Η εκροή κεφαλαίων από την Τουρκία φαίνεται να συνεχίζεται, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, καθώς οι ξένοι απέσυραν 7,6 δισεκ. δολάρια το 2015 από επενδύσεις που είχαν κάνει στη χώρα.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους και τους αναλυτές της Capital Economics και της SEB, αναμένονται περαιτέρω ρευστοποιήσεις και υποχώρηση της τουρκικής λίρας, που ήδη κινείται προς τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση της από το 2008.
Εκτός του ότι η Τουρκία έχει το υψηλότερο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ ανάμεσα στα κράτη της Ομάδας των 20, αυξάνονται οι ανησυχίες ότι η σαρωτική νίκη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές του περασμένου μήνα θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να ασκήσει πιέσεις στην κεντρική τράπεζα για μείωση των επιτοκίων με περιορισμένες πολιτικές αντιδράσεις.
«Οι αγορές πράγματι αντέδρασαν θετικά στις πρόσφατες εκλογές, αλλά νομίζω ότι ίσως είναι υπερβολικά αισιόδοξες» σχολίασε ο Γουίλιαμ Τζάκσον, οικονομολόγος με ειδίκευση στις αναδυόμενες αγορές στην Capital Economics στο Λονδίνο. Τα υψηλά επίπεδα εξωτερικού χρέους καθιστούν τη χώρα ευάλωτη στις αλλαγές του επενδυτικού κλίματος μόλις οι ΗΠΑ αρχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια, πιέζοντας τη λίρα και τα ομόλογα, ανέφερε.
Η απόδοση των 10ετών ομολόγων κατέγραφε νωρίτερα άνοδο τριών μονάδων βάσης στο 10,31% στην Κωνσταντινούπολη, με την άνοδο του τελευταίου μήνα να ανέρχεται στις 46 μονάδες βάσης, την υψηλότερη ανάμεσα στις 24 αναδυόμενες αγορές. Η λίρα κατέγραφε άνοδο 0,1% στο 2,8891 έναντι του δολαρίου.
Βασικό ερώτημα για τους επενδυτές είναι πόσο ελεύθεροι θα είναι οι κεντρικοί τραπεζίτες στο να καθορίζουν την ατζέντα της πολιτικής τους δεδομένου του ιστορικού που έχει ο πρόεδρος Ερντογάν στο να μειώνει το κόστος δανεισμού μολονότι ενισχύεται ο πληθωρισμός και αποδυναμώνεται η λίρα. Αναζητούν επίσης ενδείξεις ότι η κυβέρνηση θα υιοθετήσει πολιτικές για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την τόνωση της ανάπτυξης.
«Οι ξένοι επενδυτές δεν έχουν πεισθεί ότι θα επιτραπεί στην τουρκική κεντρική τράπεζα να αποφασίζει ανεξάρτητα για την νομισματική πολιτική», σχολίασε ο Περ Χάμαρλουντ, επικεφαλής ανάλυσης αναδυόμενων αγορών στην SEB στη Στοκχόλμη.
Η υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου φέτος βοήθησε την Τουρκία να καταγράψει πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο. Αυτό θα βοηθήσει να συρρικνωθεί το φετινό έλλειμμα στο 5% του ΑΕΠ κατ’ εκτίμηση.
Ακόμα και έτσι, η Τουρκία συγκαταλέγεται στις αναδυόμενες αγορές με αυξανόμενο χρέος του ιδιωτικού τομέα, κάτι που ενισχύει την εξάρτηση από την εξωτερική χρηματοδότηση και απειλεί την αξιολόγηση του κρατικού αξιόχρεου, ανέφερε ο οίκος Fitch Ratings σε έκθεσή του την περασμένη εβδομάδα. Από την πλευρά του, ο οίκος Moody’s Investors Service διατήρησε την Παρασκευή τις προοπτικές για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας ‘αρνητικές’ επικαλούμενος μεταξύ άλλων τις «τεράστιες ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης» της Τουρκίας και τους γεωπολιτικούς κινδύνους.
«Υπάρχουν ακόμα πολλά ανοιχτά ερωτήματα για τα μελλοντικά οικονομικά προγράμματα και τις μεταρρυθμίσεις», σχολίασε ο Ντμίτρι Μπαρίνοφ, διαχειριστής κεφαλαίων στην Union Investment Privatfonds στη Φρανκφούρτη. «Εάν ο Ερντογάν προσπαθήσει να τονώσει την ανάπτυξη μέσω χαμηλότερων επιτοκίων, θα εμποδίσει την περαιτέρω βελτίωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και θα οδηγήσει μόνο σε επιδείνωση της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη σαφήνεια».
Οι ξένοι επενδυτές πιθανότατα λαμβάνουν υπόψη τους και τους κινδύνους από την τουρκική πολιτική στη Μέση Ανατολή.