και έλαβε διαβεβαιώσεις από το Βερολίνο και το Λονδίνο ότι «η ισορροπία ασφαλείας στο Αιγαίο δεν θα μεταβληθεί».
Η Άγκυρα από την πλευρά της επιδιώκει να εμφανίσει το deal ως «πολιτική νίκη» που αποδεικνύει τη διεθνή της αποδοχή, ενώ στην πράξη λειτουργεί περισσότερο ως προσωρινό μέτρο διάσωσης του στόλου της.
Το οικονομικό αποτύπωμα
Για την Τουρκία, η συμφωνία αυτή είναι οικονομικά δυσβάστακτη. Το κόστος συντήρησης των Eurofighter είναι σχεδόν τριπλάσιο από αυτό των F-16, ενώ η εκπαίδευση των πιλότων και η προσαρμογή των υποδομών θα απαιτήσει νέα κονδύλια. Ωστόσο, για τον Ερντογάν, η κίνηση αυτή έχει σαφές πολιτικό πρόσημο: δείχνει ότι η Τουρκία «δεν εξαρτάται μόνο από τις ΗΠΑ» και μπορεί να στραφεί σε ευρωπαϊκές εναλλακτικές.
Τα διεθνή μέσα, πάντως, βλέπουν το deal με σκεπτικισμό. Το Reuters σχολίασε ότι «η Τουρκία προσπαθεί να ξαναμπεί στο παιχνίδι με όπλα του χθες», ενώ το BBC σημείωσε ότι «η συμφωνία είναι περισσότερο πολιτική παρά στρατηγική, καθώς τα Eurofighter δεν προσφέρουν αποφασιστικό πλεονέκτημα».
Το μήνυμα της Αθήνας
Η ελληνική πλευρά, δια του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, επισημαίνοντας ότι «η ισορροπία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αλλάζει». Οι αναβαθμίσεις του ελληνικού στόλου συνεχίζονται, ενώ η Αθήνα διατηρεί την υποστήριξη της Lockheed Martin για τα F-35 και τη στενή συνεργασία με τη Γαλλία για την περαιτέρω εξέλιξη των Rafale.
Διπλωματικοί κύκλοι εκτιμούν ότι η συμφωνία της Τουρκίας δεν θα ανατρέψει το ισοζύγιο, αλλά θα δώσει στην Άγκυρα μια «ανάσα αξιοπρέπειας» μετά από χρόνια απομόνωσης.
Η Τουρκία στρέφεται σε μαχητικά που κάποτε θεωρούσε ξεπερασμένα, επιχειρώντας να διασώσει την επιχειρησιακή της εικόνα και ταυτόχρονα να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με τη Δύση. Όμως, μέχρι να σηκωθούν τα πρώτα Eurofighter στους ουρανούς της, η Ελλάδα θα έχει ήδη εισέλθει στην εποχή της 5ης γενιάς.
Η συμφωνία αυτή, όσο «διπλωματικά κερδοφόρα» κι αν παρουσιάζεται, επιβεβαιώνει το προφανές: η αεροπορική υπεροχή στο Αιγαίο παραμένει ελληνική υπόθεση.
Και οι διεθνείς αναλυτές συμφωνούν – το παιχνίδι ίσως άλλαξε όνομα, αλλά ο νικητής παραμένει ο ίδιος.






