Ουκρανία: Ο εφιάλτης μιας ενδεχόμενης παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης που έζησε, έστω και για λίγες ώρες, όλη η ανθρωπότητα το βράδυ της περασμένης Τρίτης, όταν δύο πύραυλοι έπληξαν το έδαφος της Πολωνίας…
με την αρχική εντύπωση ότι επρόκειτο για ρωσική επίθεση, φαίνεται να επιταχύνει έντονες παρασκηνιακές διεργασίες, που πιθανόν να κρίνουν σύντομα την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία.
Το σκοτάδι του πολέμου μοιάζει πιο βαθύ από κάθε άλλη φορά στους εννέα μήνες της σύρραξης, με τη Μόσχα να βομβαρδίζει τα τελευταία 24ωρα ανηλεώς τις ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας, αφήνοντας τη μισή χώρα χωρίς ρεύμα μέσα στον χειμώνα, σε μια ξεκάθαρη προσπάθεια να ωθήσει το Κίεβο σε συνθηκολόγηση. Η αποχώρηση των Ρώσων από τη Χερσώνα σε συνδυασμό με την ένταση των επιθέσεών τους αυτές τις μέρες στην ανατολική Ουκρανία επιβεβαιώνει ότι η Μόσχα θέλει να διασφαλίσει τα κατακτημένα εδάφη του Ντονμπάς και τις περιοχές ανατολικά του Δνείπερου. Από την άλλη, οι ελπίδες των Ουκρανών για μια νικηφόρα αντεπίθεση αναπτερώθηκαν μετά την επέλαση στη Χερσώνα και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι πιέζει ασφυκτικά τη Δύση για μεγαλύτερη στήριξη, κινούμενος ακόμη και στα όρια όπως έδειξε η σπουδή του να ζητήσει από το ΝΑΤΟ να μπει στον πόλεμο, πριν ακόμα αποσαφηνιστεί εάν οι πύραυλοι στην Πολωνία ήταν ρωσικοί.
Μπροστά όμως στον φόβο μιας ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης, που μπορεί να συμβεί ανά στιγμή ακόμα και από τυχαία γεγονότα, παρατηρούνται για πρώτη φορά σημάδια για την εξεύρεση μιας λύσης και μάλιστα με μια διαφαινόμενη στροφή των Ηνωμένων Πολιτειών προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ουάσινγκτον ήταν εκείνη που έσπευσε πρώτη απ’ όλους να εκτονώσει την κρίση με τους πυραύλους στην Πολωνία, ξεκαθαρίζοντας σχεδόν αμέσως ότι δεν ήταν ρωσικοί αλλά ουκρανικοί! Πιθανόν όχι άσχετο με το γεγονός ότι οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, που έδωσαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικανούς, οδηγούν τον Τζο Μπάιντεν να επανεξετάσει τη στάση του για την κατάσταση στην Ουκρανία υπό την κριτική των πολιτικών του αντιπάλων. Λευκός Οίκος και Κρεμλίνο αναζητούν δίαυλο επικοινωνίας, όπως έδειξε η συνάντηση που είχαν στην Αγκυρα την περασμένη εβδομάδα οι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Γουίλιαμ Μπερνς (CIA) και Σεργκέι Ναρίσκιν (SVR), έστω κι αν επίσημα δεν επιβεβαιώθηκε ότι συζήτησαν για την Ουκρανία.
Την ίδια ώρα η Ευρώπη παραμένει σφόδρα αντίθετη στη Μόσχα και οι περισσότερες χώρες της βοηθούν στρατιωτικά το Κίεβο, αλλά εμφανίζεται και σε έντονη περίσκεψη για το μέλλον, αν όχι κουρασμένη από την ενεργειακή και οικονομική κρίση – δεν θα απέρριπτε ειρηνευτικές προσπάθειες που θα διασφάλιζαν όμως όσο γίνεται την Ουκρανία. Ισως το πλέον κρίσιμο σημείο είναι εάν και με ποιες προϋποθέσεις ο κ. Ζελένσκι θα δεχθεί να συζητήσει μια συμβιβαστική λύση για τον τερματισμό του πολέμου σύντομα, ιδίως όταν η επιδίωξη να παραμείνει η χώρα αρτιμελής και να εκδιωχθούν τα ρωσικά στρατεύματα ολοκληρωτικά, ακόμα και από το Ντονμπάς, είναι αμετακίνητος στόχος του Κιέβου.
Οι πύραυλοι στην Πολωνία
Οι πύραυλοι που έπεσαν στα νοτιοανατολικά της Πολωνίας την περασμένη Τρίτη, λειτούργησαν τελικά ως ένα μεγάλο σοκ για την παγκόσμια κοινότητα και τις μεγάλες δυνάμεις. Η είδηση βρήκε μάλιστα τους ισχυρούς του πλανήτη να συνεδριάζουν στο Μπαλί. Οι ηγέτες της G20 βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά σε μια κατάσταση αλλοφροσύνης. Η αρχική εκτίμηση, ίσως και βεβαιότητα σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς του Κιέβου ότι επρόκειτο για ρωσικό χτύπημα σε μία χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, ανέβασαν κατακόρυφα το θερμόμετρο. Εάν η εκτίμηση ήταν ακριβής, τότε θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί το πρωτόκολλο (με βάση το άρθρο 5) για την προστασία μιας συμμαχικής χώρας και να εμπλακεί προς τούτο ευθέως το ΝΑΤΟ στρατιωτικά, με ό,τι θα σήμαινε αυτό. Παρά το γεγονός ότι η Μόσχα διαβεβαίωσε από την πρώτη στιγμή ότι δεν ήταν δικοί της οι πύραυλοι, χρειάστηκαν ώρες για να υπάρξει κατευνασμός.
Καταλυτικό ρόλο έπαιξε η ψυχραιμία που επέδειξε η αμερικανική πλευρά, με τον κ. Μπάιντεν να συνιστά αναμονή έως ότου υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα. Ο Αμερικανός πρόεδρος απέρριψε το αίτημα του κ. Ζελένσκι για κήρυξη του πολέμου από τη Δύση κατά της Ρωσίας. Η Ουάσινγκτον στη συνέχεια ξεκαθάρισε ότι δεν ήταν ρωσικοί οι πύραυλοι. Για την ακρίβεια επρόκειτο για πυραύλους ρωσικής κατασκευής, αλλά όχι υπό ρωσική κατοχή, δηλαδή δεν ήταν ιδιοκτησίας του ρωσικού στρατού. Και εκτοξεύτηκαν από την ουκρανική αεράμυνα, αλλά από λάθος χειρισμό έπεσαν στην Πολωνία. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ έσπευσε πάντως να ξεκαθαρίσει ότι «δεν φταίει η Ουκρανία» για το λάθος αυτό.
Η κλιμάκωση της κρίσης αποσοβήθηκε, αλλά η Σύνοδος επιβεβαίωσε τις αποκλίνουσες προτεραιότητες και τις εθνικές σκοπιμότητες, που κυριαρχούν με φόντο τον πόλεμο. Το ψήφισμα καταδίκης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, χωρίζοντας στα δύο το σώμα της Συνόδου. Παρά την ευθεία αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας της Ουκρανίας, η Κίνα, η Ινδονησία, η Ινδία, η Βραζιλία, η Σαουδική Αραβία και η Νότια Αφρική κράτησαν σαφείς αποστάσεις, αποτυπώνοντας ενεργές «εφεδρείες» στήριξης της Ρωσίας, με δεδομένες κυρίως τις ισχυρές, διμερείς εμπορικές σχέσεις τους.
Πριν από την «κρίση των πυραύλων», η Ουάσινγκτον είχε κάνει μία ελαφρά μεταστροφή απέναντι στον πόλεμο. Ειδικά μετά το εξόχως αμφίσημο μήνυμα των ενδιάμεσων εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο κ. Μπάιντεν δείχνει να αναζητά συγκλίσεις και διακομματικές συνεννοήσεις και στο θέμα αυτό. Ετσι με φειδώ, σε σχέση με λίγους μήνες πριν, παρέχεται πλέον η αμερικανική βοήθεια (στρατιωτική, οικονομική κ.λπ.) προς την Ουκρανία. Μία εξέλιξη μάλλον επιβεβλημένη και από το γεγονός ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων περνά στον έλεγχο των Ρεπουμπλικανών, ο νέος πρόεδρος της οποίας, Κέβιν Μακάρθι, δήλωσε ήδη πως «οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι για νέα κατεύθυνση» σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο κ. Μακάρθι ξεκαθάρισε προεκλογικά ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν συντάξει «λευκή επιταγή» ως προς τη στρατιωτική βοήθεια στο Κίεβο.
Κάθε άλλο παρά τυχαία, ο πρόεδρος Μπάιντεν επανέλαβε αυτούσια τη φράση του Μακάρθι περί «λευκής επιταγής» στην πρώτη εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του μετά την καταμέτρηση των ψήφων των ενδιάμεσων εκλογών. «Θα εκπλαγώ αν ο ηγέτης Μακάρθι έχει ακόμη και την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών συναδέλφων του που λένε ότι δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν τις νόμιμες αμυντικές ανάγκες της Ουκρανίας», συνέχισε ο Αμερικανός πρόεδρος, με το μάτι των αναλυτών να επικεντρώνεται στον «νόμιμο αμυντικό» χαρακτήρα των δαπανών που επικαλέστηκε ο κ. Μπάιντεν, αποστροφή που κατά αρκετούς γνώστες του πεδίου «φρενάρει» τυχόν νέες απαιτήσεις του Κιέβου για αναβαθμισμένα οπλικά συστήματα, όπως για παράδειγμα η ενισχυμένη έκδοση (ως προς την εμβέλεια) του πυραυλικού συστήματος HIMARS.
Η «Washington Post» αποκάλυψε προ ημερών ότι οι ΗΠΑ «ζητούν ιδιωτικά» από την Ουκρανία να δείξει ότι είναι ανοιχτή να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία, προκειμένου να μην απολέσει τη νομιμοποίηση από τους διεθνείς υποστηρικτές της. Ακόμη κι αν δεν συνιστά πρόθεση των ΗΠΑ να «σπρώξουν» την Ουκρανία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, «οι συζητήσεις καταδεικνύουν πόσο περίπλοκη έχει γίνει η θέση της κυβέρνησης Μπάιντεν για την Ουκρανία, καθώς Αμερικανοί αξιωματούχοι ορκίζονται δημόσια ότι θα στηρίξουν το Κίεβο με τεράστια ποσά βοήθειας “όσο χρειαστεί”, ενώ ελπίζουν σε μια επίλυση της σύγκρουσης» όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, το οποίο αποδόθηκε στη «ρωσική προπαγάνδα» από τους επιτελείς του Κιέβου.
Χωρίς σαφείς δεσμεύσεις για την ανοικοδόμηση της χώρας και την παροχή πολυετούς οικονομικής βοήθειας, αλλά την ανάπτυξη ισχυρής ΝΑΤΟϊκής προστασίας στη συνοριακή γραμμή της, οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούν ότι η Ουκρανία δύσκολα θα αποδεχθεί την εκκίνηση των διαπραγματεύσεων, επιχειρώντας να προκαταλάβει, διαισθανόμενη τη σχετική πίεση, την όποια συζήτηση με την κατάθεση 10 σημείων για τον τερματισμό του πολέμου. Με μηνιαίο έλλειμμα, ωστόσο, 5 δισ. δολαρίων για την αποπληρωμή μισθών και την κάλυψη της υγειονομικής περίθαλψης, με συρρικνωμένο ΑΕΠ κατά το 1/3 σε σχέση με πέρυσι και χωρίς άφθονα αμερικανικά εργαλεία, το Κίεβο καλείται να αντιμετωπίσει έναν «θερμό» εσωτερικά χειμώνα. H σχεδόν αβίωτη καθημερινότητα δεν αποκλείεται να ωθήσει το Κίεβο σε πρωτοβουλίες διαλόγου και διαπραγμάτευσης, φέρνοντας πιο κοντά τον ορίζοντα λήξης του πολέμου.
Ρωσικό άγχος
Τις ελπίδες για λήξη του πολέμου αναπτέρωσε εδώ και μέρες η αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από τη Χερσώνα, δύο μόλις μήνες μετά την προσάρτησή της από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Παρά τη σημαίνουσα γεωστρατηγική της θέση, αλλά και το ζωτικό ενδιαφέρον των Ρώσων για μία από τις πιο μεγάλες πλουτοπαραγωγικές περιοχές της Ουκρανίας, η απόσυρση του ρωσικού στρατού από την επαρχία στα νότια της χώρας έδωσε την εντύπωση μιας δραστικής ρωσικής αναδίπλωσης, πράγμα που φάνταζε αδιανόητο έως τότε. Σήμα επίσπευσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων με ζητούμενο τον τερματισμό τους σύντομα εκπέμπει και η μορφή που έχουν εκλάβει το τελευταίο διάστημα οι ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, μεταπηδώντας από τα πλαίσια του συμβατικού πολέμου, στα «ανορθόδοξα» χτυπήματα του υβριδικού πολέμου, τα οποία προκαλούν μαζικότερες απώλειες.
Στην κατεύθυνση αυτή, η βροχή ρωσικών βαλλιστικών πυραύλων Κρουζ εναντίον 12 ουκρανικών πόλεων και εκατοντάδων υποδομών ενέργειας στα μέσα της εβδομάδας αντανακλά την επιχειρησιακή στόχευση της Μόσχας να εργαλειοποιήσει το χειμερινό ψύχος, οδηγώντας το Κίεβο στο τραπέζι των συνομιλιών το συντομότερο δυνατόν, εκτιμώντας πως τα εκατομμύρια των Ουκρανών δεν θα υπομείνουν -αδιαμαρτύρητα για πολύ καιρό- το κρύο και το σκοτάδι. Εχοντας καταναλώσει από νωρίς πολλά από τα «παραδοσιακά πυρομαχικά» της, όπως τη μερική επιστράτευση, τα πλήγματα κατά αμάχων, τη διεξαγωγή τοπικών «δημοψηφισμάτων» και την de facto αναγνώριση ουκρανικών περιοχών ως τμήματα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το Κρεμλίνο δεν έχει στη διάθεσή του πλέον πολλούς λαγούς έτοιμους να βγουν από το καπέλο, το οποίο αδειάζει ταυτόχρονα από τις δυτικές κυρώσεις, οπότε φαίνεται να βιάζεται, ακόμη και αν δεν το ομολογεί.
Στη ρωσική ζυγαριά υπέρ του τέλους του πολέμου στοιβάζονται ακόμα τα πολιτικά κίνητρα της εισβολής, η ραγδαία υποχώρηση της δημοτικότητας του Ρώσου προέδρου, η ηχηρή αντίδραση της ρωσικής νεολαίας απέναντι στην επιστράτευση, αλλά και οι φωνές εσωτερικής αμφισβήτησης ως προς την προετοιμασία και την αποτελεσματικότητα του ρωσικού στρατού -κυρίως από προπαγανδιστές και στρατιωτικούς μπλόγκερ- προκαλώντας διαρκείς οχλήσεις στον ένοικο του Κρεμλίνου. Ως συνέπεια αυτών, η Μόσχα δεν μοιάζει αδιάφορη στο ενδεχόμενο να τεθεί τελεία στις πολεμικές συγκρούσεις, ακόμη και αν ο κ. Βλαντιμίρ Πούτιν δεν φαίνεται διατεθειμένος να υποστεί μια νέα «ταπείνωση», αντίστοιχη με αυτήν του Νικίτα Χρουστσόφ κατά την οπτική του, ο οποίος υποχώρησε πρώτος, σύμφωνα με τα ιστορικά τεκμήρια, τερματίζοντας την «κρίση των πυραύλων» στην Κούβα, το 1962.
Σε εντελώς αντίθετη φορά, ο κ. Πούτιν ξορκίζει το ενδεχόμενο ρωσικής υποχώρησης, σύμφωνα με το περιοδικό «ForeignAffairs», υποστηρίζοντας ότι «θα επικρατήσει ο πραγματισμός και εξαιτίας αυτού ο διάλογος της Ρωσίας με τη γνήσια, παραδοσιακή Δύση». Στην αναζήτηση της κατά Πούτιν «γνήσιας, παραδοσιακής Δύσης», η απάντηση βρίσκεται κατά τους συντάκτες του δημοφιλούς περιοδικού στην άνοδο άλλων δεξιών κομμάτων στη Βόρεια Αμερική και τη δυτική Ευρώπη, αλλά και στο «κόκκινο κύμα», δηλαδή τη σαρωτική επικράτηση των Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ, που έμεινε, ωστόσο, στα χαρτιά. Παρ’ όλα αυτά, ο Ρώσος πρόεδρος «περίμενε ξεκάθαρα ότι οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ θα άλλαζαν το πολιτικό κλίμα στη χώρα και θα αποδυνάμωναν την υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία. Στον απόηχο μιας εκπληκτικά ισχυρής επίδειξης του Δημοκρατικού Κόμματος του Μπάιντεν, αυτή η προοπτική φαίνεται τώρα πολύ λιγότερο πιθανή», επισημαίνει το «ForeignAffairs».
Οι επιδιώξεις του Κιέβου
Η αποχώρηση των Ρώσων από τη Χερσώνα ενίσχυσε το ηθικό και τις βλέψεις του Κιέβου, το οποίο αναμένει ανάλογες υποχωρήσεις από τη Μόσχα και σε άλλα μέτωπα του πολέμου. Στόχος στο πεδίο είναι να ανακαταλάβει σύντομα το περίπου 20% των εδαφών της Ουκρανίας που τελεί υπό ρωσική κατοχή και να κατευθυνθεί προς την Αζοφική Θάλασσα μέσω της Ζαπορίζια, θέλοντας την ανακατάληψη της Μελιτόπολης και του Μπερντιάνσκ. Επόμενος στόχος η απελευθέρωση του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, φτάνοντας τα σύνορα των αυτονομιστικών «δημοκρατιών» που προσαρτήθηκαν από τη Μόσχα, όπου η αντίσταση των ρωσικών δυνάμεων αποτιμάται ως αναμενόμενη αλλά υπερβάσιμη. Μια τέτοια ευρείας κλίμακας στρατιωτική αντεπίθεση προϋποθέτει, όμως, την αδιάλειπτη οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη από τη Δύση.
Γεωργία Σαδανά – protothema.gr