Ζελένσκι: Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να αποτελεί σημείο έντονων πιέσεων και γεωπολιτικών εξελίξεων.
Του Παντελή Χαριτάκη
Ο πρόεδρος της χώρας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, βρίσκεται στο επίκεντρο διεθνών πιέσεων από ευρωπαϊκές και δυτικές χώρες, οι οποίες τον προτρέπουν να αλλάξει τη στρατηγική του και να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία, με στόχο τον τερματισμό του πολέμου που διαρκεί σχεδόν τρία χρόνια. Η στρατηγική αυτή, ωστόσο, παραμένει δύσκολη, καθώς οι συνθήκες στο πεδίο και οι διαφορετικές προσεγγίσεις των εμπλεκόμενων δυνάμεων δημιουργούν ένα σύνθετο σκηνικό.
Η Διεθνής Διάσταση και ο Ρόλος των ΗΠΑ
Μία από τις πιο σημαντικές παραμέτρους που επιδρούν στην κρίση είναι η αλλαγή της ηγεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ντόναλντ Τραμπ, που αναμένεται να αναλάβει ξανά την προεδρία τον Ιανουάριο, έχει εκφράσει διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον πόλεμο, δίνοντας προτεραιότητα στη μείωση των δαπανών των ΗΠΑ για την υποστήριξη της Ουκρανίας. Η ανάλυση του πρακτορείου Bloomberg υπογραμμίζει ότι η αλλαγή αυτή στην πολιτική των ΗΠΑ μπορεί να επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις, καθώς ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θα πιέσει για μια ταχύτερη επίλυση της σύγκρουσης, πιθανόν με συμβιβασμούς από την πλευρά του Κιέβου.
Στο μεταξύ, η απερχόμενη κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν ενέκρινε τη χρήση όπλων μεγάλης εμβέλειας από την Ουκρανία για επιθέσεις εντός ρωσικού εδάφους, μια απόφαση που στοχεύει στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Ουκρανίας πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ. Παρόλα αυτά, ειδικοί όπως ο Ρουσλάν Πουκόφ εκτιμούν ότι αυτή η κλιμάκωση δεν είναι αρκετή για να αλλάξει ριζικά την πορεία της σύγκρουσης, καθώς οι δυνάμεις των δύο χωρών παραμένουν σε σχετική ισορροπία.
Οι Ευρωπαϊκές Πιέσεις και ο Ρόλος του Μακρόν
Από την πλευρά της Ευρώπης, οι πιέσεις προς τον Ζελένσκι συνεχίζονται, καθώς γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να επιτύχει αποφασιστική νίκη στο πεδίο. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προτείνουν την εξέταση συμβιβαστικών λύσεων, αν και ο Ζελένσκι απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε ενδεχόμενο που δεν εγγυάται την πλήρη εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν εμφανίζεται απαισιόδοξος, δηλώνοντας ότι η Ρωσία δεν έχει καμία διάθεση να διαπραγματευτεί μια ειλικρινή ειρηνευτική συμφωνία. «Ο Πούτιν προετοιμάζεται για κλιμάκωση, όχι για ειρήνη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Τούρκος Πρόεδρος και η Πρόταση Ανακωχής
Στο διπλωματικό πεδίο, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί να διαδραματίσει ρόλο ειρηνοποιού, προτείνοντας μια λύση που περιλαμβάνει τη δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης στο Ντονμπάς, την ανάπτυξη διεθνών στρατευμάτων και την προσωρινή παύση της διαδικασίας ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ για τα επόμενα 10 χρόνια. Παρόλο που η πρόταση θεωρείται δύσκολα αποδεκτή από το Κίεβο, η Άγκυρα τη βλέπει ως έναν ρεαλιστικό τρόπο να σταματήσουν οι συγκρούσεις.
Οι συνομιλίες της G20 στο Ρίο ντε Τζανέιρο θα αποτελέσουν μια σημαντική ευκαιρία για την προώθηση της πρότασης αυτής. Ωστόσο, η Ρωσία φαίνεται αποφασισμένη να συνεχίσει τη στρατηγική φθοράς, πιστεύοντας ότι οι προκλήσεις της Ουκρανίας και η φθίνουσα υποστήριξη από τη Δύση θα ενισχύσουν τη θέση της. Η συμμετοχή Βορειοκορεατικών στρατευμάτων στις ρωσικές γραμμές και οι πληροφορίες για πιθανή αποστολή έως και 100.000 στρατιωτών από τη Βόρεια Κορέα δημιουργούν νέες ανησυχίες για την πορεία της σύγκρουσης.
Η Θέση του Ζελένσκι και οι Προκλήσεις
Ο Ζελένσκι, από την πλευρά του, παραμένει σταθερός στις απαιτήσεις του για περισσότερη στρατιωτική υποστήριξη από τη Δύση. Όπως έχει δηλώσει, «για εμάς, νίκη σημαίνει μια ισχυρή Ουκρανία, είτε μέσω διπλωματίας είτε μέσω του πεδίου της μάχης». Παράλληλα, προσπαθεί να πείσει τους συμμάχους του ότι οποιαδήποτε μορφή συμβιβασμού που επιτρέπει στη Ρωσία να διατηρήσει εδάφη είναι απαράδεκτη.
Οι πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας, ωστόσο, μειώνονται, καθώς ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν διαμηνύει ότι οποιαδήποτε διαπραγμάτευση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια και τις εδαφικές της κατακτήσεις. Η τελική ανακοίνωση της G20, που αναμένεται να είναι λιγότερο επικριτική για τη Ρωσία, απογοητεύει το Κίεβο, ενώ ενισχύει την αίσθηση ότι η διεθνής κοινότητα αποδέχεται μια παρατεταμένη σύγκρουση.