Στο «ελληνικό δράμα» όλες οι πλευρές είπαν την αλήθεια ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την αριστερή κυβέρνηση της Αθήνας αλλά και για το δίδυμο Μέρκελ – Σόιμπλε, υποστηρίζει ο Ρολφ Βένκελ από τη Deutsche Welle.
H Γερμανίδα καγκελάριος, ο υπουργός Οικονομικών και οι συνάδελφοί τους στην Ε.Ε. είναι ειδικοί στην τέχνη της δημόσιας άρνησης της πραγματικότητας. Επιμένουν εμφατικά ότι δεν χρειάζεται ελάφρυνση ή «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και συμπεριφέρονται σαν η Αθήνα να μπορούσε τάχα να αποπληρώσει τα χρέη της κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) καθώς και πολλοί επιφανείς οικονομολόγοι έχουν αντίθετη άποψη και λένε αυτό που οι φορολογούμενοι πολίτες ανά την Ευρώπη γνωρίζουν ήδη καλά: τα 11 εκατομμύρια των Ελλήνων δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποπληρώσουν τα 323 δισ. που χρωστούν, δηλαδή ένα πραγματικό βουνό χρέους. Ένα «κούρεμα», σε συνδυασμό με μία σημαντική επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων που θα απομείνουν, θα μπορούσε να δώσει νέα προοπτική στην ταλαιπωρημένη αυτή χώρα.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα ήταν καλοδεχούμενη από τους ψηφοφόρους και τους φορολογουμένους λίγη περισσότερη ειλικρίνεια από τους πολιτικούς. Θα έπρεπε ήδη να παραδεχτούν ότι ήταν εξαρχής μία παράλογη και κουτή ιδέα να δημιουργήσουν μια νομισματική ένωση χωρίς προηγουμένως να έχουν προχωρήσει στην ολοκλήρωση μιας κοινής οικονομικής, δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Θα έπρεπε να έχουν παραδεχτεί ότι ήταν επίσης μια εξόχως ανόητη ιδέα να προσκαλέσουν χώρες της νότιας Ευρώπης με αδύναμα νομίσματα σε αυτό το ισχυρό «νομισματικό κλαμπ», στερώντας τους κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να διορθώνουν οικονομικά λάθη μέσω της υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων.
Περισσότερη ειλικρίνεια θα σήμαινε επίσης ότι οι πολιτικοί θα έλεγαν στους φορολογούμενους και μία ακόμη αλήθεια: ότι τα χρήματα των δύο αρχικών πακέτων βοήθειας προς την Ελλάδα εξανεμίσθηκαν, κάτι που πρόκειται να συμβεί και με τα χρήματα του τρίτου πακέτου. Σε τελική ανάλυση θα ήταν έντιμο τουλάχιστον τα χρήματα του τρίτου πακέτου προς την Ελλάδα να μην χαρακτηρισθούν ως δάνειο αλλά σαν μεταβίβαση ποσών προς έναν λαό που υποφέρει.
Να δοθεί στη χώρα τεχνική βοήθεια
Το 70% περίπου των Ελλήνων τάσσεται υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη, αν μη τι άλλο και για να μην μπορεί η εκάστοτε κυρίαρχη ελίτ να εξυπηρετεί την πελατεία της τυπώνοντας ανεξέλεγκτα χρήμα. Αυτό το θάρρος της πλειοψηφίας των Ελλήνων θα πρέπει να ανταμειφθεί όχι μόνο με την καταβολή της οικονομικής στήριξης αλλά και μέσω τεχνικής βοήθειας. Εάν για παράδειγμα η Αθήνα δεν θέλει ή δεν μπορεί να περικόψει τον υδροκεφαλικό δημόσιο τομέα, θα πρέπει τουλάχιστον να τον μετεκπαιδεύσει.
Είμαι πεπεισμένος ότι η Ελλάδα με τη βοήθεια επαρκούς τεχνογνωσίας από την υπόλοιπη Ευρώπη θα είναι σε θέση να οργανώσει μία ορθολογική λογιστική διαχείριση, μια σωστή φορολογική διοίκηση, ακόμη και ένα σύγχρονο κτηματολόγιο. Προηγουμένως, όμως, πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν οι ελληνικές τράπεζες. Χωρίς επαρκή χρηματοδότηση και χωρίς εμπιστοσύνη στις τράπεζες ακόμη και η πλέον υγιής οικονομία θα κατέρρεε.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι η Γερμανίδα καγκελάριος και ο υπουργός Οικονομικών να σκεφθούν σοβαρά ένα «κούρεμα» ή ακόμα και την πλήρη διαγραφή του ελληνικού χρέους. Αυτό συνέβη άλλωστε ήδη μία φορά στην ιστορία. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η νεαρή τότε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χρωστούσε σε 70 κράτη περίπου 30 δισ. γερμανικά μάρκα. Με τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 οι πιστωτές της περιέκοψαν αυτό το χρέος στο μισό. Και δημιούργησαν έτσι τις προϋποθέσεις για το μετέπειτα γερμανικό οικονομικό θαύμα.