Ο ισπανικός λαός κινητοποιήθηκε για να αποτρέψει μία κυβέρνηση της Δεξιάς. Αυτό είναι το πρώτο σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ισπανία, τονίζει σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Στίβεν Φόρτι, ο οποίος είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Universitat Autònoma de Barcelona και ερευνητής στο Ινστιτούτο Ιστορίας του Universidade Nova της Λισσαβόνας.
Η προσέλευση στις κάλπες (75,8%), ήταν πράγματι αυξημένη κατά 6% σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές του 2016 και η Δεξιά χωρίς καμία αμφιβολία ηττήθηκε κατά κράτος. Το δεύτερο στοιχείο είναι ο κεντρικός ρόλος του διπόλου Αριστερά-Δεξιά, που πολλοί πίστευαν πως είχε πεθάνει και που όμως αποτέλεσε έναν άξονα πάνω στον οποίο παίχθηκαν οι ψήφοι. Η χώρα στην ουσία έχει μοιρασθεί στα δύο.
Μία τρίτη παρατήρηση αφορά τον κερματισμό της ψήφου: ουδέποτε άλλοτε στο ισπανικό Κοινοβούλιο δεν αντιπροσωπεύθηκαν πέντε πολιτικές παρατάξεις με ποσοστά άνω του 10%. Το πολιτικό σύστημα έχει μεταβληθεί ριζικά σε σχέση με το παρελθόν, όταν κυριαρχούσαν στον πολιτικό χάρτη μόνον δύο κόμματα, οι Σοσιαλιστές και το Λαϊκό Κόμμα (PP και PSOE). Αυτό καθαυτό το γεγονός επηρεάζει βαθιά και τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Στο εξής πλέον είναι απαραίτητες οι κομματικές συμμαχίες, μία κυβερνητική πρακτική στην οποία δεν είναι συνηθισμένοι οι Ισπανοί.
Ο αδιαμφισβήτητος νικητής των εκλογών είναι το σοσιαλιστικό PSOE, που φθάνει το 30% και εκλέγει 123 βουλευτές, γεγονός που θα επιτρέψει στον πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ να συνεχίσει στο Παλάτι της Μονκλόα. Το αποτέλεσμα που πέτυχαν οι Σοσιαλιστές στην Ισπανία κινείται στον αντίποδα της πορείας των άλλων σοσιαλδημοκρατικών παρατάξεων στην Ευρώπη -με εξαίρεση το αντίστοιχο πορτογαλικό του Αντόνιο Κόστα. Το Unidas Podemos του Πάβλο Ιγκλέσιας άντεξε, παρά την αιμορραγία ψήφων (14,3%, 42 βουλευτές), χάνοντας όμως περίπου 30 βουλευτές εν σχέσει με τις εκλογές του 2016. Πάντως οι προβλέψεις των σφυγμομετρήσεων έκαναν λόγο για μία εκλογική κατάρρευση του κόμματος, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό δεν επαληθεύθηκε.
Ο μεγάλος ηττημένος χωρίς αμφιβολία είναι το δεξιό Partido Popular, που κατέγραψε τη χειρότερη εκλογική του επίδοση στην ιστορία του (16,7%, 66 βουλευτές, χάνοντας 61 έδρες), κινδυνεύοντας να χάσει για λίγο και την ηγεμονία από τους Πολίτες (Ciudadanos- 15,9%, 57 βουλευτές). Η ακροδεξιά Vox (10,3%, 24 έδρες) εισέρχεται στο Κοινοβούλιο, αλλά με λιγότερες δυνάμεις απ΄ όσο πρόβλεπαν ορισμένες δημοσκοπήσεις κι επιπλέον οι έδρες της δεν πρόκειται να αποδειχθούν αποφασιστικές για να σχηματισθεί κάποιο κυβερνητικό σχήμα, όπως συνέβη στην Ανδαλουσία τον περασμένο Δεκέμβριο.
Συνεπώς, τώρα τα πιθανά σενάρια που ανοίγονται στην Ισπανία είναι μόνον δύο: είτε μία κυβέρνηση με το PSOE και τους Ciudadanos, είτε μία αριστερή- προοδευτική κυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές, τους Unidas Podemos και άλλες παρατάξεις από τις Αυτόνομες Περιφέρειες. Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη που προτιμούν οι κυρίαρχες οικονομικο-κοινωνικές ελίτ της χώρας, όμως ο Άλβερτ Ριβέρα, ο ηγέτης των Ciudadanos έχει κατ΄ επανάληψη αποκλείσει στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας οποιαδήποτε περίπτωση συμφώνου με το PSOE.
Επιπλέον, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα τον εξυπηρετούσε, αφ΄ ης στιγμής ο κύριος στόχος του πλέον είναι η ηγεμονία του κόμματός του στη δεξιά παράταξη και να καταπιεί κυριολεκτικά και διαπαντός το Λαϊκό Κόμμα. Στο σημείο τούτο θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως πολλοί Σοσιαλιστές, κατά τα επινίκεια των εκλογών, δήλωσαν ρητώς στον Σάντσεθ πως δεν επιθυμούν μία κυβέρνηση με τον Ριβέρα. Εξάλλου, και η βάση του κόμματος αξιώνει μία συμμαχία με τις άλλες αριστερές δυνάμεις.
Η δεύτερη τούτη λύση φαντάζει και ως η πιο πιθανή: το πρόβλημα είναι πώς θα αθροίσει κάποιος 176 βουλευτές για να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο της Μαδρίτης. Στον Σάντσεθ δεν φθάνουν οι έδρες των Unidas Podemos, του Compromís της Βαλένθιας, των αυτονομιστών Βάσκων του PNV και των τοπικών βουλευτών της Καντάβρια. Χρειάζεται τουλάχιστον την αποχή των Καταλανών αυτονομιστών της Esquerra Republicana de Catalunya, που αυτοί είναι οι πραγματικοί νικητές των εκλογών στην Περιφέρειά τους (από τους 9 βουλευτές το 2016 αύξησαν πλέον τις έδρες τους στις 15).
Το δεδομένο τούτο αποδεικνύει περίτρανα για μία φορά ακόμη τον κεντρικό ρόλο του Καταλανικού, το οποίο αργά, ή γρήγορα, η κυβέρνηση της Μαδρίτης θα χρειασθεί να επιδιώξει την επίλυσή του. Βέβαια, υπάρχει και μία τρίτη λύση, η οποία πολύ θα άρεσε στους Σοσιαλιστές: να κυβερνήσουν ως κυβέρνηση μειοψηφίας, επιδιώκοντας κατά περίσταση κοινοβουλευτικά ερείσματα, πότε στην Κεντροδεξιά (Ciudadanos) και πότε στην Αριστερά (Unidas Podemos). Η επιλογή αυτή είναι μεν δύσκολη, όχι όμως και αδύνατη.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να δοθεί σύντομα μία λύση: στις 26 Μαΐου θα διεξαχθούν ξανά στην Ισπανία οι ευρωεκλογές και οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές, όπου θα κριθεί το σύνολο των δήμων της χώρας και 12 από τις 17 Αυτόνομες Περιφέρειες. Μέχρι τώρα καμία από τις πολιτικές παρατάξεις δεν έχει εκφράσει σαφώς τις θέσεις της.
Θα υπάρξουν πολλές επίσημες διαβουλεύσεις και πολλές άτυπες συζητήσεις, όμως είναι δύσκολο να επιτευχθεί ένα κυβερνητικό σχήμα. Όλοι θα αναμένουν και τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαΐου. Μία πρώτη ένδειξη μάλλον θα έχουμε στις 21 Μαΐου, οπότε και θα συσταθεί σε σώμα το νεοαναδειχθέν Κοινοβούλιο και τότε θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε τι είδους συμμαχίες είναι δυνατόν να σχηματισθούν.