ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Η τακτική ψήφος είναι σύνηθες φαινόμενο στη μεταπολεμική Γερμανία, μιας και σχεδόν ποτέ δεν προκύπτει από το εκλογικό αποτέλεσμα αυτοδύναμη κυβέρνηση
Η τακτική ψήφος είναι σύνηθες φαινόμενο στη μεταπολεμική Γερμανία, μιας και σχεδόν ποτέ δεν προκύπτει από το εκλογικό αποτέλεσμα αυτοδύναμη κυβέρνηση. Τι αλλάζει στις φετινές ομοσπονδιακές εκλογές; Η επιλογή υποψηφίου και κόμματος είναι πολλές φορές μία αρκετά απλή διαδικασία – ιδίως για όσους ψηφίζουν αποκλειστικά βάσει ιδεολογικών, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων ή και επιλέγουν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση παγίως το ίδιο κόμμα.
Σε πολλές περιπτώσεις όμως η εκλογή μπορεί να αποδειχθεί αρκετά περίπλοκη, όπως συμβαίνει για παράδειγμα όταν κάποιος παραμένει έως την ύστατη στιγμή αναποφάσιστος, είτε πάλι όταν φαντάζει αδύνατη η αυτοδυναμία ενός κόμματος, οπότε και οι ψηφοφόροι βάζουν… αρκετή δόση τακτικής στην αξιολόγησή τους, με σκοπό να επηρεάσουν τη διαμόρφωση του κυβερνητικού συνασπισμού – καταλήγοντας έτσι συχνά να ψηφίσουν ένα κόμμα με το οποίο δεν ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό.
Η τακτική ψήφος στις γερμανικές εκλογές
Η λεγόμενη τακτική ψήφος αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στη Γερμανία και αυτό επειδή όποτε οι Γερμανοί πηγαίνουν στις κάλπες, μοιάζει σχεδόν βέβαιο πως μετά τις εκλογές θα πρέπει να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού – άλλωστε στις γερμανικές εκλογές μεταπολεμικά, με εξαίρεση τη Χριστιανική Ένωση CDU/CSU υπό τον Κόνραντ Αντενάουερ το 1957, κανένα κόμμα δεν έχει καταφέρει ποτέ να συγκεντρώσει ποσοστό άνω του 50%.
Την ίδια στιγμή είναι συχνά πολύ υψηλό και το ποσοστό των αναποφάσιστων. Το ίδιο συμβαίνει και φέτος: πριν από λίγες εβδομάδες το ποσοστό των αναποφάσιστων ανερχόταν περίπου στο 33%, ενώ ακόμη και σήμερα, λίγες ώρες πριν από τις εκλογές, το 20% δηλώνει σε δημοσκοπήσεις πως ενδέχεται να αλλάξει άποψη έως την Κυριακή για το κόμμα που θα επιλέξει.
Η επιλογή κόμματος στην τακτική ψήφο καθορίζεται από τις προτεραιότητες του εκάστοτε ψηφοφόρου, είτε αυτές αφορούν διεθνή ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η συνεργασία με τις ΗΠΑ, είτε εγχώρια θέματα, όπως η πράσινη μετάβαση και η αποδυνάμωση της AfD.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε προσφάτως έντονα και στις τοπικές εκλογές της ανατολικής Γερμανίας: στο Βρανδεμβούργο πολλοί ψηφοφόροι που υπό άλλες συνθήκες θα ψήφιζαν CDU επέλεξαν αντ’ αυτού το SPD, ώστε να αποφευχθεί η επικράτηση της AfD – το αντίστροφο συνέβη στις εκλογές της Σαξονίας, όπου πολλοί που θα προτιμούσαν το SPD ή τους Πρασίνους αποφάσισαν εν τέλει να στηρίξουν το CDU. Μάλιστα η τακτική αυτή αποδείχθηκε επιτυχής, καθώς και στα δύο κρατίδια η AfD έχασε τελικά την πρώτη θέση στο νήμα.
Στις ομοσπονδιακές εκλογές βέβαια τα πράγματα είναι πιο σύνθετα.
Ψήφος ενάντια στην πόλωση;
Όσον αφορά την AfD, οι δημοσκόποι διαβλέπουν πως το ακροδεξιό κόμμα θα σημειώσει το καλύτερο εκλογικό του αποτέλεσμα σε ομοσπονδιακό επίπεδο – από την άλλη πλευρά όμως δεν ανησυχούν πως θα μπορούσε να πλησιάσει και στην πρώτη θέση.
Σε αυτήν την αξιολόγηση όμως έρχεται να προστεθεί ένας ακόμα αστάθμητος παράγοντας: πολλοί απ’ όσους έχουν συμμετάσχει στις δημοσκοπήσεις, ιδίως από τη δυτική Γερμανία, δεν θέλουν να προδώσουν τις εκλογικές τους προτιμήσεις. Και επομένως, δεν αποκλείεται να έχει υποτιμηθεί η απήχηση της AfD – κάτι αντίστοιχο έχει παρατηρηθεί εξάλλου και σε άλλες χώρες ανά την υφήλιο, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις δύο εκλογικές νίκες του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ.
Κάτι που απασχολεί γενικώς μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος είναι η πόλωση που υπάρχει στον πολιτικό διάλογο, η αδιαλλαξία πολλών πολιτικών και οι έντονες διακομματικές αντιπαραθέσεις. Κατ’ επέκταση πολλοί ψηφοφόροι είναι πιθανό να προτιμήσουν – κάτι που προτείνουν και οι εκλογολόγοι σε όσους απεύχονται τη διατήρηση του πολωμένου κλίματος – είτε τη Χριστιανική Ένωση CDU/CSU είτε το SPD, ώστε να περιοριστεί κατά το δυνατόν η εκπροσώπηση κομμάτων όπως η AfD, η Αριστερά και η Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ και να προκύψει ένας ισχυρός δικομματικός συνασπισμός που θα μπορέσει να κυβερνήσει με μεγαλύτερη ευκολία και λιγότερες αντιπαραθέσεις.
Η αλλαγή της εκλογικής νομοθεσίας
Στο ψηφοδέλτιο για τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές οι πολίτες καταθέτουν δύο ψήφους: η πρώτη δίνεται σε έναν υποψήφιο από την εκλογική περιφέρεια του ψηφοφόρου, ενώ η δεύτερη είναι αυτή που καθορίζει το ποσοστό ενός κόμματος στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο. Σύμφωνα μάλιστα με το ZDF, το 20-25% των ψηφοφόρων επιλέγει στην πρώτη ψήφο υποψήφιο διαφορετικού κόμματος από αυτό που διαλέγει στη δεύτερη ψήφο.
Έπειτα από την αναθεώρηση της εκλογικής νομοθεσίας το 2023 και εν αντιθέσει με παλαιότερα, που ο αριθμός των εδρών παρουσίαζε αυξομειώσεις, οι έδρες στην Μπούντεσταγκ προκαθορίζονται στις 630 και η αναλογική σύνθεση του κοινοβουλίου προκύπτει αποκλειστικά από το αποτέλεσμα των δεύτερων ψήφων. Εάν ο αριθμός των επιτυχόντων υποψηφίων εκλογικής περιφέρειας υπερβαίνει τον αριθμό των εδρών του κόμματος – εάν δηλαδή δεν «καλύπτεται» από το αποτέλεσμα της «δεύτερης ψήφου» – οι επιτυχόντες υποψήφιοι της εκλογικής περιφέρειας με τους χαμηλότερους αριθμούς ψήφων δεν λαμβάνουν καμία έδρα. Επομένως, οι ψηφοφόροι τώρα θα θέλουν μάλλον να «σιγουρέψουν» την είσοδο του υποψηφίου τους στο κοινοβούλιο και ως εκ τούτου θα διαλέγουν το κόμμα στο οποίο ανήκει αυτός και στη δεύτερη ψήφο τους.
Στο παρελθόν υπήρχαν κόμματα που ζητούσαν από τους ψηφοφόρους να τα επιλέξουν στη δεύτερη ψήφο τους, ακόμα και αν διάλεγαν υποψήφιο άλλου κόμματος στην πρώτη ψήφο – ώστε τα κόμματα αυτά να μπορέσουν τουλάχιστον να υπερβούν το απαιτούμενο 5% για την είσοδό τους στην Μπούντεσταγκ.
Γιατί είναι κρίσιμα όλα αυτά; Διότι η νέα εκλογική νομοθεσία αναμένεται να επηρεάσει όσους επιλέγουν την τακτική ψήφο και να ανατρέψει τα δεδομένα σε βάρος των μικρότερων κομμάτων, ιδίως αυτών που δημοσκοπικά απέχουν αρκετά από το 5%. Το FDP για παράδειγμα, που παλαιότερα ζητούσε τη δεύτερη ψήφο πολιτών που στήριζαν τη Χριστιανική Ένωση, πιθανότατα θα ζημιωθεί. Και αντιστοίχως περισσότεροι ψηφοφόροι που προτιμούν αριστερές παρατάξεις ενδέχεται να επιλέξουν το SPD ή τους Πρασίνους έναντι των μικρότερων αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων.
Η οργάνωση Campact, η οποία τάσσεται υπέρ των προοδευτικών πολιτικών και κομμάτων, συμβουλεύει ξεκάθαρα στην ιστοσελίδα της τους προοδευτικούς ψηφοφόρους να μην ψηφίσουν μικρά κόμματα, διότι με αυτόν τον τρόπο θα ωφελήσουν εμμέσως τη Χριστιανική Ένωση CDU/CSU και την AfD και θα αποδυναμώσουν τα ισχυρότερα κόμματα της κεντροαριστεράς, δηλαδή το SPD και τους Πρασίνους – δυσκολεύοντας ταυτοχρόνως και τον σχηματισμό ενός ισχυρού, δικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού.
Μία περίπλοκη επιλογή
Όσο περίπλοκα είναι τα φλέγοντα ζητήματα που κυριαρχούν στον γερμανικό προεκλογικό αγώνα, άλλο τόσο περίπλοκη θα είναι και η επιλογή κόμματος για τους ψηφοφόρους που θα προτιμήσουν την τακτική ψήφο.
Σε όποια απόφαση και αν καταλήξει ο κάθε εκλογέας πάντως, το σίγουρο είναι ένα: όσα περισσότερα μικρά κόμματα καταφέρουν να μπουν στο κοινοβούλιο, τόσο πιο δύσκολος θα είναι ο σχηματισμός του κυβερνητικού συνασπισμού – και ως εκ τούτου μάλλον τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η πολιτική αστάθεια στη γερμανική πολιτική σκηνή μετεκλογικά.
Πηγή: Deutsche Welle