Του Σπύρου Μοσκόβου
Οι εικόνες από τον προσφυγικό καταυλισμό της Ειδομένης κατακλύζουν εδώ και εβδομάδες τις τηλεοπτικές οθόνες. Ποικίλες οι συναισθηματικές αντιδράσεις, ακόμα και η λογοτεχνία αρχίζει να αντιδρά.
Τα χιλιάδες μάτια της Ειδομένης, μάτια γεμάτα καταπονημένη ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μέσα από το συρματόπλεγμα των κλειστών συνόρων, φθάνουν από τις τηλεοπτικές οθόνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Και συγκινούν. Προκαλούν αμηχανία, γεννούν σκέψεις, παράγουν συναισθήματα, ακόμα και στίχους, εκκρίσεις ευαίσθητων ψυχών. Και στη Γερμανία. Ένα παράδειγμα που αντλούμε από ένα ποιητικό ιστολόγιο ονόματι lyrifant. Η ανώνυμη μπλόγκερ δημοσίευσε πριν από λίγες μέρες ένα μικρό ποίημα με τον τίτλο «Ειδομένη»:
Ο φόβος ξεγεννά μέσα στα αίματα
τα σκατωμένα του παιδιά.
Κι η απελπισία τα παίρνει
στη μουσκεμένη φύλαξή της.
Το θάρρος έμεινε κολλημένο
στις θηλιές του συρματοπλέγματος,
νοτισμένες από δάκρυ πικρό.
Μέσα στη βρωμερή λάσπη
χάνεται το φτενό χνάρι
της ελπίδας.
Το ζήτημα στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο αν η μοίρα των νέων προσφύγων που κατακλύζουν την Ευρώπη γεννά σημαντική ή ασήμαντη ποίηση. Το ερώτημα είναι ποιες ψυχολογικές διεργασίες προκαλεί αυτή η μοίρα στον παρατηρητή, τον θεατή, αφού φυσικά οι ποιητές μας δεν είναι μέλη μη κυβερνητικών οργανώσεων ούτε πολίτες που βοηθούν αυθόρμητα επί τόπου. Η μπλόγκερ του lyrifant ταυτίζει τον τερματισμό της πορείας των προσφύγων στην Ειδομένη με το τέλος της ανθρώπινης ελπίδας. Και λυπάται. Σαν να εκπληρώνει έτσι ένα ηθικό χρέος και τελειώνει.
Κοπετοί και περισυλλογή
Κάποιοι προχωρούν περισσότερο. Ο ποιητής και δημοσιογράφος Thomas Gsella δημοσίευσε πριν από λίγες μέρες στο πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung ένα ολιγόστιχο ποίημα με τίτλο επίσης «Ειδομένη»:
Κυρίως να δώσει κανείς μερικά ευρώ∙
Κι όποιος μπορεί το κάτι παραπάνω.
Όποτε σβήνει εκεί μια ανθρώπινη ζωή,
Αντιτάσσομαι με τον δικό μου τρόπο
Και γράφω στεντόρεια: Αυτό είναι αδιανόητο!
Και γράφω στεντόρεια: Αυτό που γίνεται εκεί είναι φόνος!
Και γράφω στεντόρεια: φόνος να αφήνεις κάποιον να πεθάνει!
Κι έτσι τους αφήνω να πεθάνουν, λέξη προς λέξη.
Λέμε ότι ο Gsella προχωρά περισσότερο, επειδή το στιχούργημά του δεν αρκείται στην ψυχική μόχλευση που προκαλεί η μοίρα των προσφύγων, αλλά επεκτείνεται και στην έμμεση κριτική των όσων γράφουν για το θέμα, των όσων εξανίστανται και τύπτουν τα στήθη γι’ αυτή τη μοίρα χωρίς να μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Γιατί σε τελική ανάλυση ο επιδεικτικός και εύκολος ανθρωπισμός, οι άκοπες φωνασκίες δεν είναι τίποτα άλλο από μια επισφράγιση αυτής της άφευκτης μοίρας. Καμιά φορά η σιωπή και η περισυλλογή έχουν μεγαλύτερο βάθος. Μας το υπενθυμίζει με τα δικά της μέσα η ποίηση.