Και αν το Ισλαμικό Κράτος έχει αρχίσει την πτώση του; Η τζιχαντιστική οργάνωση βρίσκεται σήμερα σε δυσχερή θέση, τόσο στη Συρία, όσο και στο Ιράκ, όπου έχει απογοητεύσει τις τοπικές σουνιτικές κοινότητες και όπου η έξοδος από την κρίση θα προέλθει από τους τοπικούς παράγοντες, εκτιμούν οι ειδικοί.
Οι γάλλοι βουλευτές ενημερώθηκαν αυτήν την εβδομάδα από αναγνωρισμένους αναλυτές του αραβικού κόσμου στο πλαίσιο της Αποστολής Κοινοβουλευτικής Ενημέρωσης.
“Οι βομβαρδισμοί έχουν αναμφισβήτητα δυσκολέψει την οργάνωση”, η οποία έχει υποστεί τους τελευταίους μήνες πολλές ήττες , εξήγησε η Μίριαμ Μπενράαντ της Fondation pour la Recherche Strategique (FRS).
Ειδικότερα, “η υπόσχεση για την αποκατάσταση των στοιχειωδών υπηρεσιών, κάποιου είδους κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν τηρήθηκε. Οι τοπικοί πληθυσμοί είναι απογοητευμένοι. Μακριά από το ιδεώδες χαλιφάτο, γίνονται μάρτυρες της εγκαθίδρυσης ενός νέου συστήματος μαφίας”.
“Το Ισλαμικό Κράτος δοκιμάζεται σήμερα στη Συρία και στο Ιράκ, αλλά η οργάνωση είναι περισσότερο ανθεκτική στο Ιράκ , όπου έχει τις ρίζες της. Εκεί θα δοθεί η τελική μάχη”, σύμφωνα με την αναλύτρια.
Η τζιχαντιστική οργάνωση “έχει μία ιρακινή προϊστορία που χρονολογείται από το εμπάργκο και την οργάνωση του λαθρεμπορίου του πετρελαίου που ήταν συνέπειά του στο δυτικό Ιράκ, με την εφαρμογή της στρατηγικής του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσέιν να εκχωρήσει τη διακίνηση στις τοπικές φυλές”, υπενθύμισε η Μίριαμ Μπενράαντ.
“Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκε μία οικονομική οντότητα, οικοδομημένη γύρω από τη διακίνηση του πετρελαίου…Αυτή η πολιτική οικονομία οργανώνεται σήμερα γύρω από διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης, γεγονός που διαχωρίζει το Ισλαμικό Κράτος από την αλ-Κάιντα”.
Σύμφωνα με την αναλύτρια, οι πηγές χρηματοδότησης είναι: η λεηλασία των αποθεμάτων των τραπεζών κατά την διάρκεια της επίθεσης κατά της Μοσούλης το καλοκαίρι του 2014, η φορολογία που έχει επιβληθεί στον πληθυσμό, η λεηλασία και η διακίνηση αρχαιοτήτων, η οποία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της αμερικανικής επέμβασης το 2003 και συνεχίζεται σε παγκόσμια κλίμακα με μεγάλη υποκρισία”, η εκμετάλλευση των πετρελαϊκών πόρων, η αγροτική παραγωγή που εξασφαλίζει ένα είδος διατροφικής αυτάρκειας και τέλος η εξωτερική χρηματοδότηση, “η οποία αναμένεται να αυξηθεί όσο αυξάνονται οι στρατιωτικές δυσχέρειες της οργάνωσης”.
“Είναι πολύ δύσκολη η ταυτοποίηση των προσώπων που κινούν αυτήν την οικονομία του λαθρεμπορίου, η οποία έχει οικοδομηθεί με βάση μία πλειάδα παραγόντων, δικτύων και υποστηρικτών. Μία τέτοιου είδους πολιτική οικονομία είναι πολύ ανθεκτική”, σύμφωνα με την αναλύτρια της FRS.
Αλλη πηγή υποστήριξης του Ισλαμικού Κράτους είναι το Ιντερνετ. “Το Ισλαμικό Κράτος τρέφει ένα αίσθημα πλήρους ασυδοσίας στα κοινωνικά δίκτυα”, επωφελούμενο από την ακατανόητη παθητικότητα των μεγάλων εταιρειών του διαδικτύου.
Σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, “η βάση στην οποία στηρίχθηκε η οικοδόμηση του σχεδίου του Ισλαμικού Κράτους είναι ιρακινή. Και το Ισλαμικό Κράτος συνεχίζει να βασίζεται στην ελίτ αυτή”. Η διευθέτηση της πολιτικής κρίσης στο Ιράκ “παραμένει κατά συνέπεια κρίσιμη για την αποδυνάμωση ή την εξουδετέρωση του Ισλαμικού Κράτους”.
Οσο για τους ξένους μαχητές, “η παρουσία τους συνιστά για τους τοπικούς πληθυσμούς αποικιακή εισβολή”, θεωρεί η Μίριαμ Μπενράαντ.
Το Ισλαμικό Κράτος “αποτελεί ένα νεο-αποικιακό και ιμπεριαλιστικό σχέδιο που αποσκοπεί στην κατάργηση, με κάθε τίμημα, κάθε αναφοράς στις κρατικές οντότητες του Ιράκ και της Συρίας”.
Για μία πραγματική έξοδο από την κρίση, τόσο στο Ιράκ, όσο και στη Συρία , “χρειάζεται, κατ΄αρχάς, να στηριχθεί κανείς στους τοπικούς παράγοντες και στις ελίτ των δύο χωρών. Η λύση δεν θα προέλθει από τις περιφερειακές δυνάμεις, που είναι πυρομανείς πυροσβέστες. Η λύση βρίσκεται στην ίδια τη Συρία και στο ίδιο το Ιράκ.
“Αποτελεί ψευδαίσθηση να θεωρείται ότι η ειρήνη θα προέλθει από τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Η επίλυση της κρίσης πρέπει να αναζητηθεί σε τοπικό επίπεδο , μέσω συμφωνιών, εκεχειριών, μέσω διαπραγματεύσεων με τους τοπικούς παράγοντες”.
Μέχρι στιγμής βρεθήκαμε σε ανικανότητα να εντοπίσουμε συνομιλητές μεταξύ των σύρων ανταρτών, σύμφωνα με τον Φρανσουά Μπουργκάτ, διευθυντή έρευνας στο CNRS.
“Επιδιώξαμε να δημιουργήσουμε μία συριακή αντιπολίτευση που θα αντιστοιχεί στη δική μας εικόνα. Υπό το πρόσχημα ότι δεν είναι αρκετά λαϊκοί, αγνοήσαμε τους ισλαμιστές που ωστόσο έχουν βαρύνουσα σημασία στο εθνικό τους πλαίσιο. Κάνοντας αυτό, τροφοδοτήσαμε τα εξτρεμιστικά στοιχεία”.
“Η στρατιωτική συντριβή του ισλαμικού κράτους δεν αρκεί, διότι δεν υπάρχει σήμερα εναλλακτικό πολιτικό σημείο αναφοράς για τους σουνίτες”, εξήγησε ο αναλυτής προειδοποιώντας: “Εάν καταστρέψουμε το Ισλαμικό Κράτος χωρίς εναλλακτική θεσμική λύση, θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για κάτι ακόμη χειρότερο”.