Τα ηθικά διλήμματα που αντιμετώπισε ένας αμερικανός πρώην ένστολος και πώς έφτασε τελικά να μισεί που ήταν αστυνομικός, περιγράφει γλαφυρά ένα άρθρο στο themarshallproject.org.
Κάποτε ο Raeford Davis σκεφτόταν με χαρά την προοπτική να φορέσει την αστυνομική στολή. Η εργασία στην επιβολή του νόμου ταίριαζε απόλυτα στον άντρα από τη Νότια Καρολίνα, ο οποίος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου οι άνθρωποι αφιέρωναν τη ζωή τους στην αλληλεγγύη προς το συνάνθρωπο. Η μητέρα του ήταν δασκάλα και ο πατέρας του εργαζόταν ως νοσηλευτής.
Τελικά, αποφάσισε το 2002 να ενταχθεί στους κόλπους της αστυνομίας, και υπηρέτησε στη μικρή, αλλά βυθισμένη στη βία πόλη του Βόρειου Τσάρλεστον. Το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, βρέθηκε στη δίνη της αρνητικής δημοσιότητας το περασμένο έτος, από ένα βίντεο που δόθηκε στη δημοσιότητα όταν ο αξιωματικός Michael T. Slager καταγράφηκε να πυροβολεί 8 φορές πισώπλατα έναν άοπλο αφροαμερικανό άντρα, τον Walter Scott, αφού προηγουμένως τον είχε σταματήσει για παραβίαση του ΚΟΚ.
Ο άντρας ήταν προβληματισμένος σχεδόν από την αρχή της καριέρας του, αναφορικά με τον τρόπο προσέγγισης του τμήματός του στην καταπολέμηση του προβλήματος των ναρκωτικών, που οι μειονοτικές κοινότητες χρησιμοποιούν ως «καύσιμο» στη βία.
Θεωρούσε αναποτελεσματικές, στην καλύτερη περίπτωση, τις πολιτικές που εφάρμοζαν οι ένστολοι για την πάταξη του εμπορίου ναρκωτικών. Ο ίδιος, πάλευε με τη συνείδηση και την ηθική του, που ήταν σαφώς αντίθετες με τις αστυνομικές πρακτικές. Το 2006, αποσύρθηκε από το Σώμα, όταν χτυπήθηκε από αυτοκίνητο -ενώ βρισκόταν σε υπηρεσία- με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο πόδι. Ο 43χρονος, σήμερα εργάζεται στο Law Enforcement Against Prohibition, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που μάχεται το εμπόριο ναρκωτικών.
«Θυμάμαι από την αρχή, σχεδόν της καριέρας μου, να κάνω περιπολία σε μια περιοχή και να σταματάω κόσμο για μια σειρά από παραβάσεις και στη συνέχεια, μια απλή παράβαση του Stop για παράδειγμα, να μετατρέπεται σε έρευνα του οχήματος για ναρκωτικά», λέει ο ίδιος.
«Ήμουν με μερικούς αξιωματικούς, που σταμάτησαν ένα νεαρό αφροαμερικανό, για κάποια παράβαση. Ήμασταν 4-5, μεγαλόσωμοι με τις στολές και τα όπλα μας, και στεκόμασταν γύρω του. Ρωτήσαμε “δε σε πειράζει αν ψάξουμε το όχημά σου για ναρκωτικά, έτσι;” Τι θα έλεγε αυτό το παιδί; Δε θα έλεγε όχι. Δε βρήκαμε τίποτα και τον αφήσαμε να συνεχίσει το δρόμο του. Αλλά ένιωσα ότι εκείνη την ημέρα, κερδίσαμε το μίσος του…»
«Μια άλλη φορά, ήμουν μαζί με έναν αξιωματικό, συνοδό σκύλου Κ-9. Σταματήσαμε έναν τύπο μόνο και μόνο επειδή βρισκόταν σε μια κακόφημη γειτονιά. Ήταν ένας μεσήλικας αφροαμερικανός, που οδηγούσε ένα όμορφο αμάξι. Φέραμε το σκύλο μαζί. Πήδηξε και γρατζούνισε την πόρτα. Μετά, φυσικά, πήδηξε μέσα και χάλασε τα δερμάτινα καθίσματα. Βλέπω το σκύλο να τα κάνει αυτά και σκέφτομαι “Παναγία μου!”. Δε βρήκαμε τίποτα στο αυτοκίνητο που ήταν φυσικά γεμάτο με γρατσουνιές… Κτηνώδες.
Αργότερα συνειδητοποίησα πώς συλλαμβάνουμε ανθρώπους που πωλούν ναρκωτικά, μετά ποινικοποιούνται και καταστρέφεται κάθε ευκαιρία για να γίνουν κάποτε παραγωγικά μέλη της κοινωνίας. (…)
Ώσπου, μια ημέρα, με χτύπησε ένα φορτηγό ενώ βρισκόμουν έξω, ρυθμίζοντας την κυκλοφορία. Το πόδι μου έσπασε και είχα πρόβλημα με την ακοή, οπότε αποσύρθηκα λόγω σωματικής ανικανότητας. Το ότι έφυγα από τη δουλειά, ελευθέρωσε το μυαλό μου. Μπορώ να καταλάβω πώς οι αστυνομικοί που εξακολουθούν και εργάζονται, δεν μπορούν να παραδεχτούν ότι ορισμένες από τις πολιτικές που επιβάλλουν, είναι αντιπαραγωγικές. (…) Όσον αφορά τους ανθρώπους που έχουν πληγεί από την αστυνομία και εξακολουθούν και κρατούν το μίσος τους, έχω αυτή την απολογία: ήταν λάθος από τη μεριά μου να χρησιμοποιήσω βία εναντίον σας για απλή κατοχή ή εμπορία ναρκωτικών.
Οι ενέργειές μου, αν και επιβλαβείς, ήταν χωρίς κακία. Πίστευα τότε ότι ήταν προς το συμφέρον της κοινότητας μας. Μπορώ να ζητήσω μόνο περισσότερη συγχώρεση απ’ ό, τι έχετε δείξει».