Πολλοί νέοι Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία είναι δύο φορές θύματα: της κρίσης και της εκμετάλλευσης.
Αυτό ισχύει κυρίως για όσους δεν έχουν προετοιμαστεί σωστά για τη μεγάλη απόφαση και δεν γνωρίζουν τη γλώσσα.
Οι νέοι μετανάστες δεν έχουν πάντα την ίδια τύχη. Όποιοι έρχονται με πτυχία και γνωρίζουν τη γλώσσα, όχι μόνο πέφτουν στα μαλακά, αλλά είναι ευπρόσδεκτοι. Ιδίως όσοι διαθέτουν πολύ ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και σημαντική επαγγελματική εμπειρία και προϋπηρεσία απορροφώνται άμεσα από τη γερμανική αγορά εργασίας σε περίοπτες θέσεις σε νοσοκομεία, σε επιχειρήσεις ή σε πολυεθνικές εταιρείες.
Τα προβλήματα αναφύονται στους επαγγελματικά ανειδίκευτους, καθώς και σε όσους έρχονται στη Γερμανία χωρίς κάποια μόρφωση και γνώσεις γερμανικών, νομίζοντας ότι έρχονται στη «γη της επαγγελίας» και υπάρχει ψωμί για όλους. Αυτή η κατηγορία των νεο-μεταναστών μπορεί να πέσει πολύ εύκολα θύμα εκμετάλλευσης. Η πρώτη πόρτα που χτυπούν συνήθως για δουλειά είναι στα εστιατόρια, ιδιαίτερα στα ελληνικά εστιατόρια σε πρώτη φάση. Οι εμπειρίες τους δεν είναι πάντα θετικές: ημερομίσθια πείνας και χωρίς ασφάλεια, άθλια καταλύματα κατά ομάδες, ατέλειωτες ώρες εργασίας. Οι περισσότεροι παθόντες δεν θέλουν να μιλήσουν, δεν θέλουν να αναφέρουν ούτε το όνομά τους ή το όνομα του εστιατορίου γιατί φοβούνται τις απειλές των πρώην εργοδοτών τους. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις.
Μια τέτοια βρήκαμε στο Βερολίνο. Είναι ο Πέτρος. Αλλάξαμε το όνομά του και «σβήσαμε» τα ονόματα των ελληνικών εστιατορίων, στα οποία αναζήτησε εργασία. «Στο πρώτο που πήγα ήταν το …, στο….. Ζητούσε κάποιο βοηθό στην κουζίνα. Πήγα από εκεί, μου είπε για 45 ευρώ το 8ωρο – γιατί άλλα σου λένε στην αρχή κι αλλά στη συνέχεια – μετά μου λέει, ότι δεν χρειάζονταν συγκεκριμένα κάποιον για κάποια συγκεκριμένη δουλειά, απλά να είναι ένας για όλες τις δουλειές, δηλαδή και στα τηγάνια και στη λάντζα και σε όλο το μαγαζί. Και πάλι είπα δεν πειράζει.
Μετά από 12 ώρες εργασίας πήγα να του πω να μου δώσει το μεροκάματο. Μου λέει ότι η πρώτη μέρα στη δουλειά είναι δοκιμαστική στη Γερμανία και δεν πληρώνεται. Λογικό είναι να τρελάθηκα εκείνη τη στιγμή. Άρχισα και φώναζα. Στο τέλος πάντως, μου λέει, ως πρώτη μέρα που δεν γνωρίζεις τη δουλειά, θα σου δώσω μόνο 20 ευρώ. Έφυγα από αυτόν πήγα να δουλέψω κάπου αλλού, πάλι από αγγελία, μέσω γνωστών και φίλων. Πήγα στο … που είναι κάπου στο βορειοανατολικό Βερολίνο για 45 ευρώ την ημέρα, πάλι 8ωρο.
Μετά το αλλάζει, γίνεται 12ωρο, και επιπλέον τις Κυριακές πρέπει να πηγαίνεις από τις 10 το πρωί. Αυτά τα λένε στην πορεία, δεν τα λένε πριν, όταν γίνεται η συμφωνία, γιατί σε πιάνουν στην ανάγκη ότι δεν ξέρεις τη γλώσσα, άρα αναγκαστικά θα δουλέψεις εκεί. Εννοείται ανασφάλιστος. Ή αν θα δουλέψεις για 12 ώρες, δεν θα σε ασφαλίσει για 12, ή για 8 ώρες, θα σε ασφαλίσει για 3 με 4 ώρες το πολύ», είπε στη DW.
Εξυπακούεται ότι δεν συμπεριφέρεται έτσι η πλειονότητα των επαγγελματιών της εστίασης. Ωστόσο υπάρχουν και τα κρούσματα εκμετάλλευσης. «Παγίδες» εγκυμονεί και η προσέλκυση νέων μεταναστών από την Ελλάδα στη Γερμανία μέσω ιδιωτικών γραφείων ευρέσεως εργασίας. Οι όροι είναι μεν πιο ελκυστικοί – καλές αποδοχές, σπίτι και φαγητό στο εστιατόριο – αλλά πρόκειται συχνά για παγίδα. Ο Νίκος Αθανασιάδης, μέλος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων, μας μεταφέρει τραγικές περιπτώσεις.
«Η πιο τραγική είναι ένα ζευγάρι που το πετάξανε έξω μέσα στο κρύο, στους μείον 15 βαθμούς και τα παιδιά δεν είχανε ούτε τα απαραίτητα ρούχα, γιατί υπολόγιζαν να έρθουν, να πληρωθούν και να πάνε να ψωνίσουν. Δεν γνώριζαν τέτοιο χειμώνα, πρώτη φορά βγήκαν στο εξωτερικό, ένας μάλιστα δεν είχε δει χιόνι στη ζωή του. Η άλλη περίπτωση ενός παιδιού το οποίο βασικά έμπλεξε με δικαστήρια, έγινε καταζητούμενος, επενέβη η ομοσπονδία με τον νομικό της σύμβουλο και το βοηθήσαμε το παιδί, Μια άλλη περίπτωση μιας κυρίας, έγινε πρόσφατα το καλοκαίρι: πάλι το ίδιο, την πετάξανε στο δρόμο κι αυτήν. Μας πήρε τηλέφωνο, πήγαμε, μιλήσαμε και με τον εστιάτορα, τελικά συμφωνήσαμε σε ένα μικρό ποσό, ούτως ώστε να έχει κάποια χρήματα όχι για να πάρει το εισιτήρια επιστροφής, αλλά να κινηθεί λίγο, να πάρει να φάει κάτι. Δεν είχε να φάει τίποτα».
Η Μαρία Οικονομίδου είναι συντονίστρια στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Βερολίνου, τον κατεξοχήν χώρο συνάντησης παλαιών με νέους μετανάστες. Η οικεία ατμόσφαιρα λύνει τις γλώσσες, που περιγράφουν ιστορίες πέρα από τη φαντασία. «Είχα συνοδεύσει σε κάποια φάση έναν βοσκό, που τον είχαν φέρει εδώ. Ο άνθρωπος φυσικά δεν είχε καμιά αίσθηση, ούτε του τόπου, αλλά ούτε του χρόνου, στον οποίο ζούσε. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να τον βοηθήσω, ο άνθρωπος έπεσε θύμα εκμετάλλευσης, ζούσε σε κάτι σπηλιές – ναι το Βερολίνο έχει σπηλιές, έτσι έμαθα κι εγώ ότι έχει σπηλιές – και προσπαθούσε να συντηρηθεί κατά κάποιον τρόπο».
Πόσοι είναι αυτοί που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης; Σύμφωνα με το Γενικό Προξενείο του Μονάχου, πόλη που δέχεται τους περισσότερους νέους μετανάστες, μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να γίνει ο υπολογισμός. Στη Βαυαρία πρέπει να είναι γύρω στους χίλιους, σε ολόκληρη τη Γερμανία γύρω στους 5.000 για το 2011 και το 2012. Τα περισσότερα θύματα εκμετάλλευσης δεν απευθύνονται στις ελληνικές αρχές για βοήθεια. Όσοι απευθύνονται, ζητούν να καταγγελθεί το περιστατικό στην αστυνομία, καταγγελία που θα πρέπει να γίνει επώνυμα.
Ο επαναπατρισμός είναι μια άλλη δύσκολη πτυχή, γιατί τα κατά τόπους προξενεία δεν διαθέτουν σχετικά κονδύλια. Η πρακτική που ακολουθεί το Γενικό Προξενείο του Μονάχου είναι σε δύο κατευθύνσεις: από τη μια υποδεικνύει φτηνούς τρόπους επιστροφής στην Ελλάδα, από την άλλη γνωστοποιεί στους παθόντες ότι υπάρχει διαδικασία δανεισμού από το ελληνικό δημόσιο για την κάλυψη των εισιτηρίων, εφόσον βέβαια είναι φορολογικά καταγεγραμμένοι στην Ελλάδα.