Πολλοί στην Ελλάδα γνωρίζουν το γεγονός ότι το 20% της ζήτησης του φυσικού αερίου της χώρας προμηθεύεται από το Αζερμπαϊτζάν.
Του Ιωάννη Γιαννουλάκη
Ωστόσο, λίγοι γνωρίζουν τη σκληρή δουλειά στο παρασκήνιο που το κατέστησε δυνατό. Στην πραγματικότητα, οι σημερινές υποδειγματικές ενεργειακές σχέσεις μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και των εταίρων του στην Ευρώπη, καθώς και της Ελλάδας, οφείλονται στην ενεργειακή στρατηγική του Heydar Aliyev, που χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ο Heydar Aliyev, ο Εθνικός Ηγέτης και ιδρυτής του ανεξάρτητου κράτους του Αζερμπαϊτζάν, είναι μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία του Αζερμπαϊτζάν. Γεννημένος στις 10 Μαΐου του 1923 στο Ναχτσιβάν, τον θύλακα του Αζερμπαϊτζάν, κατάφερε να πετύχει τεράστια επιτεύγματα στη διάρκεια ζωής 80 ετών. Το όνομά του έχει χαραχθεί όχι μόνο στις ένδοξες σελίδες της ιστορίας, αλλά και στις καρδιές του κάθε Αζερμπαϊτζάνου σε όλο τον κόσμο για τις τεράστιες υπηρεσίες του προς το έθνος και τη χώρα του, τόσο κατά τη σοβιετική εποχή όσο και μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας του Αζερμπαϊτζάν.
Ο Heydar Aliyev ήταν εμπνευστής, ηγέτης και υλοποιητής εκατοντάδων μεγάλων έργων τόσο στο Αζερμπαϊτζάν όσο και εντός των ορίων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Για παράδειγμα, μόλις τον περασμένο μήνα, μνημονεύτηκε δημόσια στην 50ή επέτειο ενός από τα μεγαλεπήβολα έργα του – τη σιδηροδρομική γραμμή μεγάλου εύρους, μήκους 4.324 km, Baikal-Amur Mainline (BAM) την οποία πραγματοποίησε ενώ ήταν ο Πρώτος Αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ.
Πριν αναλάβει ο Heydar Aliyev την εξουσία το 1993, υπήρξε μια άνευ προηγουμένου αναταραχή στην πολιτική και οικονομική ζωή του Αζερμπαϊτζάν, που βρισκόταν στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου. Επιπλέον, η στρατιωτική επίθεση του γείτονά της είχε οδηγήσει σε κατάληψη μεγάλου μέρους εδαφικών εκτάσεων και στην εθνοκάθαρση εκατοντάδων χιλιάδων Αζερμπαϊτζάνων. Την ημέρα της άφιξής του στο Μπακού – στις 15 Ιουνίου του 1993, ο Heydar Aliyev εξελέγη Πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ του Αζερμπαϊτζάν, κάτι το οποίο θεωρείται το σημείο καμπής στην ιστορία του Αζερμπαϊτζάν. Ως αποτέλεσμα των εφαρμοζόμενων συνεπών και συστηματικών μέτρων διασφαλίστηκε η κοινωνική και πολιτική σταθερότητα στη χώρα και βελτιώθηκε η κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Έχει δοθεί προτεραιότητα στην ιδιωτικοποίηση λόγω μετάβασης σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς, την οποία ακολούθησαν μεταρρυθμίσεις μεγάλης κλίμακας, οδηγώντας τελικά την κάποτε κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα σε μια ακμάζουσα χώρα – το σύγχρονο Αζερμπαϊτζάν.
Μέσα σε μόλις ένα χρόνο στην εξουσία ο Heydar Aliyev κατάφερε να προσελκύσει κορυφαίες διεθνείς εταιρείες πετρελαίου όπως AMOCO, BP, McDermott, UNOCAL, LUKOIL, Statoil, Exxon, Turkish Petrol, Pennzoil, Itochu, Remco και Delta για την ανάπτυξη των χερσαίων και υπεράκτιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου του Αζερμπαϊτζάν. Τελικά, οι εντατικές διαπραγματεύσεις απέδωσαν αποτελέσματα. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1994, υπογράφηκε ένα σημαντικό Συμβόλαιο πετρελαίου – «Συμβόλαιο του Αιώνα» μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και των πετρελαϊκών εταιρειών από όλο τον κόσμο – ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία, Τουρκία, Νορβηγία, Ιαπωνία και Σαουδική Αραβία. Έτσι ο Heydar Aliyev άνοιξε ολόκληρη την περιοχή του Νοτίου
Καυκάσου και της Κασπίας Θάλασσας στον κόσμο, ειδικά στην Ευρώπη και τη Δύση. Αυτή ήταν η πρώτη φάση του μεγάλου σχεδιασμού της ενεργειακής στρατηγικής από τον Εθνικό Ηγέτη.
Η δεύτερη φάση περιελάμβανε την εξασφάλιση των εξαγωγικών οδών. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι μεγάλοι αγωγοί εξαγωγών που προέρχονται από το Αζερμπαϊτζάν κατευθύνονταν προς τα δυτικά, με στόχο τον εφοδιασμό των ευρωπαϊκών αγορών. Ως αποτέλεσμα έντονων πολιτικών και διπλωματικών εργασιών, ο Heydar Aliyev ξεκίνησε την κατασκευή του πετρελαιαγωγού Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν στο Μπακού το 2002. Η επιτυχής ολοκλήρωση και λειτουργία αυτού του μεγαλεπήβολου έργου δημιούργησε προηγούμενο και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατασκευή των αγωγών που ακολούθησαν στην ίδια κατεύθυνση όπως ο αγωγός South Caucasus, ο TANAP και στη συνέχεια ο TAP που σήμερα συμβάλλει στην ενεργειακή ασφάλεια περίπου 8 ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.