Στα 87 του χρόνια έφυγε από τη ζωή ο Γκύντερ Γκρας ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Γερμανούς συγγραφείς ο οποίος βραβεύτηκε το 1999 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Εκτός από τα μυθιστορήματα με τα οποία έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο, έγραψε θεατρικά έργα και ασχολήθηκε με την ποίηση. Συγχρόνως είχε έντονη ανάμειξη στην πολιτική ζωή της Γερμανίας.
Σύμφωνα με την Wikipedia o Γκύντερ Γκρας γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου του 1927 στην Ελεύθερη πόλη του Ντάντσιχ από Γερμανό προτεστάντη πατέρα και καθολική μητέρα, πολωνικής καταγωγής και ανατράφηκε ως καθολικός. Αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, να καταταγεί στα γερμανικά υποβρύχια, για να ξεφύγει από το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον του, όπως ο ίδιος υποστήριξε σε συνέντευξή του το 2006, εντάχθηκε πρώτα στο Reichsarbeitdienst και το 1944 στα Waffen-SS (ένοπλος κλάδος της SS). Ως μέλος των Waffen-SS συμμετείχε στις επιχειρήσεις της 10ης Μεραρχίας Θωρακισμένων SS «Frundsberg» από τον Φεβρουάριο του 1945 μέχρι τον Απρίλιο του ίδιου έτους, οπότε τραυματίστηκε, συνελήφθη από Αμερικανούς στρατιώτες και στάλθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων.
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε για δύο χρόνια σε ορυχείο και έλαβε εκπαίδευση λιθοξόου. Αργότερα σπούδασε γλυπτική και γραφιστική, πρώτα στην Ακαδημία Τεχνών του Ντίσελντορφ (Künstakademie Düsseldorf) και έπειτα στο Βερολίνο. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ξεκινά και το λογοτεχνικό του έργο, που θα τον κάνει παγκοσμίως γνωστό. Από το 1983 έως το 1986 διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου.
Ο Γκύντερ Γκρας νυμφεύτηκε δύο φορές, το 1954 και το 1979.
Συγγραφικό έργο και πολιτική δράση του Γκρας
Ο Γκύντερ Γκρας, για πάνω από μισό αιώνα αποτελεί ένα είδος «ηθικής συνείδησης» της Γερμανίας, καθώς με το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και τις δημόσιες παρεμβάσεις του προσπάθησε να εμποδίσει τον εφησυχασμό των συμπατριωτών του που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήθελαν να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, ξεχνώντας τα ναζιστικά εγκλήματα.
Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με το μυθιστόρημα του Το τενεκεδένιο ταμπούρλο που εκδόθηκε το 1959 και έγινε ταινία είκοσι χρόνια αργότερα. Ακολούθησαν το 1961 το Γάτα και Ποντίκι και το 1963 το Σκυλίσια μέρα που μαζί με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο αποτελούν την Τριλογία του Ντάντσιχ. Άλλα γνωστά του έργα, που μεταφράστηκαν και στα ελληνικά, όπως και η Τριλογία του Ντάντσιχ, είναι: Η πρόβα της εξέγερσης των πληβείων (1966), Ο Μπουτ το ψάρι (1977), Δυσοίωνα κοάσματα (1992), Γράφοντας μετά το Άουσβιτς (1993), Ένα ευρύ πεδίο (1995), Ο αιώνας μου (1999) και Σαν τον κάβουρα (2002).
Αν και δεν έγινε μέλος του Σοσιαλοδημοκρατικού Κόμματος, ο Γκύντερ Γκρας τάχθηκε υπέρ της σοσιαλοδημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι μόνο με μεταρρυθμίσεις και όχι με επαναστατική ανατροπή είναι δυνατή η οικονομική και κοινωνική αλλαγή. Έτσι, υποστήριξε την κυβέρνηση του Βίλι Μπραντ, ασκώντας της, όμως, έντονη κριτική.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο Γκρας τάχθηκε ενάντια στην ένωση των δύο Γερμανιών και πρότεινε, για τουλάχιστον μια επταετία, μια Συνομοσπονδία των δύο Γερμανικών κρατών, η οποία μελλοντικά θα μπορούσε να αποκτήσει την μορφή μιας ένωσης Γερμανικών κρατών.
Υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των τσιγγάνων, υποστηρίζοντας την ανάγκη χορήγησης σε αυτούς ευρωπαϊκού διαβατηρίου, που θα τους επιτρέπει τη διαμονή σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος. Δημιούργησε στην Ρουμανία ένα ίδρυμα για τους Ρομά, με την ονομασία «Εταιρία για τους απειλούμενους λαούς», το οποίο κάθε χρόνο βραβεύει όσους προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή των τσιγγάνων. Για τον Γκύντερ Γκρας οι Τσιγγάνοι είναι αυτό που καμωνόμαστε ό,τι είμαστε εμείς: εκ γενετής γνήσιοι Ευρωπαίοι.
«Η ντροπή της Ευρώπης»: Ένα από τα τελευταία ποίηματα που έγραψε το 2012 και αναφέρεται στην Ελλάδα
«Στο χάος κοντά, γιατί δεν συμμορφώθηκε στις αγορές· κι Εσύ μακριά από τη Χώρα, που Σου χάρισε το λίκνο.
Οσα Εσύ με την ψυχή ζήτησες και νόμισες πως βρήκες, τώρα θα καταλυθούν, και θα εκτιμηθούν σαν σκουριασμένα παλιοσίδερα.
Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος και γυμνός, υποφέρει μια Χώρα· κι Εσύ, αντί για το ευχαριστώ που της οφείλεις, προσφέρεις λόγια κενά.
Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις.
Αυτοί που με τη δύναμη των όπλων είχαν επιτεθεί στη Χώρα την ευλογημένη με νησιά, στον στρατιωτικό τους σάκο κουβαλούσαν τον Χέλντερλιν.
Ελάχιστα αποδεκτή Χώρα, όμως οι πραξικοπηματίες της, κάποτε, από Εσένα, ως σύμμαχοι έγιναν αποδεκτοί.
Χώρα χωρίς δικαιώματα, που η ισχυρογνώμονη εξουσία ολοένα και περισσότερο της σφίγγει το ζωνάρι.
Σ” Εσένα αντιστέκεται φορώντας μαύρα η Αντιγόνη, και σ” όλη τη Χώρα πένθος ντύνεται ο λαός, που Εσένα φιλοξένησε.
Ομως, έξω από τη Χώρα, του Κροίσου οι ακόλουθοι και οι όμοιοί του όλα όσα έχουν τη λάμψη του χρυσού στοιβάζουν στο δικό Σου θησαυροφυλάκιο.
Πιες επιτέλους, πιες! κραυγάζουν οι εγκάθετοι των Επιτρόπων· όμως ο Σωκράτης, με οργή Σου επιστρέφει το κύπελλο γεμάτο ώς επάνω.
Θα καταραστούν εν χορώ, ό,τι είναι δικό Σου οι θεοί, που τον Ολυμπό τους η δική Σου θέληση ζητάει ν” απαλλοτριώσει.
Στερημένη από πνεύμα, Εσύ θα φθαρείς χωρίς τη Χώρα, που το πνεύμα της, Εσένα, Ευρώπη, εδημιούργησε».
Το ποίημα μελοποιήθηκε από το μουσικό σχήμα Arpeggiosmp από τη Θεσαλονίκη, τον Ιούνιο του 2012.