Μ’ ένα άρθρο-κόλαφο οι Financial Times στηλιτεύουν την απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί την Αγία Σοφία, το «πετράδι του στέμματος στον μαγευτικό ορίζοντα της Κωνσταντινούπολης», σε μια κίνηση «μαζικού αποπροσανατολισμού» και συσπείρωσης γύρω του των εθνικιστών, καθώς αντιμετωπίζει πληθώρα προβλημάτων.
«Κυρίαρχη προσωπικότητα της Τουρκίας αυτόν τον αιώνα, ο Ερντογάν επικράτησε σε πάνω από δώδεκα εκλογικές αναμετρήσεις για να αντικαταστήσει το κοινοβουλευτικό σύστημα με μια αυταρχική προεδρία, που του επιτρέπει να κυβερνά ως νεο-σουλτάνος. Ωστόσο, βρίσκεται υπό πολιτική πίεση. Το σερί νικών του ανέκοψαν πέρυσι οι θρίαμβοι της αντιπολίτευσης στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα Άγκυρα και μια σειρά άλλων σημαντικών αστικών κέντρων, αποδεικνύοντας ότι είναι πολιτικά θνητός. Η πανδημία του κορωνοϊού φέτος ενέτεινε τις πιέσεις στην παραπαίουσα οικονομία. Η επιτυχία του Ερντογάν έχει περισσότερο να κάνει με την ώθησή του στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη παρά με την ισλαμιστική του αναβίωση. Η ικανότητά του να παράγει αποτελέσματα υπερισχύει της ταυτοτικής πολιτικής, πράγμα που ισχύει διπλά τώρα που οι Αρχές των δήμων που ελέγχουν οι εχθροί του τα πήγαν καλύτερα από την κυβέρνηση στη διαχείριση της κρίσης της Covid-19.
Το διάταγμα για την Αγία Σοφία πέρα από τον θρησκευτικό σωβινισμό σχεδιάστηκε για να συσπειρώσει τους ακροδεξιούς εθνικιστές, από τους οποίους εξαρτάται ολοένα και περισσότερο ο Ερντογάν. Προβλέποντας την κατακραυγή από το εξωτερικό, από τον Πάπα Φραγκίσκο μέχρι τον Πατριάρχη Κύριλλο της Ρωσίας, από την UNESCO μέχρι την ΕΕ, τον Λευκό Οίκο και το Κρεμλίνο ο Ερντογάν είχε έτοιμη την απάντηση:”Εσείς ή εμείς κυβερνάμε την Τουρκία”;», σημειώνει το άρθρο των FT τονίζοντας ότι το μήνυμά του αυτό έχει περιορισμένη αξία στην Τουρκία και δεν πρόκειται να τον κάνει αγαπητό στους ισχυρούς φίλους του, όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Ντόναλντ Τραμπ, που θα στηριχθεί στις ψήφους των ευαγγελιστών Χριστιανών το Νοέμβριο για να ανανεώσει τη θητεία του. «Στην Ευρώπη, αν ήταν ήδη ετοιμοθάνατη η προσπάθεια της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, το διάταγμα για την Αγία Σοφία πιθανώς θα είναι το πιστοποιητικό θανάτου της», υπογραμμίζει.
Τα παραδείγματα της Ιερουσαλήμ και της μισαλλοδοξίας στην Ινδία
Το κείμενο των FT κάνει στη συνέχεια μια αναδρομή στην ιστορία του ναού της Αγίας Σοφίας από την ανέγερσή της το 537 μ.Χ μέχρι την μετατροπή της σε τέμενος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και σε μουσείο το 1934 από τον Κεμάλ Ατατούρκ σε μια κίνηση που προϊδέαζε για το κοσμικό μέλλον της Τουρκίας «εν μέρει για να στραφεί μακριά η προσοχή από το πώς άδειασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία που κατέρρεε την Τουρκία από Χριστιανούς με τις μαζικές σφαγές Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων».
Ενώ παραθέτει συγκριτικά άλλα παραδείγματα: από τη μία εκείνο της Ιερουσαλήμ, όπου ορισμένοι μουσουλμάνοι επικυρίαρχοι επέδειξαν στο διάβα των αιώνων ανοχή στις άλλες θρησκείες και οι ισραηλινές Αρχές κάνουν το ίδιο σήμερα απαγορεύοντας τις μη μουσουλμανικές προσευχές μέσα στο Χαράμ αλ-Σαρίφ, όπου βρίσκονται ο Θόλος του Βράχου, και το τέμενος Αλ Άκσα -τρίτη ιερότερη τοποθεσία του Ισλάμ. Και από την άλλη αναφέρει ως παράδειγμα μισαλλοδοξίας εκείνο ενός τζαμιού στην Αγιοντία της βόρειας Ινδίας, που κατέστρεψαν το 1992 φανατικοί ινδουιστές του κυβερνώντος κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα, ισόβιο μέλος του οποίου είναι ο νυν πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι. Το Ανώτατο Δικαστήριος της Ινδίας άναψε πέρυσι το πράσινο φως για την ανέγερση ενός ινδουιστικού ναού στα ερείπια του τεμένους αυτού.
Και καταλήγει: «Αυτές οι δύο περιπτώσεις παρέχουν δύο εντελώς αντίθετες εναλλακτικές επιλογής στον κ. Ερντογάν. Εκείνος φαίνεται να προτιμά το μοντέλο Μόντι, εμφανίζοντας ως θύματα την μεγάλη σουνιτική μουσουλμανική πλειοψηφία της Τουρκίας. Δεν είναι γι’ αυτόν η ανθρωπιστική φόρμουλα του χαλίφη Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, πολλώ δε μάλλον η παγκόσμια λύση που έδωσε ο Ατατούρκ για την Αγία Σοφία, προσφέροντάς την σε πιστούς όλων των θρησκειών, ή καμιάς»…