ΤΟΥ ΔΡΑ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΣΙΛΑΚΑΚΟΥ
Το βιβλίο, των Greg Callaghan και Ian Cuthbertson Doujons Heart («Η καρδιά του Ντιζόν», εκδ. Allen & Unwin 2015) αναφέρεται στην υπόθεση, που έκανε το γύρο του κόσμου στα πρωτοσέλιδα και τα δελτία ειδήσεων, σχετικά με τη δολοφονία του 20χρονου Αυστραλού από το Σίδνεϊ, Ντιζόν Ζάμιτ. Ο τελευταίος έχασε τη
ζωή του τον Ιούλιο του 2008, υποκύπτοντας στις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις που υπέστη μετά από ανελέητο ξυλοδαρμό και χτυπήματα από Έλληνες μπράβους ενός νυχτερινού κέντρου στη Μύκονο όπου βρισκόταν για διακοπές, εξαιτίας μιας αμφιλεγόμενης κλοπής γυναικείας τσάντας από το θύμα. Αυτό όμως που συγκλόνισε περισσότερο την παγκόσμια κοινή γνώμη -ιδιαίτερα στην Αυστραλία και την Ελλάδα- ήταν η απόφαση των βαρυπενθούντων γονιών του θύματος (Όλιβερ και Ρόζμαρι) να δωρίσουν τα όργανα του γιου τους, και μάλιστα σε Έλληνες λήπτες – πραγματοποιώντας έτσι την επιθυμία του αδικοχαμένου Ντιζόν να γίνει δότης οργάνων.
Το παράδοξο αυτής της ιστορίας, που μοιάζει με θρίλερ, είναι το γεγονός ότι την ίδια ημέρα που χτύπησαν θανάσιμα τον Ντιζόν, οι γιατροί του Ελληνοαυστραλού δημοσιογράφου, Κώστα Γρίμπιλα (που έμελλε να είναι ο τυχερός λήπτης της καρδιάς του Ντιζόν) τού ανακοίνωναν στο νοσοκομείο πως, λόγω της σοβαρής του καρδιολογικής ανεπάρκειας, είχε μόνο δύο βδομάδες ζωής, αν στο μεταξύ δεν βρισκόταν κατάλληλος δότης καρδιάς. Καταδικασμένος (από τους γιατρούς) σε θάνατο, ο Κώστας Γρίμπιλας είχε παρακολουθήσει από την τηλεόραση του νοσοκομείου τα καθέκαστα της άγριας δολοφονίας του νεαρού Αυστραλού και είχε ακούσει εμβρόντητος τη σπαρακτική ανακοίνωση του χαροκαμένου πατέρα του θύματος πως η οικογένειά του αποφάσισε να δωρίσει τα όργανα του γιου της σε Έλληνες πάσχοντες που τα είχαν άμεσα ανάγκη.
Ωστόσο, ούτε στα πιο άγρια όνειρά του δεν φανταζόταν ότι πρώτος και κύριος ευεργετούμενος λήπτης της καρδιάς του Ντιζόν θα ήταν ο ίδιος! Ιδιαίτερα όταν στις 2 Αυγούστου, έχοντας αποχαιρετίσει για τελευταία φορά (όπως νόμιζε) την αγαπημένη του σύντροφο, την οικογένεια και τους φίλους του, κι έμπαινε στο χειρουργείο από το οποίο αμφέβαλλε αν θα ξανάβγαινε ζωντανός. Κι όμως, την επόμενη μέρα, ο σοβαρά καρδιοπαθής Ελληνοαυστραλός ξυπνούσε από το βαθύ λήθαργο του αναισθητικού άκρως καταπονημένος από την πολύωρη εγχείρηση, αλλά νιώθοντας ξαναγεννημένος με μια νέα καρδιά -αυτή του Ντιζόν- να χτυπά τώρα στο δικό του στήθος, η οποία του εξασφάλιζε μια φυσιολογική ζωή.
Το εν λόγω βιβλίο-ντοκουμέντο (που λανθασμένα χαρακτηρίζεται στο οπισθόφυλλο ως «απομνημονευματικό» [memoir] – αφού απομνημονεύματα γράφονται συνήθως από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές και όχι από τρίτους) δεν είναι απλώς ενδιαφέρον αλλά και συναρπαστικό. Όχι μόνο επειδή είναι προσεκτικά φροντισμένο και καλογραμμένο, αλλά και γιατί (παραδόξως για το είδος του) χαρακτηρίζεται από σασπένς και αγωνία σαν να ήταν μυθιστόρημα – εξ ου και διαβάζεται σχεδόν απνευστί. Συχνά, βέβαια, οι δύο συγγραφείς καταχρώνται της ιδιότητάς τους ως τριτοπρόσωποι ρεπόρτερ και ξεπερνούν εαυτούς, καταστρατηγώντας τις ειδολογικές απαιτήσεις του «ντοκουμέντου», με το να συμπεριφέρονται ως παντογνώστες αφηγητές, διεισδύοντας -δίκην ποιητικής αδείας- στις (υποτιθέμενες) σκέψεις και τα συναισθήματα των προσώπων της ιστορίας – σαν να ήταν μυθοπλαστικοί και όχι αληθινοί χαρακτήρες.
Γενικά, όμως, ο αναγνώστης τείνει να παραβλέπει (θέλω να πιστεύω) αυτό το εμφανές ολίσθημα, αν δεν το επικροτεί κιόλας, κυρίως χάρη της ενδιαφέρουσας ιστορίας και συναρπαστικής αφήγησης που τον παρασύρει. Αυτό το ολίσθημα θα μπορούσε επίσης να δικαιολογηθεί ώς ένα βαθμό και απ’ το γεγονός ότι οι δύο συγγραφείς έχουν κάνει μια άκρως ευσυνείδητη κι ενδελεχή έρευνα, συγκεντρώνοντας ό,τι στοιχείο υπήρχε σχετικά με την εν λόγω υπόθεση την οποία και αξιοποιούν στο έπακρο. Από ερευνητική άποψη, πρόκειται για ένα ευσυνείδητο, τεκμηριωμένο, και υποδειγματικό εγχείρημα. Ένα εγχείρημα που δεν διεξάγεται με την αποστασιοποιημένη και ψυχρή επαγγελματική ματιά μιας δημοσιογραφικού είδους καταγραφής κι εξιστόρησης των γεγονότων, αλλά που έχει λάβει σοβαρά υπόψη και τον αντίστοιχο ανθρώπινο παράγοντα. Εξ ου και οι συγγραφείς παρακολουθούν με το οξυδερκές βλέμμα φυσιοδίφη όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις του «ουράνιου τόξου» των εμπλεκομένων – έστω κι αν, συχνά, γίνεται υπερβολή σ’ αυτό το ζήτημα, όπως προαναφέρθηκε. Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης και η σωστή κατάρτιση των συγγραφέων για την σύγχρονη Ελλάδα (κουλτούρα, νοοτροπία, κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα).
Φρονώ ότι το υπό συζήτηση βιβλίο αποτελεί ένα απ’ τα αντιπροσωπευτικότερα κι ενδεχομένως καλύτερα δείγματα του είδους του – κυρίως όσον αφορά το περιβόητο “Greek-Australian connection”. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι τραγικά χαροκαμένοι γονείς του θύματος, αντί να μισήσουν συλλήβδην τους Έλληνες (αφού Έλληνες αφαίρεσαν αναίτια τη ζωή του γιου τους) κατέπνιξαν τον αφόρητο πόνο τους, υπερέβησαν εαυτούς, και στάθηκαν υποδειγματικά στο ύψος των περιστάσεων. Έδειξαν το μεγαλείο και της δικής τους ψυχής (ξέχωρα απ’ αυτό της γεναιόδωρης ψυχής του πρόωρα χαμένου γιου τους) με το να χαρίσουν τα όργανα του αγαπημένου τους Ντιζόν σε Έλληνες που τα είχαν άμεσα ανάγκη για να κρατηθούν στη ζωή. Αγάπησαν τους Έλληνες και την Ελλάδα, παρ’ όλη τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία που τους δημιούργησε η αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία και το ανάλγητο ελληνικό νομικό σύστημα, το οποίο τελικά και τους αδίκησε κατάφωρα με τις επιπόλαιες ποινές που επέβαλε στους ενόχους του εγκλήματος. Κι ακόμη: Η οικογένεια του Ντιζόν κατάφερε να σφυρηλατήσει στενότατους φιλικούς και ακατάλυτους δεσμούς με την οικογένεια του Κώστα Γρίμπιλα, εξαιτίας αυτής ακριβώς της τραγωδίας, η οποία επισημοποιήθηκε τελικά και με κουμπαριά.