Τους απείλησαν με θάνατο για να εξισλαμιστούν, τους ταλαιπώρησαν και τους βασάνισαν , ωστόσο, μια χούφτα χριστιανών του Ιράκ, που δεν πρόλαβαν ή δεν μπόρεσαν να διαφύγουν από τα εδάφη που κατέλαβε το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), κατάφεραν και επιβίωσαν ως χριστιανοί κάτω από τον ζυγό των τζιχαντιστών.
Όταν οι τζιχαντιστές κατέλαβαν τον Αύγουστο του 2014 τις Πεδιάδες της Νινευή, στο βορειοδυτικό Ιράκ (βόρεια και ανατολικά της Μοσούλης), δηλαδή τον θύλακα των χριστιανών Ασσύριων στο Ιράκ, το Ισλαμικό Κράτος τους έδωσε τις ακόλουθες επιλογές: α) Να εξισλαμιστούν, β) να πληρώσουν τον φόρο των χριστιανών για να κρατήσουν τη θρησκεία τους, γ) να γίνουν πρόσφυγες και δ) να πεθάνουν.
Περίπου 120.000 Ασσύριοι χριστιανοί εγκατέλειψαν τα εδώ και χιλιετίες εδάφη τους (το βορειοδυτικό Ιράκ είναι η αρχαία Ασσυρία) και κατέφυγαν στο ιρακινό Κουρδιστάν.
Από τις 17 Οκτωβρίου 2016 και μετά, οπότε και ξεκίνησε η επιχείριση για την απελευθέρωση της Μοσούλης, ο ιρακινός στρατός και οι Κούρδοι Πεσμεργκά απελευθέρωσαν πολλά εδάφη γύρω από τη Μοσούλη.
Μαζί με τα ελευθερωμένα χωριά ελευθερώθηκαν και εγκλωβισμένοι χριστιανοί και πλέον μαθαίνονται οι ιστορίες πολλών που έζησαν υπό την κατοχή του ISIS.
Ο Ισμαήλ Μάτι ήταν 14 ετών όταν το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβε την πόλη του, τη Μπαρτάλα, ανατολικά της Μοσούλης.
Έμεινε στο σπίτι του γιατί η μητέρα του, Τζαντάρ Νασί, ήταν άρρωστη. Περίμενε να επιστρέψουν οι συγγενείς τους, που είχαν προλάβει κι έφυγαν από την πόλη, να τους πάρουν κι αυτούς αλλά κανείς δεν γύρισε.
[irp posts=”79943″ name=”Μεγάλο τρομο-χτύπημα στη Ν. Υόρκη με όχημα και υπογραφή των μοναχικών λύκων του ISIS;”]
Αργότερα προσπάθησαν να διαφύγουν με ταξί. Και τις δύο φορές όμως οι τζιχαντιστές τους σταμάτησαν σε σημεία ελέγχου και τους γύρισαν πίσω. Στο τέλος, γιος και μάνα, κατέληξαν σε φυλακή στη Μοσούλη.
«Ήταν σιίτες στοιβαγμένοι σε ένα κελί δίπλα στο δικό μας – πήραν έναν, τον πυροβόλησαν στο κεφάλι και έσυραν το άψυχο κορμί του μπροστά στα μάτια μας», είπε.
«Είπαν στη μητέρα μου ότι το ίδιο θα έκαναν και σε εμένα εάν δεν εξισλαμιζόμασταν. Έτσι εξισλαμιστήκαμε», διηγείται ενώ πλέον φιλοξενείται σε ένα καταφύγιο της ασσυριακής Εκκλησίας στην κουρδική πρωτεύουσα Ερμπίλ στο βόρειο Ιράκ.
Αφού ασπάστηκαν το Ισλάμ, μάνα και γιος γύρισαν στη Μπαρτάλα και από εκεί τους έστειλαν στο χωριό Σουριχάν, στα δυτικά περίχωρα της Μοσούλης.
«Όλοι οι γείτονές μας ήταν Νταές [Ισλαμικό Κράτος]. Έρχονταν κι έλεγχαν εάν τηρούσαμε τη Σαρία [Ισλαμικό Νόμο]».
«Εάν ανακάλυπταν ότι δεν είχα πάει στο τζαμί να προσευχηθώ, έτρωγα βουρδουλιές ορισμένες φορές», λέει ο Ισμαήλ.
Στη συνέχεια τους μετέφεραν σε νέο προσωρινό σπίτι στη Μπαζουάγια, ανατολικά της Μοσούλης.
Ορισμένες φορές τους έδιναν φαγητό φιλικοί κάτοικοι του χωριού αλλά η μητέρα του ποτέ δεν έβγαινε από το σπίτι.
Η μητέρα του, η Τζαντάρ, πάσχει από χρόνιες ημικρανίες και η κατάστασή της δεν της επέτρεπε και πολλά.
Η Ζαρίφα Μπακόος Ντάντο ζούσε στο Καρακός, κάποτε η μεγαλύτερη χριστιανική πόλη του Ιράκ, με τον 90χρονο άρρωστο σύζυγό της.
«Μια Τετάρτη η κατάστασή του χειροτέρεψε, τον πήγαμε στο νοσοκομείο. Την Πέμπτη είχε πεθάνει», είπε η 77χρονη Ζαρίφα.
Συνέχισε να ζει επί δύο χρόνια στο Καρακός, υπό την κατοχή του ISIS, παρέα με την ηλικιωμένη φίλη της Μπαντρίγια.
«Όλο τον καιρό που ζούσα με τη Μπαντρίγια δεν είδαμε κανέναν από τους δικούς μας, μόνο αυτούς τους τύπους», είπε αναφερόμενη στα μέλη του ISIS.
«Μας έφερναν φαγητό συχνά, το άφηναν έξω από την πόρτα μας», είπε.
«Οι μεγαλύτεροι [τζιχαντιστές] μας έλεγαν να μην ανησυχούμε, ότι μας βλέπουν σαν αδελφές τους, αλλά οι νεώτεροι ήταν ταραξίες».
Για ένα σύντομο διάστημα μετέφεραν τις δύο γριές σε φυλακή στη Μοσούλη και τις έκλεισαν στο ίδιο κελί με διαζευγμένες και χήρες, αλλά τελικά τις γύρισαν πίσω στο σπίτι τους στο Καρακός.
«Μια ημέρα, ένας από αυτούς ήρθε και ζητούσε χρήματα και χρυσό. Ακούμπησε το τουφέκι στα πλευρά μου και είπε ότι έπρεπε να τους τα δώσω».
Η Ζαρίφα τους έδωσε 300 δολάρια που είχε και η Μπαντρίγια 15 καράτια χρυσό.
«Μια άλλη φορά, ένας νεαρός άνδρας, ίσως 20 ή 21 ετών, ήρθε και μας είπε να εξισλαμιστούμε. Του είπα ότι έχουμε τα πιστεύω μας και εκείνοι τα δικά τους».
«Με διέταξε να φτύσω σε μια εικόνα της Παναγιάς και σε ένα σταυρό. Αρνήθηκα αλλά με ανάγκασε. Όλη την ώρα έλεγα από μέσα μου στον Θεό ότι δεν ήθελα να κάνω τίποτα από αυτά».
«Ξέρω ότι ο Θεός άκουσε την προσευχή μου γιατί προσπάθησε να κάψει την εικόνα και ο αναπτήρας του δεν άναβε», εξήγησε με πλήρη πίστη ότι είχε συμβεί κάποιο θαύμα.
Όταν οι ιρακινές δυνάμεις εισήλθαν στο Καρακός τον προηγούμενο μήνα, εκείνη και η Μπαντρίγια παγιδεύτηκαν στο σπίτι τους δίχως φαγητό.
Οι δυνάμεις ασφαλείας τις ανακάλυψαν αρκετές ημέρες αργότερα, αφού απελευθερώθηκε η πόλη.
«Όλο τον καιρό προσευχόμουν για τον λαό μου, για την πόλη αλλά και για αυτούς του Νταές, παρακαλούσα ο Θεός να ανοίξει τις καρδιές τους».
Η ηλικιωμένη γυναίκα, που μιλά ασσυριακά, είπε ότι πλημμύρισε με ευτυχία όταν έσμιξε ξανά με τους συγγενείς της.
«Βελτιώθηκαν και τα αραβικά μου με όλους αυτούς τριγύρω, οπότε κάτι βγήκε από αυτό, δόξα τω Θεώ».