Της Αγγελικής Κοτσοβού
Τα «τύμπανα» του συναλλαγματικού πολέμου ηχούν και πάλι.
Αυτή τη φορά όμως ήταν η Κίνα που πάτησε τη σκανδάλη, αιφνιδιάζοντας τις αγορές με την απόφασή της για υποτίμηση του γιουάν σχεδόν κατά 2% έναντι του δολαρίου.
Η κινεζική κεντρική τράπεζα προσπάθησε να δικαιολογήσει την υποτίμηση -τη μεγαλύτερη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90- ως μια κίνηση προς την κατεύθυνση της ελεύθερης διακύμανσης του κινεζικού νομίσματος. Η χρονική συγκυρία όμως για μια τέτοια απόφαση -σε μια εποχή που η κινεζική οικονομία κατεβάζει επικίνδυνα ταχύτητα και οι εξαγωγές της έκαναν «βουτιά» πάνω από 8% τον προηγούμενο μήνα- θέτει υπό αμφισβήτηση τους ισχυρισμούς των αρχών του Πεκίνου, επιτρέποντας στους αναλυτές να ερμηνεύσουν την υποτίμηση ως ένα «δώρο» για τους Κινέζους εξαγωγείς, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Εν μέσω πολλαπλών ενδείξεων οικονομικής επιβράδυνσης, οι περισσότεροι είχαν προεξοφλήσει νέα μέτρα στήριξης από τις κινεζικές αρχές. Σχεδόν κανείς όμως δεν είχε προβλέψει μια υποτίμηση, γι’ αυτό και ήταν τόσο έντονη η αντίδραση των διεθνών αγορών. Φαίνεται όμως ότι ο κινεζικός «δράκος» χάνει την αναπτυξιακή του δυναμική τόσο γρήγορα, που οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να κινηθούν προς την κατεύθυνση του αιφνιδιασμού.
Το ερώτημα-κλειδί είναι η στάση που θα κρατήσει το Πεκίνο από εδώ και στο εξής, επιτρέποντας πιο ελεύθερη διακύμανση του κινεζικού νομίσματος. Εάν όμως οι επενδυτές οδηγήσουν το γιουάν σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα, είναι σχεδόν αναπόφευκτη η αντίδραση των υπόλοιπων κεντρικών τραπεζών της Ασίας, παρασύροντας και άλλες χώρες στον πόλεμο των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων.