Ιταλία – Δημοψήφισμα
Το δημοψήφισμα της Κυριακής στην Ιταλία μπορεί να εκτροχιάσει την πολιτική καριέρα του Ματέο Ρέντσι. Εκείνο όμως που απασχολεί περισσότερο την Ευρώπη είναι η μοίρα του τραπεζικού συστήματος της χώρας.
Αυτό αναφέρει σε ανάλυσή της η Silvia Sciorilli Borrelli σε άρθρο της στον ιστότοπο Politico.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, οι τράπεζες της Ιταλίας παραπαίουν καθώς είναι εκτεθειμένες σε κόκκινα δάνεια ύψους 360 δισεκατομμυρίων, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η Κεντρική Τράπεζα της χώρας το 2016. Συνακόλουθα, οποιοδήποτε αποτέλεσμα αποσταθεροποιήσει την πολιτική σκηνή της χώρας θα στείλει δονήσεις και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες θα μπορούσαν να είναι δραματικές, με ένα από τα χειρότερα σενάρια να κάνουν λόγο ακόμη για κατάρρευση της ευρωζώνης. Οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες ωστόσο θα έχουν πιθανότατα να κάνουν με διαδικασίες διάσωσης δύο εκ των μεγαλύτερων ιταλικών τραπεζών.
Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν προβάδισμα του «Όχι», ο Ρέντσι έχει δεσμευθεί να παραιτηθεί εάν χάσει το δημοψήφισμα. Μια κυβερνητική αλλαγή, ωστόσο, θα πανικοβάλει τους επενδυτές και θα διακινδυνεύσει το σχέδιο να χρησιμοποιηθούν ιδιωτικά κεφάλαια για την αναζωογόνηση της Monde dei Paschi di Siena (MPS) και της UniCredit, αναφέρει η αρθρογράφος του Politico και προσθέτει:
Ειδικότερα, η MPS θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα ιδιαίτερα ακανθώδες μέλλον. Η συγκεκριμένη τράπεζα γλίτωσε τη διάσωση το περασμένο καλοκαίρι, όταν την τελευταία στιγμή ο Ρέντσι εξασφάλισε ένα σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης με τη συμμετοχή της JP Morgan και της ιταλικής επενδυτικής τράπεζας Mediobanca. Η επιτυχία του σχεδίου εξαρτάται πλέον από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Όπως τονίζει η αρθρογράφος, σε ένα έγγραφο που παρουσιάστηκε στους μετόχους της τράπεζας σε συνεδρίαση που έγινε στις 24 Νοεμβρίου, η MPS ανέφερε πως κανείς από τους θεσμικούς επενδυτές δεν είναι διατεθειμένος να λάβει σημαντικές αποφάσεις που σχετίζονται με επενδύσεις σε ιταλικές εταιρίες πριν μάθει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Politico, η JP Morgan και η Mediobanca έχουν διατηρήσει το δικαίωμα να αποσυρθούν από το σχέδιο σε περίπτωση ενός πολιτικού ή οικονομικού γεγονότος που θα μπορούσε να επηρεάσει τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης. Την ίδια στιγμή, η MPS που βρίσκεται ένα βήμα από τη χρεοκοπία προσπαθεί να βρει άλλους επενδυτές.
Άλλες πηγές αναφέρουν στο Politico ότι η Επενδυτική Αρχή του Κατάρ, ένα κυβερνητικό fund, θα ήταν πρόθυμη να συνεισφέρει 1 δισεκατομμύριο στην ανακεφαλαιοποίηση. Δεν πρόκειται όμως να δεσμευθεί πριν ανακοινωθεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Εάν αποχωρήσουν οι ιδιωτικοί επενδυτές, η MPS θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία σκληρή διαδικασία εκκαθάρισης στη βάση των κανόνων της ΕΕ, που θα επιφέρει μεγάλες ζημιές σε ομολογιούχους, μετόχους αλλά και μικροεπενδυτές, τονίζει το Politico και προσθέτει:
[irp posts=”84299″ name=”Δημοψήφισμα Ιταλία: Τι θα κάνει ο Ρέντσι την επόμενη μέρα”]
Κάτι τέτοιο θα είχε τοξικές πολιτικά συνέπειες στην Ιταλία και θα έδινε φτερά στο ευρωσκεπτικιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων. Ο αρχηγός του Κινήματος, Μπέπε Γκρίλο, έχει ζητήσει δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Το ιταλικό σύστημα δεν επιτρέπει δημοψήφισμα για διεθνείς συνθήκες, ωστόσο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τουλάχιστον ένα 30% των Ιταλών επιθυμεί την επιστροφή στη λίρα.
Μια ενδεχόμενη αποτυχία των προσπαθειών εξυγίανσης της MPS θα επηρέαζε και την ικανότητα της UniCredit να προσελκύσει επενδυτές για το δικό της σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης ύψους 10-13 δισ. ευρώ. Πρόκειται για την τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση της συγκεκριμένης τράπεζας μέσα σε πέντε χρόνια. Αν και πολλοί λίγοι πιστεύουν ότι η τράπεζα δεν θα καταφέρει να βρει τα χρήματα, η διαδικασία μπορεί να γίνει πιο δύσκολη και ακριβή.
«Ο Ρέντσι ήταν ο πρώτος άνθρωπος που απέτυχε να καταλάβει τους κινδύνους στους οποίους εξέθεσε τη χώρα, συνδέοντας το δημοψήφισμα με την τύχη της κυβέρνησης» ανέφερε μια πηγή με γνώση των σχεδίων της τράπεζας στο Politico.
Η επιτυχία του δημοψηφίσματος είναι μια αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την επιτυχία της ανακεφαλαιοποίησης της MPS, ανέφερε ένας τραπεζίτης με γνώση της κατάστασης.
Από τη μεριά της η S&P και άλλοι παρατηρητές θεωρούν ότι το δημοψήφισμα δεν επηρεάσει την αξιοπιστία της χώρας, εκτός και αν οδηγήσει σε μια ουσιαστική αντιστροφή δομικών μεταρρυθμίσεων.
«Ανεξάρτητα από το ποιος κερδίσει το δημοψήφισμα είναι λογικό να εικάσει κανείς ότι δεν υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στα θεμελιώδη της ιταλικής οικονομίας» εκτιμά από τη μεριά του o Marco Sonsini της Telos. «Δεν θα έχουμε χάος, απλώς δημοκρατία» προσθέτει.
Η αντικατάσταση του Ρέντσι από μια κυβέρνηση τεχνοκρατών -και προκήρυξη εκλογών για τα τέλη 2017 ή αρχές 2018- θα μπορούσε να απαλύνει κάποιους φόβους. Ένα όμως πράγμα είναι βέβαιο. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών της χώρας την περασμένη Δευτέρα «στις αγορές δεν αρέσει η αβεβαιότητα». Εάν αποτύχει το δημοψήφισμα του Ρέντσι πολύ λίγα πράγματα θα είναι βέβαια για την ιταλική οικονομία, καταλήγει η αρθρογράφος του Politico.