Το Ισλάμ είναι μια θρησκεία που βασίζεται στην πατριαρχική κοινωνία του 7ου αιώνα π.Χ.
Ένα μεγάλο ποσοστό των αρχών και των αξιών της οικογένειας αντανακλούν την κοινωνία εκείνης της εποχής και των αμέσως μεταγενέστερων αιώνων.
Κάποιοι από αυτούς τους κανόνες αφορούσαν τις γυναίκες και όπου υπήρχε κενό, τότε κατέφευγαν στις προφητείες του Μωάμεθ και την εθιμοτυπία.
Η ηλικία της διάκρισης των δυο φύλων άρχιζε στα 7 χρόνια.
Όταν ένα αγόρι συμπλήρωνε το έβδομο έτος της ηλικίας του, τότε έφευγε από την φροντίδα της μητέρας του και άρχιζε την εκπαίδευση που θα του έδινε τα προσόντα για να ενταχθεί στην κοινωνία ως ενήλικας.
Αντιθέτως τα κορίτσια παρέμεναν στο σπίτι. Εκεί μάθαιναν τις οικιακές δουλειές που θα όφειλαν να γνωρίζουν για να γίνουν σύζυγοι.
Κάθε μικρή μουσουλμάνα, φρόντιζε τα μικρότερα της αδέρφια και μάθαινε νοικοκυριό, μαγειρική, κέντημα και ράψιμο.
Αν η οικογένεια ήταν ευκατάστατη τότε μάθαινε χορό, τραγούδι και κάποιο μουσικό όργανο για να μπορεί να διασκεδάζει αργότερα τον μελλοντικό της σύζυγο.
Δεν χρειαζόταν να μάθει γραφή και ανάγνωση γιατί ο πατέρας ή ο κηδεμόνας της ήταν υποχρεωμένος να την φροντίζει μέχρι να παντρευτεί.
Ώσπου να φτάσει το κορίτσι στην εφηβεία είχε περισσότερη ελευθερία από τις παντρεμένες αδερφές της.
Όμως ήταν δεδομένο ότι ο πατέρας θα επέλεγε τον σύζυγο και για αυτό όσο το κορίτσι πλησίαζε στην εφηβεία τόσο πιο πολύ ο πατέρας την κυκλοφορούσε σε διάφορες επισκέψεις συγγενών ή σε Χαμάμ για να την παρουσιάσει ως μελλοντική νύφη.
Επίσης σε περίπτωση που δέχονταν επισκέψεις από γυναίκες στο σπίτι ήταν δεδομένο ότι το κορίτσι θα σέρβιρε για να την προσέξουν.
Έτσι εξηγείται ότι και στο αυτοκρατορικό χαρέμι οι γυναίκες επιλέγονταν από την μητέρα του σουλτάνου για να σερβίρουν καφέ.
Αυτό μεγάλωνε τις πιθανότητες ο σουλτάνος να επέλεγε κάποια κοπέλα για να βρεθεί ερωτικά μαζί της και να του κάνει γιο.
Οι Οθωμανοί πίστευαν ότι κατά την εφηβεία και κυρίως ανάμεσα στην ηλικία των 12 και των 14, έπρεπε να ενημερώνονται και να εκπαιδεύονται για να γίνουν πειθαρχημένες σύζυγοι.
Οι γυναίκες και η παρθενία
Η παρθενία επιβαλλόταν γιατί σήμαινε πως το κορίτσι δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις με άλλους, γεγονός που εξασφάλιζε την αυθεντική πατρότητα των παιδιών.
Το ίδιο ίσχυε και για τις γυναίκες που πωλούνταν ως σκλάβες.
Λέγεται πως αν η παρθενία της δεν μπορούσε να αποδειχθεί, έβρισκαν τρόπους να την παρουσιάζουν έτσι.
Ο γάμος ήταν περισσότερο συμβόλαιο που καθόριζε την προίκα.
Για τις παρθένες η τιμή ήταν υψηλότερη.
Μια γυναίκα είχε το δικαίωμα να αρνηθεί σεξουαλικές σχέσεις με τον σύζυγο της μέχρι εκείνος να εκπληρώσει πλήρως την προίκα που υποσχέθηκε.
Όταν μια γυναίκα παντρευόταν, κηδεμόνας ήταν ο σύζυγος της.
Όταν το κορίτσι γινόταν 17, είχε το νομικό δικαίωμα να αρνηθεί τον γάμο και κάποιες καταγεγραμμένες υποθέσεις που μελετήθηκαν από την Λέσλυ Πηρς και άλλους ιστορικούς, δείχνουν πως υπήρξαν πράγματι ανάλογες περιπτώσεις.
Ένα κορίτσι μπορούσε να ακυρώσει τον γάμο όταν έφτανε στην εφηβεία εάν αυτός είχε κανονιστεί από κάποιον που δεν ήταν ο νόμιμος κηδεμόνας της.
Μια ηλικιακά ώριμη γυναίκα, είτε ήταν παρθένα είτε όχι, δεν μπορούσε να δοθεί από τον κηδεμόνα της χωρίς την δική της συγκατάθεση.
Σύμφωνα με το βιβλίο «Μελέτη του Οθωμανικού νόμου», τα εμπλεκόμενα μέρη μιας διαφωνίας παρουσιάζονταν αυτοπροσώπως στο δικαστήριο αφού δεν υπήρχαν επαγγελματίες δικηγόροι όπως στην Ευρώπη.
Κάποιες φορές οι ενάγοντες αν επρόκειτο για γυναίκα ή ανήλικο άτομο, εξουσιοδοτούσαν κάποιον να τους εκπροσωπήσει.
Αυτό συνέβαινε, επειδή η δίκη πολλές φορές γινόταν σε τζαμί ή στο σπίτι του δικαστή.
Οι γυναίκες και η τιμή
Η έννοια της «τιμής» σχετιζόταν με τις παντρεμένες γυναίκες, όχι τις ελεύθερες, επειδή στόχευε στην προστασία της οικογενειακής ζωής.
Ήταν σημαντική για την δική τους υπόληψη αλλά και εκείνη των συζύγων τους.
Με τον όρο τιμή εννοούσαν την αγνότητα, την μετριοφροσύνη και την υπακοή στους κανόνες της οθωμανικής ζωής και την διάκριση των δυο φύλων.
Σύμφωνα με ένα άρθρο της Λέσλυ Πηρς για την σεξουαλικότητα και κοινωνική ιεραρχία στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ο πιο εύκολος τρόπος να θέσει κάποια η κάποιος σε κίνδυνο την υπόληψή του, ήταν να εμπλακεί σε σεξουαλική σχέση με κάποιον του αντιθέτου φύλου, με τον οποίο δεν είχε δεσμούς αίματος.
Ο Γουότερ Άντριους και ο Μεχμέτ Καλπακλί στο βιβλίο τους «The age of the beloveds» σημειώνουν, ότι σε μια κοινωνία που το πρότυπο ήταν να κρατά τις γυναίκες ελεύθερες και μη, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των αντρών που δεν ανήκαν στην στενή οικογένεια, δεν ήταν κολακευτικό οι γυναίκες να εισπράττουν τον θαυμασμό των αντρών.
Για έναν άντρα το ωραίο παρουσιαστκό λειτουργούσε υπέρ του.
Η τιμή του ήταν κάτι που ο ίδιος μπορούσε να υπερασπιστεί και αν κάποιο περιστατικό την αμαύρωνε, αυτό αφορούσε τον ίδιο μόνο.
Αντιθέτως η τιμή της γυναίκας αφορούσε όλη την οικογένεια και καθήκον της οικογένειας ήταν να την προστατεύσει.
Οι άντρες όταν έπιναν έκαναν πρόποση στην τιμή τους, έλεγαν δηλαδή «Στην τιμή σου». Αντιθέτως αυτή η πρόποση απαγορευόταν μεταξύ γυναικών. Η τιμή των γυναικών είχε μόνο χρηματική αξία και αυτή ίσχυε μόνο πριν το γάμο. …