Μια σύντομη τελετή, η ευλογία από τον πάστορα, λευκά ρούχα. Κάπως έτσι βαπτίζονται χριστιανοί τελευταία όλο και περισσότεροι μουσουλμάνοι πρόσφυγες που φθάνουν στη Γερμανία.
Έτσι και ο Βενιαμίν, ο 25χρονος Ιρανός που ζει πλέον στο Αμβούργο ως χριστιανός. Ο ίδιος, όπως λέει, ήθελε να βαπτιστεί χριστιανός ήδη από τότε που βρισκόταν στην πατρίδα του, αλλά δεν μπορούσε.
Εκεί η αλλαγή θρησκεύματος και συγκεκριμένα ο ασπασμός της χριστιανικής πίστης διώκεται ποινικά. «Σήμερα ξεκινά για μένα μια νέα μέρα. Ανήκω στην εν Χριστώ κοινωνία», λέει ο Βενιαμίν. Μαζί με αυτόν βαπτίστηκαν άλλοι 70 πρόσφυγες, ενώ εδώ και ένα χρόνο έχουν βαπτιστεί στο Αμβούργο ήδη 600 άτομα. Πρόκειται, θα μπορούσε να πει κανείς, για μια διαδεδομένη πρακτική. Και στο Βερολίνο ολοένα περισσότεροι μουσουλμάνοι πρόσφυγες θέλουν να αλλάξουν θρήσκευμα. Μέχρι στιγμής στην Κοινότητα της Αγίας Τριάδας της γερμανικής πρωτεύουσας 185 πρόσφυγες έχουν ασπαστεί τον χριστιανισμό και ακολουθούν μαθήματα κατήχησης.
Σύμφωνα με τον πάστορα Αλβέρτο Μπαμπαγιάν, πολλοί είναι οι λόγοι που οδηγούν τους πρόσφυγες να αλλάξουν θρήσκευμα. «Πολλοί λένε ότι είναι απογοητευμένοι από το Ισλάμ», λέει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος ο Βενιαμίν αναφέρει: «Ήδη από την εποχή που ζούσα στο Ιράν είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι για άλλες θρησκείες. Και κάπου διερωτήθηκα: γιατί ως μουσουλμάνος πρέπει να ζω συνεχώς με φόβο;»
Για άλλους πάντως ο ασπασμός του χριστιανισμού είναι απλώς η οδός για να λάβουν πιο γρήγορα άσυλο στην Ευρώπη, όταν μάλιστα ενώπιων των αρμόδιων αρχών επικαλούνται ότι κάτι τέτοιο στις πατρίδες τους μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο. Πράγματι, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Χορήγησης Ασύλου, (BAMF) η επίκληση από τον αιτούντα λόγων ποινικής δίωξης στη χώρα του εξαιτίας του θρησκεύματός του συνεκτιμάται από την αρμόδια επιτροπή και οδηγεί στην παροχή ασύλου. Συχνά λοιπόν ανακύπτει το ερώτημα: η βάπτιση μουσουλμάνων προσφύγων γίνεται πράγματι για λόγους πίστης ή μήπως για την επίσπευση της διαδικασίας παροχής ασύλου; Οι απόψεις διίστανται.
H Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία πρόσφατα διένειμε ενημερωτική εγκύκλιο στις ενορίες σχετικά με το θέμα. Για την Εκκλησία, από θεολογική και ποιμαντική σκοπιά, η βάπτιση προσφύγων και μεταναστών ως χριστιανών είναι ένα ευτυχές γεγονός που συμβαδίζει με τις αρχές της πίστης. Μετά όμως από μια τέτοια βάπτιση η εκκλησία αναλαμβάνει επίσης και μια επιπρόσθετη ευθύνη έναντι της γερμανικής διοίκησης. Πολύ συχνά στις ακροάσεις παροχής ασύλου είναι δυνατό να ζητηθεί από τους πάστορες που βάπτισαν τον εκάστοτε αιτούντα να παραστούν ως μάρτυρες ενώπιων των αρμόδιων αρχών.
Η διαδικασία δεν είναι πάντα απλή, όπως αναφέρουν πολλοί γερμανοί ιερωμένοι. Οι ίδιοι καλούνται να δώσουν κάποιες βασικές πληροφορίες για τους αιτούντες άσυλο, όπως για παράδειγμα πόσο συχνά συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ενορίας τους, αν είναι ενεργά μέλη αλλά και αν γνωρίζουν σημαντικά στοιχεία που αφορούν την χριστιανική ζωή. Οι ιερωμένοι όμως συχνά αισθάνονται υπό πίεση, αφού δεν νιώθουν την υποχρέωση να «λογοδοτήσουν» τρόπον τινά για θέματα που αφορούν το ποίμνιο αλλά και τη δραστηριότητα της εκκλησίας αυτή καθεαυτή. Όπως λένε πολλοί ιερωμένοι, αυτού του είδους τα «τεστ πίστεως» από τις διοικητικές αρχές θα πρέπει να σταματήσουν. Ο πάστορας Αλβέρτος Μπαμπαγιάν υπογραμμίζει μάλιστα πώς εν τέλει πρόκειται για θέματα που αφορούν την ψυχή του ανθρώπου και ως τέτοια δεν θα πρέπει να εξετάζονται διοικητικά. Άλλωστε και στην πράξη, όπως λέει, όσοι πρόσφυγες βαφτίζονται παραμένουν και μετά ενεργά μέλη των ενοριών τους.