Επειτα από 16 χρόνια γερμανικής σιδηράς πειθαρχίας στην ΕΕ, η Μέρκελ αποχωρεί και αφήνει στο τραπέζι της ευρωπαϊκής βαβέλ ανοικτή όλη την ατζέντα των θεμάτων που ζητούν λύσεις – «Η Ανγκελα Μέρκελ κατάφερε να κρατήσει ενωμένη την ΕΕ, επειδή ακριβώς δεν έπαιρνε καμία απόφαση» λένε οι ίδιοι οι Γερμανοί
Auf Wiedersehen, Angela! Αυτή είναι η ευχή που άπαντες δίνουν στην Ανγκελα Μέρκελ. Από το Βερολίνο, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες, το στερνό κατευόδιο στη σιδηρά καγκελάριο της Γερμανίας, που από «Mädchen» (το κοριτσάκι δηλαδή του Χέλμουτ Κολ) κατέληξε σε «Mutti», μητέρα του γερμανικού λαού και ενδεχομένως ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όλοι εύχονται τα καλύτερα τόσο για το μέλλον της πρώτης γυναίκας καγκελάριου της Γερμανίας που βασίλεψε επί 16 ολόκληρα έτη, όσο και για την επόμενη ημέρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Τον Ιούνιο του 1997, 24 χρόνια πριν, μια σχετικά νεαρή και άγνωστη στο ευρύ κοινό της Γερμανίας, υπουργός Περιβάλλοντος στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση του καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, εμφανίστηκε σε ένα συνέδριο που διοργάνωσε το μεγαλύτερο τότε πολιτικό κόμμα της Γερμανίας, η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU). Η συγκεκριμένη υπουργός, η οποία σε καμία περίπτωση δεν έμοιαζε με ένα από τα πιθανά ανερχόμενα αστέρια της γερμανικής πολιτικής, προειδοποίησε για την ανάγκη να ληφθούν επείγουσες αποφάσεις για την αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως είχε πει, οι χώρες της Δύσης θα έπρεπε να ετοιμαστούν να υποδεχτούν τεράστιες μεταναστευτικές ροές.
Η συγκεκριμένη υπουργός ήταν η Ανγκελα Μέρκελ, «mein Mädchen» (το κορίτσι μου), όπως την έλεγε ο Χέλμουτ Κολ. Το κορίτσι που έγινε η σιδηρά καγκελάριος και ισχυρή κυρία της Ε.Ε. επαναλαμβάνοντας ακριβώς τα θετικά και κυρίως τα αρνητικά στοιχεία της που την κατέστησαν μια πολιτική προσωπικότητα που εχθροί και φίλοι είτε τη λάτρευαν, είτε λάτρευαν να τη μισούν.
Τον Δεκέμβριο του 2005 η Ανγκελα Μέρκελ, ως πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας, συμμετείχε στο πρώτο της Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Μια Σύνοδος Κορυφής στην οποία συμμετείχαν όλοι οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Απέναντί της, δύο ισχυρότατες προσωπικότητες. Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Τόνι Μπλερ και ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ. Δύο «γεράκια» της ευρωπαϊκής πολιτικής που μάχονταν για τον επταετή προϋπολογισμό της Ε.Ε. Η Μέρκελ βρισκόταν στην Καγκελαρία μόλις τρεις εβδομάδες. Χρόνος που, όπως φάνηκε, ήταν περισσότερος από αρκετός για να βάλει στην άκρη Λονδίνο και Παρίσι επιβάλλοντας τις θέσεις του Βερολίνου.
Εκτοτε η Γερμανία έγινε συνώνυμη της Ανγκελα Μέρκελ. Συνάντησε τέσσερις Γάλλους προέδρους. Τον Ζακ Σιράκ, το χειροφίλημα του οποίου στη Γερμανίδα καγκελάριο έμεινε στην Ιστορία. Τον Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να εκμεταλλευτεί την πυρηνική ισχύ της χώρας του για να αντικρούσει την οικονομική υπεροχή του Βερολίνου. Τον Φρανσουά Ολάντ, τον πρόεδρο που κατάφερε να κρατήσει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να επιβληθεί στην «άλλη πλευρά του Ρήνου», όπως ονομάζουν χωρίς να κατονομάζουν, οι Γάλλοι, την κυρίαρχη δύναμη της Ε.Ε. τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια. Και τέλος συνάντησε τον Εμανουέλ Μακρόν. Τον πρόεδρο που ελπίζει να τη διαδεχθεί στην άτυπη αρχηγία της Ε.Ε., όταν η χώρα του θα ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. το πρώτο εξάμηνο του 2022. Ωστόσο, εκτός από τους Γάλλους, η Ανγκελα Μέρκελ συνάντησε και τέσσερις Αμερικανούς προέδρους, πέντε Βρετανούς πρωθυπουργούς και εννέα Ελληνες πρωθυπουργούς, υπηρεσιακούς ή εκλεγμένους. «Μόνο ο Πούτιν και ο Ερντογάν μπρούν να τη συναγωνιστούν σε αυτό», αναφέρουν διπλωματικές πηγές στο Βερολίνο.
Οι ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανία πραγματοποιούνται σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για την Ε.Ε. Η κρίση του ευρώ, με την Ελλάδα στο πρώτο κάδρο, η χρηματοπιστωτική κρίση, η τραπεζική κρίση και οι τεράστιες μεταναστευτικές ροές του 2015 αποτελούν πλέον ανάμνηση. Η πανδημία και οι οικονομικές συνέπειές της έχουν αλλάξει άρδην την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Και σε αυτήν ακριβώς την περίοδο η Ανγκελα Μέρκελ αποσύρεται από το προσκήνιο. Μια «άγκυρα» της Ε.Ε. που κράτησε στον αφρό τα κράτη-μέλη της ή μια τροχοπέδη που καθήλωσε την Ενωση στα δύσκολα μονοπάτια της;
Μετά από 16 χρόνια πλήρους μεν αξιοπιστίας αλλά μηδενικής προώθησης της ευρωπαϊκής μηχανής, η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά κρίσεων και ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιος θα δώσει την απάντηση. Η «Mutti» αποτελεί ήδη παρελθόν. Ωστόσο, η απουσία της γυναίκας που πήρε αυτό ακριβώς το παρατσούκλι καταφέρνοντας πάντοτε να ακούει ολόκληρη την «ευρωπαϊκή οικογένεια», χτυπώντας παρά ταύτα το χέρι στο τραπέζι όταν η κατάσταση ξέφευγε, αφήνει πίσω ένα τεράστιο ερωτηματικό.
Ποια θα είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση μετά την Ανγκελα Μέρκελ;
«Αυτά που περίμενε η Ε.Ε. τα τελευταία 16 χρόνια από τη Γερμανία ήταν τρία πράγματα. Πρώτον: Αξιοπιστία. Δεύτερον: Αξιοπιστία. Τρίτον: Αξιοπιστία. Και αυτό ήταν μάλλον το πρόβλημα», δήλωσε στο «protothema.ge» διπλωματική πηγή από το Παρίσι. Ωστόσο, παρόλο που σε ολόκληρη την Ευρώπη τα μάτια είναι στραμμένα στις γερμανικές εκλογές, η Ε.Ε. δεν απασχόλησε σχεδόν καθόλου τους ανθυποψηφίους για την Καγκελαρία.
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και τα κεφάλαια που θα λάβουν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Το Ταμείο Ανάκαμψης από την πανδημία της COVID-19. Η πιθανή αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ώστε να ξεπεραστεί ο στενός δημοσιονομικός κορσές του Μάαστριχτ. Ενα νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Ασυλο στην Ε.Ε. και εντέλει μια πιθανή Αμυντική Συμφωνία στην Ε.Ε., την οποία ζητεί μετ’ επιτάσεως το Παρίσι ως αντίπαλο δέος στην νέα αγγλοσαξονική συμμαχία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, Ηνωμένου Βασιλείου και Αυστραλίας, δίνοντας, αν και με πολλές επιφυλάξεις, ακόμα και την έδρα του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ώστε να δημιουργηθεί μια θέση για ολόκληρη την Ε.Ε.
Η Ε.Ε. ήταν η μεγάλη απούσα της προεκλογικής εκστρατείας στη Γερμανία. Τα περισσότερα ζητήματα που απασχόλησαν τον μέσο Γερμανό είχαν να κάνουν, φαινομενικά, με καθαρά εσωτερικά ζητήματα. Ζητήματα στα οποία η Ε.Ε. δεν έχει καμία αρμοδιότητα. Κλιματική αλλαγή. Ακρίβεια και κόστος ζωής. Ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα και ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας. Οι σχέσεις με την Κίνα, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Και φυσικά η αλλαγή της γερμανικής πολιτικής έπειτα από 16 ολόκληρα χρόνια «βασιλείας» της Ανγκελα Μέρκελ. Ωστόσο, σχεδόν κάθε εθνικό θέμα της Γερμανίας αγγίζει ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Πράσινη Συμφωνία
Η Πράσινη Συμφωνία είναι ένα τεράστιο πρόγραμμα, το οποίο πλέον έχει προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως μια νομοθετική δέσμη και πλέον θα απασχολήσει τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 η Γαλλία θα αναλάβει την προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε., του δεύτερου νομοθετικού οργάνου της Ε.Ε. και ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν επιθυμεί να αναλάβει τον ρόλο του ηγεμόνα της Ευρώπης. L’Europe c’est moi! Ωστόσο οι Γερμανοί ψηφοφόροι ενδέχεται να χαλάσουν τα σχέδια του προέδρου Μακρόν ίσως περισσότερο και απ’ όσο τα χάλασαν οι Αγγλοσάξονες με τη συμφωνία ΑUKUS.
Αμυντική ένωση
Οι ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας θα αποτελέσουν μια τεκτονική αλλαγή. Η αποχώρηση της Μέρκελ και οι διαπραγματεύσεις για τον επόμενο σχηματισμό κυβέρνησης, που θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τρία πολιτικά κόμματα, θα διαρκέσουν αρκετές εβδομάδες. Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Ε. θα βρεθεί σε μια διαδικασία κατά την οποία θα απαιτούνται άμεσες αποφάσεις χωρίς ωστόσο να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος.
«Στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν γίνεται πάντα αυτό που θέλουν η Γαλλία και η Γερμανία. Ωστόσο, αν κάτι δεν το θέλει η Γαλλία και η Γερμανία, τότε δεν πρόκειται να γίνει», υπογραμμίζει στο «protothema.gr» ανώτατη διπλωματική πηγή από το Βερολίνο. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι επιδιώξεις της Γαλλίας για μια «ευρωπαϊκή αυτονόμηση» από το ΝΑΤΟ και τη δημιουργία μιας πιθανής εναλλακτικής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής, ενδεχομένως με τη συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης, είναι κάτι που αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας.
«Δεν πρόκειται μόνο για τη Δανία που έχει opt-out από οποιαδήποτε κοινή αμυντική πολιτική, αλλά ακόμα και κράτη-μέλη όπως η Πολωνία. Ακόμα και η Ιταλία. Κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική σημαίνει ότι κάποια κράτη-μέλη της Ε.Ε. θα δεχτούν να αλλάξουν την πολιτική τους για να ευθυγραμμιστούν με τα συμφέροντα ολόκληρης της Ε.Ε. Φαίνεται δύσκολο. Θα δεχθεί η Γαλλία ότι κάποια άλλα κράτη της Ε.Ε. έχουν διαφορετικά συμφέροντα από το Παρίσι, ας πούμε, στη Λιβύη;» υπογραμμίζει στο «protothema.gr» διπλωματική πηγή από το Βερολίνο.
Κλιματική Αλλαγή
Στις γερμανικές εκλογές, ανεξαρτήτως των ποσοστών που θα λάβουν τα πολιτικά κόμματα, η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που έχουν απασχολήσει ποτέ τους Γερμανούς ψηφοφόρους. Πολίτες κάθε ηλικίας και πολιτικών επιλογών είδαν τις καταστροφικές πλημμύρες στη χώρα, αλλά και στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, όσο και τις εικόνες από τις πυρκαγιές στην Ελλάδα. Η αποστολή βοήθειας από πυροσβεστικές υπηρεσίες των γερμανικών κρατιδίων στη χώρα μας για την κατάσβεση των πυρκαγιών κυριάρχησε στα τοπικά και περιφερειακά ΜΜΕ της χώρας.
Οι δημοσιονομικοί κανόνες στην Ευρωζώνη
Η διάσημη φράση του Ζαν Μονέ, ενός εκ των ιδρυτικών «πατέρων» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με την οποία «η Ευρώπη θα διαμορφωθεί μέσα από τις κρίσεις και θα είναι η επιτομή των λύσεων αυτών των κρίσεων», φαίνεται να δικαιώνεται. «Το Ταμείο Ανάκαμψης, 750 δισ. ευρώ, είναι κάτι το μοναδικό. Το Βερολίνο συμφώνησε να υπάρξει κοινό ευρωπαϊκό χρέος. Το αν αυτό θα είναι κάτι το μοναδικό ή αν θα επαναληφθεί είναι το βασικό ερώτημα». Ο υποψήφιος της Χριστιανικής Ενωσης Αρμιν Λάσετ ήταν εξαρχής αρνητικός στην έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους.
Η Αναλένα Μπέρμποκ των Πρασίνων ήταν υπέρ μιας τέτοιας εξέλιξης, εντούτοις αυτός που το χαρακτήρισε σχεδόν ως μια ομοσπονδιακή στροφή της Ε.Ε. ήταν ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών και νυν αντικαγκελάριος και ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς. Ωστόσο, στο βασικό ζήτημα της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ο αντικαγκελάριος, υπουργός οικονομικών της Γερμανίας και πιθανός διάδοχος της Μέρκελ δεν συμφωνεί με τη σχεδόν απόλυτη δημοσιονομική ελευθερία που απόλαυσαν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. στα χρόνια του κορωνοϊού. Σύμφωνα με τον ίδιο, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν χρειάζεται αναθεώρηση, καθώς, όπως έδειξε η κρίση της πανδημίας, είναι εξαιρετικά ευέλικτο.
Στις 26 Σεπτεμβρίου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποχαιρετά το μακροβιότερο μέλος του. Η Ανγκελα Μέρκελ κατάφερε να κρατήσει την Ευρώπη ενωμένη. Ωστόσο το κατάφερε χωρίς να κάνει σχεδόν τίποτα σημαντικό. Η άρνησή της να αναλάβει δράση στα χαμένα χρόνια για την περαιτέρω ενοποίηση της Ε.Ε., είτε στον τραπεζικό και τον χρηματοπιστωτικό τομέα είτε και στην πολιτική ασύλου και άμυνας, έχει στοιχειώσει όχι μόνο την ίδια, αλλά σχεδόν ολόκληρη τη Γερμανία.
«Η Ανγκελα Μέρκελ κατάφερε να κρατήσει ενωμένη την Ε.Ε. επειδή ακριβώς δεν πήρε καμία απόφαση», τονίζει ανώτατη γερμανική διπλωματική πηγή, θυμίζοντας ότι στα γερμανικά υπάρχει μια λέξη που περιγράφει αυτόν που δεν κάνει τίποτα. Και αυτή η λέξη είναι «Merkeln».
Τα σενάρια μετά την αποχώρηση τη σιδηράς κυρίας της Ε.Ε.
Στους τελευταίους ορόφους των ευρωπαϊκών κτιρίων στις Βρυξέλλες, στο «Μπερλεμόν», εκεί όπου στεγάζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και ακριβώς απέναντι στη Rue de la Loi, όπου βρίσκονται τα γραφεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Ε.Ε., άπαντες τηρούν αυστηρή ουδετερότητα. Αυτό ισχύει τόσο για την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πρώην υπουργό Αμυνας της Γερμανίας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν όσο και για τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και πρώην πρωθυπουργού του Βελγίου Σαρλ Μισέλ.
Οσον αφορά μάλιστα τον πρόεδρο Σαρλ Μισέλ, έναν εκ των προέδρων των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. με τον οποίο η Μέρκελ είχε μια εξαιρετικά στενή σχέση, μιλώντας μαζί του σχεδόν σε καθημερινή βάση, η απουσία της σιδηράς καγκελάριου θα είναι περισσότερο από εμφανής. Ανεξάρτητα από τις συμμαχίες, τους μετεκλογικούς συσχετισμούς και τις υποχωρήσεις των τουλάχιστον τριών πρώτων κομμάτων στη Γερμανία, το αν τη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. θα την εκπροσωπεί στο μέλλον ο Αρμιν Λάσετ ή ο Ολαφ Σολτς είναι δευτερευούσης σημασίας. Για τις Βρυξέλλες, η θέση, η στάση και η άποψη της Ανγκελα Μέρκελ δεν πρόκειται να να καλυφθεί – τουλάχιστον όχι σύντομα.
Η αποκρυπτογράφηση του μετεκλογικού τοπίου της Γερμανίας
«Μεγάλος Συνασπισμός», «Κένυα», «Τζαμάικα», «Συνασπισμός της Γερμανίας» ή «Φωτεινός σηματοδότης»; Η έννοια «αυτοδύναμη κυβέρνηση» είναι σχεδόν άγνωστη στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας. Σχεδόν πάντοτε, τόσο σε ομοσπονδιακό επίπεδο όσο και στα κρατίδια της χώρας, οι συνασπισμοί αποτελούν τον κανόνα. Αλλωστε την ίδια μέρα που οι Γερμανοί πολίτες θα ψηφίζουν για την επόμενη σύνθεση της Ομοσπονδιακής Κάτω Βουλής (Bundestag), οι πολίτες του Βερολίνου θα αποφασίσουν και για την τοπική τους κυβέρνηση, η οποία τα τελευταία χρόνια αποτελεί έναν συνασπισμό ανάμεσα σε Σοσιαλδημοκράτες (SPD), Αριστερά (Die Linke) και Πράσινους. Ο επονομαζόμενος και συνασπισμός «Rot – Rot – Grüne» (κόκκινος – κόκκινος- πράσινος).
Τι πρόκειται να συμβεί όμως σε ομοσπονδιακό επίπεδο καθώς κανένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, ήτοι η Χριστιανική Ενωση (CDU) και το αδελφό κόμμα της Βαυαρίας (CSU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), όχι απλώς δεν πρόκειται να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους για τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, αλλά ενδεχομένως να χρειαστούν τρία ή και τέσσερα ακόμα κόμματα για να υπάρξει η απαραίτητη ψήφος εμπιστοσύνης από το Bundestag στην επόμενη εκτελεστική εξουσία;
Μόλις κατακάτσει η σκόνη της προεκλογικής εκστρατείας, είτε πρόκειται για εκλογές σε κρατίδια είτε σε ομοσπονδιακό επίπεδο, όλα τα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας θα πρέπει να ξεχάσουν τη ρητορική που ανέπτυξαν και να ξεκινήσουν τον αγώνα για να βρουν συμμάχους. Αυτές οι διαπραγματεύσεις μπορεί να διαρκέσουν από μερικές ημέρες ή εβδομάδες έως πολλούς μήνες.
Το βασικό ζήτημα στη Γερμανία είναι τα κοινοβούλια, τοπικά ή ομοσπονδιακά, να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού θα πρέπει να υπάρξουν εκατέρωθεν υποχωρήσεις ώστε να καθοριστεί μια κοινή ατζέντα. Μια εξαιρετικά βολική διαδικασία για όλα τα κόμματα τα οποία θα αναγκαστούν να αθετήσουν κάποιες από τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις, χωρίς να στεναχωρήσουν τους ψηφοφόρους τους. Με το που κλείσουν οι κάλπες, τα περισσότερα εκλεγμένα κόμματα, με εξαίρεση την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), κόμμα που θεωρείται κοινοβουλευτικός παρίας, αλλά και η Αριστερά (Die Linke), η οποία, με εξαίρεση κάποια συγκεκριμένα κρατίδια, θεωρείται επίσης ακραίο μόρφωμα, θα ξεκινήσουν τις διαβουλεύσεις για μια κυβέρνηση συνασπισμού με κάποιο από τα παρακάτω ονόματα.
«Μεγάλος Συνασπισμός» ή «Μαύρο – Κόκκινο»
Πρόκειται για τον κυβερνητικό συνασπισμό ανάμεσα στη Χριστιανοδημοκρατική Ενωση και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Ο μεγάλος συνασπισμός συνήθως σημαίνει την τυπική συμμαχία των δύο μεγαλύτερων, κεντρώων κομμάτων της Γερμανίας – τα δύο κόμματα που οι περισσότεροι Γερμανοί θεωρούν ως τις πλέον ασφαλείς επιλογές για μια ισχυρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Σε αυτήν ακριβώς της συμμαχία, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, οφείλει τρεις από τις τέσσερις θητείες της στην Καγκελαρία η Ανγκελα Μέρκελ. Σχεδόν όλα τα γερμανικά κρατίδια έχουν βιώσει σε τοπικό επίπεδο έναν τέτοιον συνασπισμό. Ωστόσο, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, φαίνεται ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια ο μεγάλος συνασπισμός σε ομοσπονδιακό επίπεδο είναι μάλλον αδύνατος, καθώς τα δύο μεγαλύτερα κόμματα δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν το 50%. Ο μεγάλος συνασπισμός ήταν, τουλάχιστον στα χρόνια της κυριαρχίας της Μέρκελ, ένα μεγάλο βαρίδι για τους Σοσιαλδημοκράτες, καθώς ως μικροί εταίροι αυτού του συνασπισμού δεν μπορούσαν να βρουν το κατάλληλο αφήγημα στην επόμενη προεκλογική περίοδο.
Μαύρος – Κίτρινος συνασπισμός
Η Χριστιανική Ενωση και το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP). Ο σχεδόν φυσικός δεξιός και κεντροδεξιός συνασπισμός της Γερμανίας, ο οποίος κυβέρνησε στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής γερμανικής πολιτικής ιστορίας. Η τελευταία φορά που βρέθηκε στην κυβέρνηση το CDU/CSU και το FDP ήταν από το 2009 έως το 2013 με Καγκελάριο την Ανγκελα Μέρκελ. Ωστόσο, πριν από την απερχόμενη σιδηρά κυρία της Ε.Ε., ο πολιτικός της πατέρας, ο Χέλμουτ Κολ, ηγήθηκε πέντε συνασπισμών με το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) από το 1982 έως το 1998. Ο υποψήφιος της Χριστιανικής Ενωσης, ο Αρμιν Λάσετ, ο πολιτικός που ουσιαστικά επέβαλε η Μέρκελ στη βάση του κόμματος, ηγείται μιας κυβέρνησης συνασπισμού με το FDP στο πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, από το 2017. Ωστόσο, σε ομοσπονδιακό επίπεδο τα δύο αυτά κόμματα δεν καταφέρνουν να συγκεντρώσουν ούτε στο ελάχιστο τις ψήφους για να λάβουν το πράσινο φως από το Bundestag.
Κόκκινος – Πράσινος Συνασπισμός
Με άλλα λόγια: Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι. Η Κεντροαριστερά της Γερμανίας είδε τα καλύτερά της χρόνια με τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ από το 1998 έως το 2005 και τον υπουργό Εξωτερικών των Πρασίνων Γιόσκα Φίσερ. Ωστόσο, οι μετέπειτα αποφάσεις και των δύο, είτε πρόκειται για μια θέση διευθύνοντος συμβούλου σε ρωσικές ενεργειακές εταιρείες, είτε για την απόφαση των Πρασίνων να υιοθετήσουν τη μεταρρυθμιστική «Ατζέντα 2010», οδήγησαν και τα δύο κόμματα στο παρασκήνιο. Η κλιματική αλλαγή, ένα από τα βασικότερα ζητήματα που απασχολούν τους Γερμανούς ψηφοφόρους σε αυτές τις ομοσπονδιακές εκλογές, σε συνδυασμό με την αποχώρηση της Μέρκελ μετά από 16 χρόνια στην ηγεσία της χώρας, έχουν δώσει τεράστια δύναμη στα δυο αυτά κόμματα. Οχι όμως τόση ώστε, σύμφωνα πάντα με τις δημοσκοπήσεις, να σχηματίσουν τον Κόκκινο – Πράσινο Συνασπισμό.
«Τζαμάικα» (Μαύρο – Κίτρινο – Πράσινο)
Χριστιανοδημοκράτες (CDU), Φιλελεύθεροι (FDP) και Πράσινοι. Τα χρώματα της σημαίας της Τζαμάικας. Ο συγκεκριμένος συνασπισμός δεν έχει κυβερνήσει ποτέ σε ομοσπονδιακό επίπεδο παρά μόνο σε κρατίδια της Γερμανίας, όπως στο Ζάαρλαντ. Στις δραματικές διαβουλεύσεις που ακολούθησαν τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017 έμοιαζε αυτός ο συνασπισμός να γίνεται για πρώτη φορά πραγματικότητα. Ωστόσο οι Φιλελεύθεροι του FDP αποφάσισαν κυριολεκτικά στο παρά πέντε να εγκαταλείψουν τις διαπραγματεύσεις. Ο εν λόγω συνδυασμός φαίνεται να συγκεντρώνει προς το παρόν τις απαραίτητες ψήφους για να σχηματίσει μια κυβέρνηση στη μετά Μέρκελ εποχή. Ομως με την τεράστια άνοδο των Πρασίνων οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν από τελείως διαφορετικό επίπεδο από αυτό του 2017.
Ο Συνασπισμός της Γερμανίας: Μαύρο – Κόκκινο – Κίτρινο
Τα χρώματα της γερμανικής σημαίας. Οπου μαύρο, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU και CSU). Οπου κόκκινοι, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), και στο τέλος οι Φιλελεύθεροι του FDP. Τα τρία αυτά κόμματα συγκεντρώνουν άνετα την απαραίτητη πλειοψηφία για να πάρουν ψήφο εμπιστοσύνης από τη γερμανική Κάτω Βουλή. Ο Συνασπισμός της Γερμανίας ονομάζεται έτσι διότι έχει τα χρώματα της γερμανικής σημαίας σε αυτήν ακριβώς τη σειρά. Σε περίπτωση που το SPD ξεπεράσει τους Χριστιανοδημοκράτες στις εκλογές, τότε ναι μεν εξακολουθούν να υφίστανται τα τρία χρώματα της γερμανικής σημαίας, αλλά το κόκκινο θα προηγείται.
Συνασπισμός Κόκκινο – Kόκκινο – Πράσινο (Rot – Rot – Grüne)
Σοσιαλδημοκράτες, Αριστερά και Πράσινοι. Ο εφιάλτης που προωθούν οι Χριστιανοδημοκράτες όταν οι δημοσκοπήσεις δεν τους ευνοούν. Αυτός ο συνδυασμός θα μπορούσε μόνο υποθετικά να κυβερνήσει τη Γερμανία. Καθώς η Αριστερά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα καταφέρει να συγκεντρώσει το 5% που απαιτείται για να προσπαθήσει στη γερμανική Κάτω Βουλή, ενώ οι Πράσινοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να θυμίσουν στο εκλογικό κοινό της Γερμανίας, το οποίο, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αντιπαθεί την Αριστερά, ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτό κόμμα. Σε κάθε περίπτωση οι ακραίες, σύμφωνα με τα υπόλοιπα κόμματα, θέσεις της Αριστεράς καθιστούν εξαρχής δύσκολες τις όποιες διαπραγματεύσεις.
«Φωτεινός Σηματοδότης»
Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι. Ητοι: Κόκκινο, Πράσινο, Πορτοκαλί. Ενας φωτεινός σηματοδότης που μπορεί να διαχειρίζεται την κυκλοφορία πεζών, ποδηλάτων και οχημάτων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι θα κάνει το ίδιο και στη γερμανική πολιτική σκηνή. Ωστόσο το 2021 είναι διαφορετικό. Οι Φιλελεύθεροι του FDP έχουν δηλώσει ότι είναι διατεθειμένοι να συμμαχήσουν ακόμα και με τον «διάβολο», αρκεί να επιστρέψουν στην εξουσία. protothema.gr