Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μόνο η Ρωσία δημιούργησε μάχιμες μονάδες απο γυναίκες με στόχο να πολεμήσουν μαζί με τους άνδρες στο μέτωπο.
Η πιο διάσημη από αυτές τις μονάδες ήταν γνωστή ως το Πρώτο Τάγμα Θανάτου Γυναικων, και υπολογίζεται ότι περίπου 6.000 Ρωσίδες υπηρετούσαν σε τέτοια τάγματα κατα τη διάρκεια του πολέμου.
Αλλα ας δούμε πως φτάσαμε εδω.
Ο νεοδιορισθείς (1917) Υπουργός Πολέμου Αλεξάνδρος Κερένσκι βρέθηκε αντιμέτωπος με το τιτάνιο έργο του να δώσει πνοή σε μια πολεμική προσπάθεια στην οποία η πλειοψηφία των Ρώσων, κυρίως Ρώσων στρατιωτών, δεν ήθελαν να λάβουν μέρος. Η απάντηση του Κερένσκι στο χαμηλό ηθικό με το οποίο ηταν αντιμέτωπος, ήταν η δημιουργία ταγμάτων τα οποία ονόμασε “Ταγματα Σοκ” ή “Τάγματα Θανάτου”. Τα συγκεκριμένα τάγματα θα ήταν ταξιαρχίες με τους πιο πειθαρχημένους, ρώσους μαχητές.
Θεωρητικά ειχε σκεφτεί να αναπτύξει τα συγκεκριμένα τάγματα κατα μήκος της πρώτης γραμμής για να προκαλεί δέος και να εμπνέει τους κουρασμένους στρατιώτες.
Το όραμα του Κερένσκι – δηλαδή των Ταγμάτων Σοκ – συνέπεσε σχεδόν ακριβώς με μια ιδέα που ειχε μια γυναίκα αγρότισα (αλλα και μαχητής) με το όνομα Μαρία Μποτσκάρεβα. Η Μποτσκάρεβα ισχυρίστηκε ότι ενα πειθαρχημένο τάγμα ρωσίδων θα μπορούσε να ηταν χρήσιμο, καθώς θα δημιουργούσε το αισθήμα της “ντροπής” στους στρατιώτες που πλέον δεν είχαν κανένα απολύτως κίνητρο να πολεμήσουν.
Το Υπουργείο Πολέμου θεώρησε την πρότασή της ως το τέλειο εργαλείο προπαγάνδας καθώς σύμφωνα με τη λογική τους, αν ακόμη και οι γυναίκες μπορούσαν να πολεμήσουν για την χώρα τους τότε σίγουρα θα αισθάνονταν και οι άντρες υποχρεωμένοι να ακολυθήσουν το παράδειγμα τους. Έτσι, ο Κερένσκι έδωσε την άδειά του για το Πρώτο Τάγμα Θανάτου απαρτισμένο εξ’ ολοκλήρου απο γυναίκες και υπό την διοίκηση της Μποτσκάρεβα.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες το τάγμα είχε πάνω από 2.000 γυναίκες απο διάφορα κοινωνικά στρώματα.
Δικαιούνταν να ενταχθούν γυναίκες ηλικίας δεκαοκτώ ετών και άνω, με τις γυναίκες ηλικίας κάτω των 21 να απαιτείται να πάρουν άδεια από τους γονείς τους.
Η μετατροπή απο “γυναίκα σε στρατιώτη” – όπως το έβλεπαν οι στρατιωτικοί της εποχής – έγινε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο μετα την κατάταξη.
Η διαδικασία ξεκίνησε απο το ξύρισμα του κεφαλιού τους, απαλλάσσοντας τις γυναίκες απο ένα από τα πιο γυναικεία χαρακτηριστικά τους.
Δεν υπήρχαν στολές για γυναίκες κι ετσι οι “νεοσύλλεκτοι στρατιώτες” χορηγήθηκαν ρούχα σχεδιασμένα για άνδρες, τα οποία βεβαίως δεν ταίριαζαν στο γυναικείο σώμα. Αυτό αποδείχθηκε ιδιαίτερα προβληματικό στον τομέα των υποδημάτων, καθώς οι μπότες ηταν ταιράστιες για τα μικρά τους πόδια.
Για την περαιτέρω ενίσχυση της νέας τους ταυτότητας, η Μποτσκάρεβα της αποθάρρυνε απο το να χαμογελούν πολύ ή να χαχανίζουν, επειδή η συμπεριφορά αυτή θεωρείτω υπερβολικά θηλυκή, συνεπώς ενθάρρυνε τις γυναίκες να φτύνουν, να καπνίζουν και να βρίζουν.
Εκτός τούτου, οι γυναίκες άρχισαν επίσης μια καθημερινή διαδικασία εκπαίδευσης η οποία ηταν εξαντλιτική αλλα ειχε σκοπό να τις προετοιμάσει για το πεδίο της μάχης. Ξύπναγαν στις 5 τα ξημερώματα κάθε πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ. Κοιμόντουσαν σε λεπτά κομμάτια ξύλου τα οποία ηταν καλλυμένα με σεντόνια.
Ακόμα και όταν το Τάγμα Γυναικών αποδείχθηκε τόσο πειθαρχημένο και θαρραλέο όσο οι άντρες, οι αντρες παρέμειναν εξόργισμένοι και προσβεβλημένοι από την παρουσία τους. Μέσα σε λίγους μήνες, η Μποτσκάρεβα αναγκάστηκε να διαλύσει τη μονάδα, ωστόσο αυτο επέτρεπε στις γυναίκες της να συμμετέχουν όπου ήθελαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, πολλά από τα πρώην μέλη του τάγματος συνέχισαν να πολεμούν μέχρι το τέλος.