Η ε/φ “ DNEVNIK ” (23.1), σε εκτενέστατο δημοσίευμά της, αναφέρει ότι οι αρχές στα Σκόπια ήδη από το 1972 – δηλαδή επί «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της “Μακεδονίας”» στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας – είχαν καταρτίσει ένα πρόγραμμα ανέγερσης 220 μνημείων (αγαλμάτων, προτομών, ανάγλυφων, αναμνηστικών πλακών κλπ) προσωπικοτήτων ή ιστορικών γεγονότων, με στόχο να αποδώσουν τιμή και «να μεταφέρουν τις παραδόσεις του ιστορικού παρελθόντος στις επόμενες γενιές της “μακεδονικής” κοινωνίας».
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, το πρόγραμμα αυτό περιλάμβανε λεπτομερή περιγραφή του είδους του μνημείου, καθώς και του χώρου και χρόνου τοποθέτησής του. Στην αιτιολόγηση του προγράμματος, οι τότε αρχές των Σκοπίων ανέφεραν: «Με τη διαίρεση της “Μακεδονίας” μετά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Σκόπια αναδείχθηκαν ως κέντρο του “μακεδονικού” πολιτισμού, της εκπαίδευσης, της επαναστατικής σκέψης κ.α. Δημιουργήθηκε ελεύθερο “μακεδονικό” κράτος, όμως μόνο για ένα τμήμα του “μακεδονικού” λαού, ενώ τα Σκόπια έγιναν κρατικό, πολιτικό, πολιτιστικό και επιστημονικό κέντρο για ολόκληρο το “μακεδονικό” έθνος. Ως τέτοιο, η πόλη των Σκοπίων θα πρέπει να αποτελέσει μέρος, όπου θα αναδειχθούν μνημειακά προσωπικότητες και γεγονότα που συνδέονται, όχι μόνο με τα Σκόπια ή με το σημερινό έδαφος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της “Μακεδονίας”, αλλά και με τα άλλα δύο τμήματα της “Μακεδονίας” – του Αιγαίου και του Πίριν. Με αυτόν τον τρόπο θα αναδειχθούν οι ιδέες και οι επιθυμίες για εθνική απελευθέρωση των “Μακεδόνων” από αυτά τα δύο τμήματα της “Μακεδονίας”». Η ολοκλήρωση του προγράμματος προβλεπόταν για το 1990, οπότε και θα τοποθετούνταν τα τελευταία μνημεία. Τελικά το πρόγραμμα αυτό υλοποιήθηκε μόνο εν μέρει, σημειώνει η ε/φ, χωρίς να διευκρινίζει ποια από τα μνημεία που προέβλεπε το πρόγραμμα τοποθετήθηκαν και ποιοι ήταν οι λόγοι για τους οποίους δεν ολοκληρώθηκε η υλοποίησή του.
Επικαλούμενη έγγραφα που έχει στη διάθεσή της, η “ DNEVNIK ” επισημαίνει ότι πολλά από τα μνημεία που περιλάμβανε το πρόγραμμα του 1972 συμπίπτουν με μνημεία που κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο του αμφιλεγόμενου σχεδίου «Σκόπια 2014», το οποίο εκπόνησε και υλοποίησε η κυβέρνηση του Νίκολα Γκρούεφσκι, γεγονός που δείχνει, σύμφωνα με την ε/φ, ότι το σχέδιο «Σκόπια 2014» δεν επινοήθηκε «εν μία νυκτί», καθώς οι σκοποί που επιτελεί είχαν απασχολήσει και στο παρελθόν τις αρχές στα Σκόπια.
Σύμφωνα με όσα αποκαλύπτει η ε/φ, το πρόγραμμα του 1972 περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, ένα μνημείο για τον Μέγα Αλέξανδρο, συγκεκριμένα ένα ανάγλυφο που θα αναπαριστά κάποια μάχη του, το οποίο θα τοποθετούταν σε περίοπτη θέση στα Σκόπια. Η τοποθέτηση του μνημείου προβλεπόταν για το 1990. Οι ιθύνοντες του προγράμματος του 1972 έδειχναν να μην ανησυχούν για πιθανή αντίδραση της Ελλάδας στην ενέργεια αυτή, σημειώνει το δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποίο στο αιτιολογικό της απόφασης για την ανέγερση μνημείου του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναφέρεται: «Εμείς οι “Μακεδόνες”, αν και δεν είμαστε απευθείας απόγονοι των Μακεδόνων του Αλεξάνδρου, όχι μόνο πήραμε το όνομα της περιοχής που κατοικούμε, αλλά ως ένα βαθμό αναμειχθήκαμε και αφομοιώσαμε τους παλιούς Μακεδόνες, έτσι που δικαίως θεωρούμε ότι το έργο του Αλεξάνδρου είναι και δικό μας και αποτελεί ιστορική κληρονομιά μας ως χώρας και ως λαού. Η ιδιοποίηση του έργου του Αλεξάνδρου από τους Έλληνες, εναντίον των οποίων πολέμησε και αρκετές φορές υποδούλωσε, έχει το δικό της σκοπό – να δείξει ότι η Μακεδονία και οι Μακεδόνες αποτελούν συστατικό στοιχείο της Ελλάδας. Από τη δική μας πλευρά, η αναγνώριση και η ανέγερση μνημείου προς τιμήν του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα είναι ιστορικά δικαιολογημένη».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν η μοναδική προσωπικότητα της αρχαίας περιόδου που οι τότε αρχές στα Σκόπια σχεδίαζαν να τιμήσουν με την ανέγερση μνημείου, καθώς το πρόγραμμα του 1972 έδινε προτεραιότητα σε προσωπικότητες και γεγονότα που συνδέονται με τη νεότερη ιστορία και με την τότε κυρίαρχη σοσιαλιστική ιδεολογία.
Το πρόγραμμα του 1972 προέβλεπε, επίσης, την ανέγερση μνημείου «για τους “Μακεδόνες” από τη “Μακεδονία του Αιγαίου”, που έχασαν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση τους μέσα από τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου». Σύμφωνα με το πρόγραμμα, το μνημείο αυτό θα τοποθετούταν το 1979 στο Κατλάνοβο, στο σημείο όπου βρισκόταν η κλινική που περιέθαλψε πολλούς μαχητές του ΔΣΕ που είχαν τραυματιστεί στις μάχες.
Επίσης, σύμφωνα με το δημοσίευμα, το πρόγραμμα του 1972 προέβλεπε την κατασκευή μνημειακής σύνθεσης από μαύρο μπρούτζο με θέμα την «“μακεδονική” ενοποίηση», η οποία θα τοποθετούνταν στην περιοχή του νέου σιδηροδρομικού σταθμού στα Σκόπια το 1982, «την επέτειο από την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου και τη διαίρεση της “Μακεδονίας”». Μάλιστα, οι ιθύνοντες του προγράμματος περιγράφουν με λεπτομέρειες τι θα περιλάμβανε το μνημείο αυτό: Το βασικό θέμα θα ήταν ένα ανάγλυφο που θα απεικόνιζε χάρτη «της “Μακεδονίας” στα εθνικά και γεωγραφικά σύνορά της» και θα έδειχνε ότι αυτή «διαμελίστηκε σε τρία μέρη το 1912». Τα τρία μέρη – «η “Μακεδονία” του Πιρίν, του Αιγαίου και του Βαρδάρη» – θα απεικονίζονταν ευκρινώς με τα όριά τους, ενώ στην περιοχή που συναντιούνται τα όρια αυτά στη Γευγελή (σ.σ. δηλαδή στο σημείο που συναντιούνται τα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας-πΓΔΜ) ο χάρτης θα λάμβανε τη μορφή σκακιέρας, προκειμένου να αναδειχθεί ο ρόλος που έπαιξαν οι μεγάλες δυνάμεις και οι γειτονικές χώρες στο γεωπολιτικό παιχνίδι που οδήγησε «στον διαμελισμό της “Μακεδονίας”». Σε κάθε ένα από τα τρία μέρη θα υπήρχαν πυρσοί, των οποίων οι φλόγες θα ενώνονταν, συμβολίζοντας το μέλλον της «“μακεδονικής” ενοποίησης».
Τέλος, σύμφωνα με το δημοσίευμα, το πρόγραμμα του 1972 προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την ανέγερση μνημείων του Κύριλλου και του Μεθόδιου, του Τσάρου Σαμουήλ, του Γκότσε Ντέλτσεφ, του Σαντάνσκι, του Ντάμε Γκρούεφ, του κράλη Μάρκου, του ποιητή Νίκολα Βαπτσάροφ, του Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, της Ένωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, των αγωνιστών της Οκτωβριανής επανάστασης, των αγωνιστών που έχασαν τη ζωή τους στον ισπανικό εμφύλιο, των “Μακεδόνων” που έχασαν τη ζωή τους σε επαναστατικούς αγώνες των βαλκανικών λαών, καθώς και μία σύνθεση με θέμα «ο Τίτο και ο “μακεδονικός” λαός».