Συγκλονιστικές μαρτυρίες Ελλήνων που βρέθηκαν στην καρδιά των γεγονότων τη μοιραία στιγμή
«Είναι παντού σκοτάδι. Γύρω μου υπάρχουν πολλοί εγκλωβισμένοι και μιλάμε μεταξύ μας για να πάρουμε κουράγιο.
Δεν ξέρουμε τίποτα. Ούτε πού βρισκόμαστε, ούτε εάν μας ψάχνουν, ούτε πώς, πότε και εάν θα βγούμε από δω μέσα. Μας ψάχνει κανείς; Πόσο θα αντέξουμε, Θεέ μου; Φοβάμαι…».
Ο 38χρονος Τζον, χρηματιστής της Morgan Stanley, βρίσκεται εγκλωβισμένος στα ερείπια του Ουόρλντ Τρέιντ Σέντερ και μιλά από το κινητό με τον φίλο του Τζάστιν, για να πάρει κουράγιο. Ο Τζάστιν δεν ξέρει τι να κάνει για να βοηθήσει τον φίλο του που περνά δραματικές στιγμές. Είναι και ο ίδιος σε κατάσταση πανικού. Η Ελληνίδα αρχιτέκτονας Καρίνα Χατζησάββα, συζυγος του Τζάστιν, περιγράφει με κομμένη την ανάσα τη συνομιλία των δύο ανδρών. Και φαντάζεται τις σκηνές πανικού που εξελίχθηκαν στους διαδρόμους των δίδυμων πύργων, καθώς εκείνη είχε αναλάβει τον σχεδιασμό και τη διακόσμηση 6 ορόφων. «Πριν από μερικά χρόνια, ήμουν υπεύθυνη για την ανακαίνιση των ορόφων 101-106 για λογαριασμό της χρηματιστηριακής εταιρίας Shearson Lehman. Ανοίξαμε σκάλες μεταξύ των ορόφων, οι οποίες δεν υπήρχαν, και φτιάξαμε στους δύο τελευταίους ορόφους γραφεία για τα στελέχη. Κοιτάζοντας τις εικόνες στην τηλεόραση, αναρωτιέμαι πώς βγήκαν αυτοί οι άνθρωποι από τα παράθυρα. Είναι 2,5 μέτρα ψηλά και έχουν φάρδος 70 εκατοστά. Δεν ανοίγουν με τίποτα. Προφανώς τα σπάσανε. Φανταστείτε τον πανικό τους…».
«Σαν κατασκευή», συνεχίζει η κ. Χατζησάββα, «τα κτίρια αυτά ήταν από τα πιο γερά. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι κάθε φορά που ανέβαινα με το ασανσέρ μέχρι τον 75ο όροφο γιατί εκεί σταματούσε και κατόπιν έπρεπε να πάρεις άλλο ασανσέρ η καμπίνα κουνούσε από τον αέρα. Όμως το κτίριο άντεξε και στον τυφώνα Γκλόρια, το ’87, όμως ήταν κάτι τρομακτικό να βρίσκεσαι στους ψηλούς ορόφους και να αισθάνεσαι όλο το κτίριο να κουνιέται. Μια εποχή ο σύζυγός μου, Τζάστιν, που ασχολείται με κτηματομεσιτικά, εξέταζε το ενδεχόμενο να μετατρέψει κάποιο από τα 6 υπόγεια επίπεδα σε χώρο για μίνι-γκολφ. Ήταν ψηλοτάβανα και καλοφτιαγμένα αλλά τελικά το σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε επειδή φοβηθήκαμε ότι εάν συνέβαινε κάποια καταστροφή θα εγκλωβίζονταν εκεί πολύ άνθρωποι. Δεν μπορούσαμε όμως να φανταστούμε μια καταστροφή σαν την προχθεσινή…».
Το Γουόρλντ Τρέιντ Σέντερ, οι Δίδυμοι Πύργοι των 110 ορόφων, δέσποζαν στο επιχειρηματικό κέντρο της Νέας Υόρκης, ως σύμβολα της ισχύος του αμερικανικού καπιταλισμού.
Στο συγκρότημα των 7 κτιρίων είχαν γραφεία 435 εταιρείες από 26 χώρες και εργάζονταν περισσότερα από 50.000 άτομα. Ο μεγαλύτερος ένοικος ήταν η τράπεζα επενδύσεων Morgan Stanley, η οποία χρησιμοποιούσε 50 ορόφους κυρίως για τις χρηματιστηριακές της υπηρεσίες.
Περίπου 150.000 άτομα υπολογίζεται ότι επισκέπτονταν καθημερινά το κτιριακό συγκρότημα. Το Γουόρλντ Τρέιντ Σέντερ χρειάστηκε 7 χρόνια για να χτιστεί και ολοκληρώθηκε το 1973, αλλά επίσημα άνοιξε δύο χρόνια αργότερα. Το κόστος της κατασκευής του έφθασε τα 750 εκατομμύρια δολάρια. Σχεδιάστηκε από τους αμερικανούς αρχιτέκτονες Έμερι Ροθ και Μινόρου Γιαμαζάκι. Ο ένας πύργος είχε ύψος 417 μέτρα και ο άλλος 415. Ήταν τα υψηλότερα κτίρια στον κόσμο μέχρι το 1974, όταν χτίστηκε ο πύργος Sears στο Σικάγο με ύψος 452 μέτρα.
Στο ισόγειο του κτιριακού συγκροτήματος λειτουργούσε εμπορικό κέντρο με 70 καταστήματα, ενώ κάτω από τα 6 υπόγεια επίπεδα περνούν γραμμές του Μετρό, οι οποίες εξυπηρετούν περισσότερους από 150.000 ανθρώπους κάθε ημέρα. Οι Δίδυμοι Πύργοι είχαν υπάρξει και παλαιότερα στόχος τρομοκρατών. Το 1993 αυτοκίνητο παγιδευμένο με εκρηκτικά εξερράγη στο υπόγειο γκαράζ, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 6 άτομα, να τραυματιστούν περισσότερα από χίλια και να προκληθούν ζημιές ύψους 300 εκατομμυρίων δολαρίων. Γι’ αυτήν την επίθεση καταδικάστηκαν ο σεΐχής Ομάρ Αμπντέλ-Ραχμάν και άλλοι 10 φανατικοί μουσουλμάνοι. Την Πρωτοχρονιά του 2000 ο δήμαρχος Ρούντολφ Τζουλιάνι εγκαινίασε σε ένα από τα μικρότερα κτίρια του συγκροτήματος ένα υψηλής τεχνολογίας «κέντρο ελέγχου» από το οποίο θα μπορούσε να διοικήσει την πόλη σε περίπτωση μεγάλης καταστροφής. Το κτιριακό συγκρότημα του Γουόρλντ Τρέιντ Σέντερ επιλέχθηκε με κριτήριο τη μεγάλη ασφάλεια που προσέφερε….
Τα τηλεοπτικά δίκτυα έσωσαν ζωές
ΑΝ ένας θάνατος είναι τραγωδία και χίλιοι θάνατοι απλή στατιστική, ο θάνατος δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε λίγα μόνο λεπτά είναι ακριβώς το είδος της μεγάλης κρίσης που δικαιολογεί την ύπαρξη των ΜΜΕ. Ακόμη περισσότερο: σημαντικό μέρος των προχθεσινών δραματικών γεγονότων καλύφθηκε «ζωντανά» από την τηλεόραση. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα έσωσαν ζωές.
Ορισμένοι από τους εργαζόμενους στους Δίδυμους Πύργους του Γουόρλντ Τρέιντ Σέντερ ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά ή ακόμη και με e-mail από οικείους τους, που έβλεπαν εκείνη την ώρα τηλεόραση, να εγκαταλείψουν όσο γίνεται πιο γρήγορα τα γραφεία τους. Οι περισσότεροι, έχοντας νιώσει μια τρομερή δόνηση, δεν ήταν ακριβώς βέβαιοι για το τι είχε συμβεί, ενώ η επιβίωση των πύργων μετά τη βομβιστική ενέργεια του 1993 είχε δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση ασφάλειας.
Η ζωντανή κάλυψη της τραγωδίας από την αμερικανική τηλεόραση ήταν επιτυχημένη. Προσήλωση στα γεγονότα και αποφυγή σχολιασμών. Επιμονή στην ακρίβεια, με αποτέλεσμα καθυστέρηση ανακοίνωσης ειδήσεων αν δεν ήταν επιβεβαιωμένες. Επίμονη άρνηση ανακοίνωσης αριθμού νεκρών, ενόσω δεν υπήρχαν στοιχεία, ώστε να μην «βομβαρδίζεται» με παραπληροφόρηση η κοινή γνώμη. Προσοχή στο θέμα των ενόχων. Φυσικά, έγιναν λάθη. Το CNN μετέδωσε ότι ακόμη ένα αεροσκάφος κατευθυνόταν προς το Πεντάγωνο, το οποίο, σύμφωνα με το Fox News, φλεγόταν ολόκληρο. Το ίδιο σφάλμα έκανε και το CBS ανακοινώνοντας ότι ένα δεύτερο αεροπλάνο «επιτέθηκε» στο αρχηγείο των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Πολύ επιφυλακτικά στις εκτιμήσεις τους ήταν και (τα συνήθως αχαλίνωτα) talk shows, χωρίς πρόχειρο καταλογισμό ευθυνών και αλληλοκατηγορίες. Τα αγρίως ανταγωνιστικά αμερικανικά δίκτυα σταμάτησαν να μεταδίδουν διαφημίσεις και αντάλλασσαν βίντεο μεταξύ τους.
Σε «κατάσταση πολέμου» ο αμερικανικός Τύπος
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε «κατάσταση πολέμου» και αντιμετωπίζουν μια δοκιμασία που συγκρίνεται με το Περλ Χάρμπορ, αλλά θα απαντήσουν με αποφασιστικότητα, υπογράμμιζαν χθες τα κύρια άρθρα του αμερικανικού Τύπου.
«Τα κτίρια κατέρρευσαν. Η δημοκρατία παραμένει», έγραψαν οι «Λος Άντζελες Τάιμς». «Για μια γενιά νέων, αυτό θα είναι το δικό τους Περλ Χάρμπορ, η δική τους δολοφονία του Κέννεντυ», προσθέτει η εφημερίδα.
Άλλες εφημερίδες υπογράμμιζαν ωστόσο τη διαφορά του τότε με το σήμερα: Στο Περλ Χάρμπορ «γνωρίζαμε τους εχθρούς μας. Αυτή τη φορά όχι. Όχι ακόμα», γράφει η «Ουάσιγκτον Ποστ», επισημαίνοντας πως «η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ είχε στόχο στρατιωτικές δυνάμεις, όχι αμάχους». Σύμφωνα με την εφημερίδα της αμερικανικής πρωτεύουσας, «το έθνος πρέπει να προετοιμαστεί για να πολεμήσει τον πρώτο πόλεμό του στο νέο αιώνα με ηρεμία και αποφασιστικότητα. Ο πόλεμος αυτός έγκειται κατ’ αρχάς στον εντοπισμό και την τιμωρία των αυτουργών της σφαγής και θα πρέπει να συνεχιστεί μέχρι να εξαλειφθούν οι πηγές υποστήριξης των τρομοκρατών και να ενισχυθούν αποφασιστικά οι άμυνες της χώρας». Σύμφωνα με την «USA Today», «η Τρίτη άλλαξε τα πάντα. Ο κόσμος μας δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος».
Οι ευρωπαϊκές εφημερίδες έκαναν λόγο για πραγματικό πόλεμο κατά της Δύσης και υπογράμμιζαν πως τίποτε δεν θα είναι πλέον όπως πριν. «Μια καλή συνεννόηση, βασισμένη σε μια απαραίτητη διεθνή συνεργασία, αξίζει περισσότερο απ’ όλες τις αντιπυραυλικές ασπίδες», γράφει η ισπανική «Ελ Παΐς». Γ
Στη Μέση Ανατολή, ο Τύπος υπογράμμιζε χθες ότι, με την καταστροφή του Ουόρλντ Τρέιντ Σέντερ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν με βίαιο τρόπο ένα σύμβολο της ισχύος τους.
Γιατί κατέρρευσαν
Γιατί κατέρρευσε το Γουόρλντ Τρέιντ Σέντερ; Θεωρητικά, έπρεπε να μπορεί να αντέξει τη σύγκρουση με ένα Μπόινγκ 707, το βαρύτερο αεροπλάνο την εποχή που κατασκευάστηκε, και ο σκελετός είχε ενισχυθεί μετά την τρομοκρατική επίθεση το 1993.
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η κατάρρευση οφείλεται στα χιλιάδες γαλόνια κηροζίνης που μετέφεραν τα αεροσκάφη που έπεσαν πάνω στους Δίδυμους Πύργους. Το ρήγμα που προκάλεσαν τα αεροσκάφη καθώς και η φωτιά που εκδηλώθηκε δημιούργησαν ένα ιδιότυπο καμίνι στο οποίο αναπτύχθηκαν πολύ υψηλές θερμοκρασίες (πιθανόν μέχρι και 800 βαθμούς).
Η θερμότητα μεταδόθηκε προς τα πάνω και προς τα κάτω στο χαλύβδινο σκελετό του κτιρίου που είναι σε τέτοιους ουρανοξύστες φέρον στοιχείο της οικοδομής. Ο χάλυβας άντεξε περίπου μια ώρα και ύστερα άρχισε να λειώνει σαν πλαστικό. Ο σκελετός δεν ήταν δυνατόν να αντέξει άλλο το βάρος. Το κτίριο κατέρρευσε σαν κατασκευή από τραπουλόχαρτα, με τους ορόφους να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο.
Οι ουρανοξύστες όπως το Γουόρλντ Τρέιντ Σέντερ έχουν συνήθως στη μέση έναν «πυρήνα» από μπετόν αρμέ. Στην περίμετρο οι χαλύβδινοι δοκοί φέρουν τα πατώματα και τους τοίχους από μπετόν. Για λόγους πυρασφαλείας όλοι οι οδοί διαφυγής στο κέντρο είναι κατασκευασμένοι από πυρίμαχο μπετόν.
Οι ειδικοί υποθέτουν ότι εξαιτίας της σύγκρουσης των αεροσκαφών κηροζίνη διείσδυσε στον πυρίμαχο πυρήνα (τούνελ). Όλοι οι οδοί διαφυγής στα πατώματα που βρίσκονταν πάνω από την σύγκρουση πρέπει να αποκλείστηκαν αμέσως.
Κάθε πύργος του Γουόρλντ Τρέιντ Σέντερ διέθετε 100 ανελκυστήρες, μέσω των οποίων ήταν δυνατόν να εκκενωθεί το κτίριο μέσα σε πέντα λεπτά. Την Τρίτη, οι συνθήκες κάθε άλλο παρά κανονικές ήταν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΕΡΕΜΕΣ – Μηχανικός των «Twins»
«Έτρεχα σαν χαμένος. Προσπαθούσα να καλύψω το κεφάλι μου γιατί ένιωθα πίσω μου τζάμια να σπάνε και να πέφτουν. Δεν τολμούσα να γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου…».
Ο κ. Γιάννης Τζερεμές είναι ένας από τους Έλληνες που εργάζονταν στους δίδυμους πύργους του Μανχάταν. Τη στιγμή του χτυπήματος βρισκόταν στον έναν ουρανοξύστη. Μέσα σε δευτερόλεπτα ξύπνησαν οι μνήμες του από τη βομβιστική ενέργεια εννέα χρόνια πριν. Και τότε ο 34χρονος Γιάννης Τζερεμές, που ξεκίνησε από την Κάσο για τη Νέα Υόρκη πριν από 16 χρόνια, ήταν εκεί. Στη θέση του. Στη δουλειά του!
«Βρισκόμουν στον έβδομο όροφο», λέει στα «ΝΕΑ», με φωνή που δηλώνει άνθρωπο σοκαρισμένο, αλλά που προσπαθεί να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του και να συνέλθει.
«Ήμουν μόνος μου σε ένα δωμάτιο του ορόφου. Ένιωσα ένα πολύ δυνατό τράνταγμα. Αμέσως το μυαλό μου πήγε σε μια νέα βομβιστική επίθεση, όπως τότε, πριν από εννέα χρόνια».
Είχε… εμπειρία
Η προηγούμενη εμπειρία μάλλον βοήθησε τον Γιάννη Τζερεμέ, αφού μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες των επτά ορόφων για να βγει έξω, χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο. «Βρέθηκα μαζί με άλλους τρεις τέσσερις συναδέλφους μου. Ήμασταν όλοι καλά. Τρέχαμε προς την έξοδο του ουρανοξύστη. Όταν βγήκα έξω, επικρατούσε κιόλας το χάος, κι ας μην είχαν περάσει παρά ελάχιστα λεπτά.
Θυμάμαι πως έτρεχα με τα χέρια μου στο κεφάλι για να καλυφθώ από τα τζάμια του κτιρίου που έπεφταν συνεχώς. Δεν τολμούσα να κοιτάξω πίσω μου. Άκουγα φωνές, ουρλιαχτά, αλλά συνέχιζα να τρέχω. Όταν ένιωσα πως είχα απομακρυνθεί αρκετά, τότε σταμάτησα. Γύρισα και κοίταξα το κτίριο να φλέγεται. Ακόμη και τότε δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πως ένα αεροπλάνο, γεμάτο ανθρώπους, είχε καρφωθεί στον πύργο». Ο νεαρός μηχανικός συστημάτων κλιματισμού του ουρανοξύστη αποφάσισε να κάνει βήματα προς τα πίσω.
«Έπρεπε να ειδοποιήσω τη γυναίκα μου πως ήμουν καλά», λέει στα «ΝΕΑ» και συνεχίζει: «Γύρισα λοιπόν πίσω και μπήκα σε ένα ελληνικό εστιατόριο που βρίσκεται δίπλα στους δίδυμους πύργους. Μου έδωσαν τηλέφωνο και έτσι πολύ γρήγορα μίλησα μαζί της στο σπίτι μας».
Όμως, στο μεταξύ, είχαν περάσει δεκαοκτώ λεπτά. Η δεύτερη πτήση θανάτου πλησίαζε τον άλλο πύργο. Κανείς πλέον δεν πίστευε τι συνέβαινε.
«Όλοι τα είχαμε χάσει. Ήταν σαν να μη συνέβαινε στ’ αλήθεια, σαν να είχαμε μπει όλοι μαζί σε μια ταινία, σε έναν εφιάλτη».
Ο Γιάννης Τζερεμές, που στην βομβιστική επίθεση του ’93 είχε τραυματισθεί, παρέμεινε με εκατοντάδες άλλους ανθρώπους, που είτε είχαν προλάβει να βγουν είτε είχαν στο μεταξύ φτάσει, έξω από τους ουρανοξύστες.
Η στιγμή της κατάρρευσης ήταν γι’ αυτόν η χειρότερη ώρα. «Μας κάλυψε όλους ένα κύμα σκόνης. Δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω. Τρέχαμε για ν’ απομακρυνθούμε, αλλά ένιωθα τη σκόνη να με πνίγει. Πέρασε απ’ το μυαλό μου να πέσω στο ποτάμι, να σωθώ…».
Πήτερ Παπαμάνιουαλ.Έτρεχα χωρίςνα ξέρω πού πηγαίνω
«Έβλεπα παντού γύρω μου χτυπημένους ανθρώπους. Κάποιοι ήταν ήδη νεκροί». Ο Πήτερ Παπαμάνιουαλ, γεννημένος στη Νέα Υόρκη από Έλληνες γονείς, δεν θα πίστευε ποτέ ότι θα γιόρταζε τα 28α γενέθλιά του με τον τρόμο μίας τέτοιας επίθεσης. Η εταιρεία στην οποία δουλεύει βρίσκεται στη Γουώλ Στρητ, απέναντι από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και μόλις πέντε λεπτά από τους «Δίδυμους Πύργους». «Από το γραφείο μου έβλεπα τους δύο Πύργους. Το σοκ ήρθε όταν είδαμε τα αεροπλάνα να πέφτουν πάνω τους, το ένα μετά το άλλο. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά, χωρίς να προλάβουμε να το συνειδητοποιήσουμε».
Τους ειδοποίησαν να βγουν από το κτίριο. «Είχα το αυτοκίνητό μου σε ένα γκαράζ λίγο πιο κάτω. Δεν με άφησαν να πλησιάσω. Κομμάτια του πύργου είχαν πέσει σε αυτό το σημείο». Έμεινε εκεί για ελάχιστα λεπτά. «Περίμενα να δω αν θα μπορέσω να πάρω το αυτοκίνητο. Κανείς μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε καταλάβει το μέγεθος αυτών των γεγονότων. Κοίταξα προς τα πάνω…».
Δεν πρόλαβε όμως να κάνει τίποτα άλλο. Οι δύο πύργοι άρχισαν να καταρρέουν. «Δεκάδες άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν. Έτρεχα και εγώ μαζί τους χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Το μόνο που μπορούσα να καταλάβω ήταν οι φωνές και τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που προσπαθούσαν έντρομοι να γλιτώσουν».
«Δεν πρέπει να προχώρησα πολύ», λέει συνεχίζοντας την αφήγησή του, «πήδηξα σε ένα υπόγειο γκαράζ. Εκεί ήταν μαζεμένοι περίπου 100 άνθρωποι. Σε λίγο όλα σκοτείνιασαν. Μέρα μεσημέρι και φαινόταν σαν νύχτα. Καπνός και χώματα γέμισαν όλον το χώρο. Έβλεπα γύρω μου ανθρώπους χτυπημένους. Κάποιοι άλλοι δεν κουνιόνταν καθόλου. Ήταν πεθαμένοι…».
* Ο Άρης Παπαθανασίου, ένας Έλληνας που εργαζόταν στην εταιρεία Μόργκαν Στάνλεϊ, στον 64ο όροφο του 2ου πύργου του Κέντρου, πρόλαβε να εγκαταλείψει το γραφείο του λίγα λεπτά πριν από την κατάρρευση του πύργου.
ΝΙΚΟΣ ΗΛΙΑΚΩΣΤΑΣ – Χρηματιστής στο Μανχάταν
«Είδα το αεροπλάνο να διαπερνά τον πύργο»
Πήγε στο γραφείο του όπως κάθε πρωί. Την ώρα που έπινε τον καφέ του αισθάνθηκε ότι το κτίριο κουνιέται. Δεν έδωσε σημασία γιατί «αυτά συμβαίνουν συχνά στο κτίριο». Όταν, όμως, κοίταξε από το παράθυρο, δεν πίστευε ότι αυτό που έβλεπε είναι πραγματικότητα.
Ο Νίκος Ηλιακώστας, χρηματιστής στην Τράπεζα Μπέρκλεϊς, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στους Δίδυμους Πύργους, άναψε αμέσως την τηλεόραση για να δει τι είχε συμβεί. «Στην αρχή δεν καταλάβαμε, νομίζαμε ότι πρόκειται για κάτι άλλο. Κοιτάξαμε πάλι έξω από το παράθυρο και τότε είδα το δεύτερο αεροπλάνο να διαπερνά τους Δίδυμους Πύργους και τη φωτιά», αφηγείται συγκλονισμένος.
Έπεφτε ο πύργος
Αμέσως μετά μπήκε στο κτίριο η ασφάλεια της Τράπεζας και διέταξε τους υπαλλήλους να εκκενώσουν άμεσα τον χώρο. «Συναντηθήκαμε λίγο πιο κάτω με τους συναδέλφους για να μάθουμε τι έγινε, αλλά δεν μας έλεγε κανείς. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχα φοβηθεί, γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει», λέει. Αργότερα, όμως, όταν ξαναγύρισε στο γραφείο, «έπεφτε ο ένας Πύργος κάτω». Τότε μόνο συνειδητοποίησε το μέγεθος της τραγωδίας. «Αν δεν το έχεις ζήσει, δεν μπορώ να στο περιγράψω. Δεν έβλεπες τίποτα από τη σκόνη, οι τζαμαρίες έπεφταν από το κτίριο, ο κόσμος έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις. Το άλλο κτίριο καιγόταν. Είναι τρομακτικό θέαμα να βλέπεις ένα τόσο ψηλό κτίριο να καίγεται».
Έτρεξε και εκείνος για να γλιτώσει. Λίγο αργότερα, όμως, ξαναγύρισε. Εκείνη τη στιγμή κατέρρεε και ο δεύτερος Πύργος. «Έτρεμε η γη, σαν να γινόταν σεισμός. Έτρεχα για να σωθώ. Παντού υπήρχε σκόνη και καπνός και τρόμος. Δεν μπορούσες να δεις τίποτα».
ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
Ελπίζω να άντεξε η εκκλησία
Δράμα. Η λέξη έρχεται ξανά και ξανά στα χείλη του πατέρα Ιωάννη Ρώμα, του ιερέα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, η οποία βρίσκεται στο νότιο τμήμα των Δίδυμων Πύργων που κατέρρευσαν σαν χάρτινοι προχθές το πρωί.
Ο ίδιος βρισκόταν στο γραφείο του εκείνη την ώρα και «ευτυχώς που η εκκλησία ήταν κλειστή». «Προσπάθησα να κατέβω στους Δίδυμους Πύργους μόλις έμαθα τι έγινε, αλλά δε με άφησαν», λέει συγκλονισμένος στα «ΝΕΑ» ο πατέρας Ιωάννης Ρώμας. Θυμάται ότι λίγο μετά την κατάρρευση του πρώτου κτιρίου «τα πράγματα ήταν πολύ τραγικά. Κόσμος, πολύς κόσμος, παντού. Χιλιάδες κόσμου έτρεχαν πανικόβλητοι με τα τηλέφωνα στα χέρια».
Τέτοια εικόνα χάους δεν έχει ξαναδεί στη Νέα Υόρκη στα 17 χρόνια που βρίσκεται στην ενορία του Αγίου Νικολάου στο Μανχάταν. «Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ασθενοφόρα και οχήματα της αστυνομίας. Και ο κόσμος έτρεχε συνέχεια, χωρίς να σταματά», αφηγείται. Τώρα φοβάται για την τύχη των Ελλήνων μήπως βρίσκονται ανάμεσα στους νεκρούς, αφού κι εκείνος, όπως και άλλοι, γνωρίζει ότι πολλοί δούλευαν στους Δίδυμους Πύργους. «Όλος ο κόσμος πρέπει να πενθεί σήμερα και να προσεύχεται να αναπαυθούν οι ψυχές αυτών που έφυγαν τόσο τραγικά», επαναλαμβάνει συνέχεια.
Για την εκκλησία δεν γνώριζε τίποτα μέχρι χθες το απόγευμα. Ούτε αν έπεσε, ούτε αν άντεξε το φοβερό τράνταγμα που προκάλεσε η κατάρρευση των πολυώροφων Δίδυμων Πύργων. «Ελπίζω ο ναός να έμεινε όρθιος, όπως μένει όρθιος ο Άγιος Νικόλαος στα λιμάνια», λέει και η φωνή του τρέμει.