ΛΕΥΚΟΣ ΟΙΚΟΣ: Μετά από έξι χρόνια, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιστρέφει σήμερα στον Λευκό Οίκο για μια ιδιαίτερα κρίσιμη συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, σε μια στιγμή που η γεωπολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής και της Μαύρης Θάλασσας βρίσκεται σε πλήρη αναδιάταξη.
Ρεπορτάζ: Παντελής Χαριτάκης
Η επίσκεψη, η πρώτη από το 2019, σηματοδοτεί – σύμφωνα με το Reuters – «την προσπάθεια της Άγκυρας να επαναφέρει τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον σε στρατηγικό επίπεδο», ενώ αναμένεται να επηρεάσει κρίσιμα ζητήματα από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35 και τις αμερικανοτουρκικές εμπορικές σχέσεις, μέχρι την κατάσταση στη Συρία και την ισορροπία δυνάμεων με το Ισραήλ.
Το μήνυμα Ρούμπιο και η ρητορική Τραμπ
Αν και ο Ερντογάν προσεγγίζει τη σημερινή επίσκεψη ως ευκαιρία «επαναφοράς» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, η Ουάσιγκτον δείχνει να κρατά χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, μιλώντας στο Fox News, ξεκαθάρισε ότι ο πρόεδρος Τραμπ παραμένει «ο μοναδικός ηγέτης με πραγματική δυνατότητα να φέρει ειρήνη», τόσο στην Ουκρανία όσο και στη σύγκρουση στη Γάζα, στέλνοντας σαφές μήνυμα ότι η αμερικανική στρατηγική δεν θα προσαρμοστεί εύκολα στις επιδιώξεις της Άγκυρας.
Ο Ρούμπιο απάντησε ευθέως στις αιχμές του Ερντογάν, ο οποίος είχε δηλώσει ότι ο Τραμπ «δεν κατάφερε να σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία» και είχε επικρίνει τις αμερικανικές διπλωματικές πρωτοβουλίες ως «ανεπαρκείς». «Όλοι έρχονται στον Λευκό Οίκο, όλοι θέλουν να μιλήσουν με τον πρόεδρο Τραμπ», σημείωσε με νόημα ο Ρούμπιο, διαμορφώνοντας έτσι το πλαίσιο της σημερινής συνάντησης.
Οι προσωπικές σχέσεις και τα εμπόδια
Η χημεία μεταξύ των δύο ηγετών θεωρείται ισχυρή, καθώς η πολιτική Τραμπ παραμένει έντονα προσωποκεντρική. Ωστόσο, όπως σημειώνει το BBC, «η φιλική ατμόσφαιρα δεν μπορεί να καλύψει τις βαθιές διαφωνίες» που αφορούν τη Συρία, το Ισραήλ, το Κογκρέσο και τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία.
Ο Ερντογάν προσέρχεται με «δέλεαρ» τις οικονομικές και αμυντικές συνεργασίες, επιδιώκοντας επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, από το οποίο αποκλείστηκε το 2019 λόγω της αγοράς ρωσικών πυραύλων S-400. Η Άγκυρα έχει ήδη καταβάλει 1,4 δισ. δολάρια για έξι αεροσκάφη που δεν της παραδόθηκαν ποτέ. Ωστόσο, η άρση του αποκλεισμού απαιτεί νομοθετική αλλαγή από το Κογκρέσο – ένα σενάριο που, προς το παρόν, φαντάζει δύσκολο.
F-35, Boeing και στρατηγικές επιδιώξεις
Πέρα από τα F-35, στο τραπέζι θα βρεθεί και η προοπτική πώλησης περίπου 200 επιβατικών αεροσκαφών Boeing στην Turkish Airlines, ένα σχέδιο που – όπως γράφει η Hurriyet – θα μπορούσε να αυξήσει το διμερές εμπόριο πάνω από τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο Τραμπ επιθυμεί «βραχυπρόθεσμες νίκες» στην εξωτερική πολιτική, και μια συμφωνία τέτοιου μεγέθους θα προσέφερε ένα ισχυρό μήνυμα συνεργασίας ενόψει των αμερικανικών εκλογών.
Η Συρία παραμένει κομβικό σημείο στην ατζέντα. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ τον Δεκέμβριο του 2024, Ουάσιγκτον και Άγκυρα έχουν πλήρως ευθυγραμμιστεί στον σχεδιασμό της επόμενης ημέρας. Στόχος είναι να καταστεί η Τουρκία «εγγυητής ασφαλείας» στη μεταπολεμική φάση, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα στη Μαύρη Θάλασσα και τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών.
Τα εμπόδια: Κογκρέσο, Ισραήλ και ανθρώπινα δικαιώματα
Η επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα F-35 και η άρση των κυρώσεων δεν είναι δεδομένες. Το Κογκρέσο διατηρεί έντονες επιφυλάξεις λόγω της στενής σχέσης της Άγκυρας με τη Μόσχα και του κακού ιστορικού της Τουρκίας στα ανθρώπινα δικαιώματα. Εξίσου σημαντικό εμπόδιο αποτελεί το Ισραήλ, το οποίο έχει σημαντική επιρροή στο Κογκρέσο και αντιτίθεται σε κάθε κίνηση που θα ενισχύσει τις στρατιωτικές δυνατότητες της Τουρκίας.
Η ρητορική του Ερντογάν κατά του Ισραήλ επιβαρύνει το κλίμα, με αποτέλεσμα πολλοί αναλυτές να θεωρούν ότι η «ολική επαναφορά» της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο θα χρειαστεί χρόνο και προσεκτικούς χειρισμούς. Ωστόσο, η Άγκυρα επιδιώκει να αναδειχθεί σε «μεσαία δύναμη» με παγκόσμια επιρροή και να κατοχυρώσει ρόλο-κλειδί στην επόμενη ημέρα της Ουκρανίας, όταν τεθεί επί τάπητος το ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας.
Οι διεθνείς αντιδράσεις και η σημασία της συνάντησης
Η συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν έχει τραβήξει την προσοχή των διεθνών ΜΜΕ. Το Associated Pressσημειώνει ότι «η Ουάσιγκτον επιδιώκει μια συνεργασία που θα ελέγχει την επιρροή της Ρωσίας και θα κρατήσει την Τουρκία αγκυρωμένη στη Δύση», ενώ παράλληλα «ο Ερντογάν βλέπει στη συνάντηση μια ευκαιρία να αποκαταστήσει την εικόνα του στο αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο».
Το Reuters αναλύει τη συνάντηση ως «κρίσιμο τεστ για το εάν οι προσωπικές σχέσεις μπορούν να ξεπεράσουν τα γεωπολιτικά εμπόδια», ενώ το BBC δίνει έμφαση στην αντίδραση του Ισραήλ και των αμερικανικών Εβραϊκών οργανώσεων, που ήδη πιέζουν κατά της επανένταξης της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35.
Οι οικονομικές πτυχές της συνάντησης είναι επίσης κομβικές. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι μια πιθανή συμφωνία για τα Boeing θα αποτελέσει «σηματοδότηση επαναπροσέγγισης» και θα ανοίξει τον δρόμο για μια νέα εποχή στις εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών, με επίκεντρο την αμυντική βιομηχανία, την ενέργεια και τις υποδομές.
Μια επίσκεψη με βαρύ συμβολισμό
Η επιστροφή του Ερντογάν στον Λευκό Οίκο μετά από έξι χρόνια δεν είναι απλώς ένα διπλωματικό γεγονός, αλλά μια δοκιμασία για το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Οι προσωπικές σχέσεις των δύο ηγετών μπορούν να διευκολύνουν τις συνομιλίες, αλλά τα θεσμικά εμπόδια – από το Κογκρέσο και το Ισραήλ μέχρι τη ρωσική επιρροή και τα ανθρώπινα δικαιώματα – παραμένουν ισχυρά.
Αν η Τουρκία καταφέρει να εξασφαλίσει ένα «σήμα» επαναπροσέγγισης, είτε μέσω των Boeing είτε μέσω μιας υπόσχεσης για τα F-35, τότε η σημερινή συνάντηση μπορεί να αποτελέσει αφετηρία μιας νέας φάσης στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Άγκυρας. Αν όχι, θα παραμείνει μια επίσκεψη υψηλού συμβολισμού, αλλά περιορισμένης ουσίας.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υπογραμμίζουν τα διεθνή πρακτορεία, ο φακός της παγκόσμιας κοινότητας θα είναι στραμμένος σήμερα στο Οβάλ Γραφείο – εκεί όπου δύο ηγέτες, με εντελώς διαφορετικές ατζέντες, επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν μια σχέση που έχει ταλανιστεί από αντιφάσεις και εντάσεις.