Του Γιώργου Καπόπουλου
kapopoulos@pegasus.gr
Η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ε.Ε. έχει καταγραφεί και σταθεροποιηθεί ως καθοριστικός παράγοντας των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών σε εθνικό επίπεδο πολύ πριν κυριαρχήσει το Προσφυγικό που με επίκεντρο τη Συρία από το καλοκαίρι του 2014 και μετά την επέλαση των Τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και τη Συρία οδήγησε ένα χρόνο μετά σε μη ελέγξιμες και διαχειρίσιμες επί τόπου στην (Τουρκία, στο Λίβανο και στην Ιορδανία) πληθυσμιακές ροές.
Οι αιτίες της ανόδου της Ακροδεξιάς είναι διαφορετικές στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη. Στη Δύση χρεώνονται στη μόνιμη και παρατεταμένη δημοσιονομική λιτότητα που προέκυψε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την πορεία προς την υιοθέτηση του ευρώ και η οποία πήρε διάσταση παροξυσμού με την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008 και κυρίως με την επέκτασή της στην Ευρωζώνη την άνοιξη του 2010.
Στην Ανατολική Ευρώπη όπου με τελευταίο δείγμα γραφής την εντυπωσιακή διόγκωση και είσοδο στη Βουλή της Ακροδεξιάς στη Σλοβακία όλα συνθέτουν μια εικόνα συνολικής παλινδρόμησης στον Μεσοπόλεμο, όπου το σύνολο των χωρών της περιοχής με εξαίρεση την Τσεχοσλοβακία ήταν παραλλαγές αυταρχικών φασιστικού τύπου καθεστώτων.
Στα παραπάνω δεδομένα το Προσφυγικό και η πρόκληση της ενιαίας και αλληλέγγυας αντιμετώπισής του από την Ε.Ε. λειτουργεί σαν πολλαπλασιαστής εντάσεων και επιταχυντής στην αναδίπλωση στην εθνική περιχαράκωση και την ταυτότητα.
Το τέλος της εναλλαγής στη Δύση
Το μεταπολεμικό κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο της Δυτικής Ευρώπης στα τριάντα χρόνια αδιάκοπης ανάπτυξης με αφετηρία την έναρξη της ανοικοδόμησης με το Σχέδιο Μάρσαλ το 1947 και τερματικό σταθμό την επόμενη μέρα της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης στα μέσα της δεκαετία του ’70 είχε ως σημείο αναφοράς την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική συναίνεση και συνοχή με δύο διαφορετικές εκδοχές διαχείρισης τη σοσιαλδημοκρατική παρεμβατική και την λιγότερο παρεμβατική της Κεντροδεξιάς. Στο σκηνικό αυτό, δεν υπήρχε χώρος για την Ακροδεξιά, ενώ στο άλλο άκρο του πολιτικού σκηνικού η Κομμουνιστική Αριστερά είχε μπει με διαφορετικό ανά χώρα τρόπο σε πορεία σοσιαλδημοκρατικής μετάλλαξης με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα των Κ.Κ. της Γαλλίας αλλά και της Ιταλίας.
Τότε υπήρχε η εκτόνωση της όποιας κοινωνικής και πολιτικής δυσαρέσκειας με την εναλλαγή Σοσιαλδημοκρατίας και Κεντροδεξιάς στην εξουσία που αν και υπηρετούσαν το ίδιο μοντέλο είχαν διαφορετικές και διακριτές προτάσεις διαχείρισής του.
Η μεγάλη ανατροπή άρχισε στη Γαλλία το 1983-1984 όταν ο Μιτεράν στο όνομα των προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης αλλά και της διαφύλαξης ισορροπιών με τη Δυτική Γερμανία εγκατέλειψε πλήρως τις προεκλογικές, ιδεολογικές και προγραμματικές αναφορές, με αποτέλεσμα στο όνομα της προσαρμογής στην πραγματικότητα να απειλούνται κεκτημένα που είχε ενισχύσει ή και κατοχυρώσει η λαϊκή Δεξιά του Ντε Γκολ.
Επόμενο σοκ η πττώση του Τείχους και η κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και της ΕΣΣΔ που οδήγησαν στην Ενιαία Γερμανία και σε επιτάχυνση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης με τους όρους και τα προαπαιτούμενα του γερμανικού μοντέλου που δοκίμαζαν οριακά τις αντοχές τόσο της Γαλλίας όσο και της Ιταλίας και αναιρούσαν τη διαχωριστική γραμμή Δεξιάς – Αριστεράς.
Η άνοδος της Λεπέν
Αμέσως μετά το Μάαστριχτ, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 το περιθωριακό μέχρι τότε Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν άρχιζε να γίνεται υπολογίσιμη δύναμη με πολυσυλλεκτική δυναμική απορρόφησης της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Την ίδια εποχή το Ιταλικό ΚΚ που ετοιμαζόταν να μεταλλαχθεί σε Σοσιαλδημοκρατία και να διαδεχθεί τη Χριστιανοδημοκρατία στη διακυβέρνηση της χώρας έβλεπε έναν αντισυστημικό λαϊκιστικό δεξιό και ακροδεξιό λαϊκισμό να εισπράττει τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων: Η Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, η νεοφασιστική Εθνική Συμμαχία του Φίνι και η ξενόφοβη και ρατσιστική Λέγκα του Βορρά του Μπόσι νομιμοποιούσαν ως κανονικότητα το φασιστικό παρελθόν και τερμάτιζαν άδοξα την παράδοση του Δημοκρατικού Τόξου που ήταν ο κοινός παρονομαστής Κομμουνιστών και Χριστιανοδημοκρατίας στη μεταπολεμική περίοδο.
Παροξυσμός
Όλα τα παραπάνω πήραν στη Δυτική Ευρώπη και ιδίως στον Νότο παροξυσμική μορφή από την άνοιξη του 2010 μέχρι και σήμερα, με την εναλλαγή στην κυβερνητική εξουσία να μην επηρεάζει σε τίποτε μια δεδομένη δημοσιονομική διαχείριση. Το μεγαλύτερο ποσοστό της κοινωνικής δυσαρέσκειας μοιραία το εισπράττει η Ακροδεξιά σε όλες της τις εκφάνσεις.
Τα παραπάνω με διαφορετικό τρόπο καταγράφηκαν και στην εκτός ευρώ Βρετανία. Η ήπια αλλαγή στο Θατσερικό Μοντέλο από τους Μπλερ και Γκόρντον – Μπράουν εξακολουθεί να αφήνει πολιτικά μετέωρους και άστεγους αυτούς που έχασαν τις σταθερές εργασιακές αναφορές της Βιομηχανικής Βρετανίας που κατεδάφισε η Σιδηρά Κυρία. Στη Σκοτία που ήταν φέουδο των Εργατικών το κενό αυτό καλύπτουν οι Σκοτσέζοι Εθνικιστές, ενώ στην Αγγλία η Λαϊκιστική έως ακροδεξιά αντιευρωπαϊκή παράταξη του Φάραζ το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου φθάνει να αποσπάσει πρωτιά στις ευρωεκλογές της άνοιξης του 2014.
Στη Γερμανία δεν συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι, αλλά υπάρχει η συλλογική μνήμη της ναζιστικής περιόδου και έτσι με εξαίρεση τοπικά υψηλά ποσοστά στη πρώην Ανατολική Γερμανία, η Ακροδεξιά είναι μέχρι στιγμής εκτός Ομοσπονδιακής Βουλής. Στην Ισπανία, όπου είναι νωπές οι μνήμες της φρανκικής περιόδου, η Ακροδεξιά δεν έχει υπολογίσιμη κεντρική εθνική έκφραση αλλά αποτελεί συνιστώσα κάποιων εθνικιστικών -αποσχιστικών μορφωμάτων στην Καταλονία και στη χώρα των Βάσκων.
ΕΥΦΟΡΟ ΕΔΑΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΚΡΑΙΟΥΣ
Η Νέα Ευρώπη μυρίζει… Μεσοπόλεμο!
Η κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού ή του Σοβιετικού Μοντέλου το 1989 στην Ανατολική Ευρώπη χαιρετίστηκε ως μια επιστροφή στη δημοκρατική κανονικότητα, η οποία όμως με εξαίρεση την Τσεχοσλοβακία δεν υπήρχε σε καμιά από τις χώρες της περιοχής στην περίοδο 1918-1939.
Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μέσα σε μια δεκαετία μέχρι και την πλήρη ένταξή τους στην Ε.Ε. στη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης εναλλάχτηκαν στην εξουσία τα μεταλλαγμένα σε σοσιαλδημοκρατικά πρώην κυβερνώντα ΚΚ και πολιτικές δυνάμεις νεοφιλελεύθερες που πίστευαν ότι το σοκ της ιδιωτικοποίησης και της απορύθμισης θα οδηγούσε στην ανάπτυξη που δεν ερχόταν με την ήπια προσαρμογή. Και οι δύο εξαντλήθηκαν και δημιούργησαν ένα πολιτικό κοινό που αλλού καλύπτεται από νεοναζιστικά μορφώματα όπως το Γιόμπικ στην Ουγγαρία και το Λαϊκό Κόμμα «η Σλοβακία μας» στην Ουγγαρία. Όμως η Ακροδεξιά στην ανοικτή νεοναζιστική – νεοφασιστική έκφανσή της δεν αξιολογείται μόνον από τα εκλογικά της ποσοστά: Εχει οδηγήσει σε κατάσταση ιδεολογικής και προγραμματικής ομηρείας την κυβερνώσα Δεξιά με χαρακτηριστικά παραδείγματα την κυβέρνηση Ορμπαν στη Ουγγαρία, την κυβέρνηση Σίντλο στην Πολωνία και έχει εγκλωβίσει ακόμη και δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλδημοκρατικές, όπως η παράταξη του πρωθυπουργού της Σλοβακίας, του απερίγραπτου Φίτσο.
Όμως το εύφορο για την Ακροδεξία έδαφος στην Ανατολική Ευρώπη δεν οφείλεται μόνον στη Γιάλτα, στη βίαιη επιβολή του σοβιετικού μοντέλου και στη συνέχεια στο σοκ προσαρμογής στην οικονομία της αγοράς.
Τα κράτη της περιοχής, η Πολωνία η Τσεχοσλοβακία (σήμερα Τσεχία και Σλοβακία), η Ουγγαρία αλλά και η πρώην Γιουγκοσλαβία έγιναν ανεξάρτητα μετά το 1918, με απόφαση των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως της Γαλλίας και της Βρετανίας, με διπλό στόχο:
-Πρώτον, να αποτελούν μια Ζώνη Ασφαλείας απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία.
Δεύτερον, να αποτελούν, με εξαίρεση την Ουγγαρία, ένα ανατολικό αντίβαρο στη Γερμανία που θα υποκαθιστούσε το κενό της Τσαρικής Ρωσίας που μέχρι το 1917 διαδραμάτιζε τον ίδιο ρόλο. Ετσι στις χώρες αυτές η εθνική ιδεολογία και ταυτότητα ήταν ένα μείγμα σκληρού εθνικισμού και αντικομμουνισμού με έντονα ρατσιστικά στοιχεία, καθώς τα σύνορα που χαράχθηκαν με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, με εξαίρεση πάλι την Ουγγαρία που έχασε τα δύο τρίτα της επικράτειας που είχε στο πλαίσιο της Αυτροουγγαρίας, δημιουργούσαν κατ’ επίφασιν εθνικά κράτη που ήταν μωσαϊκά καταπιεζόμενων μειονοτήτων: Γερμανοί και Ουκρανοί στην Πολωνία, Γερμανοί, Ούγγροι και Ουκρανοί στην Τσεχοσλοβακία κ.λπ.
Δικτατορίες
Τα κράτη αυτά μοιραία από τη γέννησή τους με εξαίρεση στην Τσεχοσλοβακία ήταν σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αυταρχικές φασίζουσες έως απροκάλυπτα φασιστικές δικτατορίες: Το καθεστώς του Χόρτι στην Ουγγαρία, του Πιλσδούσκι στην Πολωνία κ.λπ. Η κυριαρχία μιας Λαϊκιστικής Δεξιάς εθνικιστικής και συχνά ρατσιστικής που πιέζεται από φασιστικά και νεοναζιστικά μορφώματα της Ακροδεξιάς στην Ανατολική Ευρώπη δεν είναι δυσκολία προσαρμογής, περιστασιακή παλινδρόμηση, είναι δυστυχώς η πλήρης αποκατάσταση της συνέχειας με το πραγματικό παρελθόν των χωρών της περιοχής.
Η σκληρή αυτή πραγματικότητα που απεκρύβη στη λογική της αντιπαράθεσης Δύσης – Ανατολής στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ερμηνεύει εκ των υστέρων τόσο τον ακραίο αυταρχικό χαρακτήρα των κομμουνιστικών καθεστώτων που στήθηκαν στην περίοδο 1945 – 1948, αλλά και την ευκολία με την όποια κατέρρευσαν. Ποιος θυμάται σήμερα ότι ο Ορμπαν ήταν ηγετικό στέλεχος της νεολαίας του Κ.Κ. Ουγγαρίας και ο Φίτσο αντίστοιχα στέλεχος του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας;