Τη δεύτερη επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο, έπειτα από εκείνη επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, τον Ιανουάριο του 2020, πραγματοποιεί απόψε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος συναντάται με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.
Η ατζέντα της συνάντησης περιλαμβάνει διμερή ζητήματα Ελλάδας – ΗΠΑ, αλλά και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στην ατζέντα θα περιληφθούν επίσης διεθνή και περιφερειακά ζητήματα, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα θέσει και το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας
Τη δεύτερη επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο, έπειτα από εκείνη επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, τον Ιανουάριο του 2020, πραγματοποιεί απόψε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος συναντά αυτή την ώρα τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.
Η ατζέντα της συνάντησης περιλαμβάνει διμερή ζητήματα Ελλάδας – ΗΠΑ, αλλά και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Στην ατζέντα περιλαμβάνονται επίσης διεθνή και περιφερειακά ζητήματα, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα θέσει και το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας.
«Είναι χαρά μας που σας έχουμε εδώ. Βρισκόμαστε στην καλύτερη στιγμή των σχέσεων Ελλάδας – ΗΠΑ. Τα δημοκρατικά ιδεώδη, τα οποία όλοι μοιραζόμαστε, μας ενέπνευσαν και για αιώνες ενδυναμώθηκαν… Η ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία αποτελεί απειλή για τη Δημοκρατία. Σας ευχαριστώ θερμά για την ηγεσία σας. Θα μιλήσουμε για τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενέργεια, την ασφάλεια, την κλιματική αλλαγή. Ήσασταν ένας πολύ καλός φίλος» είπε ο Τζο Μπάιντεν, υποδεχόμενος τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Οβάλ Γραφείο.
«Σας ευχαριστώ πολύ. Είναι ιδιαίτερο προνόμιο μου να γιορτάζω τα 201 έτη από την Ελληνική Επανάσταση. Ελλάδα και ΗΠΑ αντιμετωπίζουμε αλληλέγγυοι τον πόλεμο στην Ουκρανία. Νομίζω ότι μπορούμε να έχουμε κοινή θέση» είπε από την πλευρά του ο Έλληνας πρωθυπουργός, στις κοινές δηλώσεις ενώπιον των δημοσιογράφων πριν από την κατ’ ιδίαν συνάντηση.
Πολύ ψηλά στην ατζέντα είναι και τα ενεργειακά, καθώς η Ελλάδα επιδιώκει να γίνει ο κόμβος μεταφοράς αερίου και καθαρής ενέργειας από τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο προς τα Βαλκάνια και τη νοτιοανατολική Ευρώπη και να συμβάλει ενεργά στην απεξάρτηση της Ευρώπης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και στη διαφοροποίηση των ενεργειακών διαδρομών.
Η ελληνική αντιπροσωπεία, η οποία, πέραν του πρωθυπουργού, απαρτίζεται από τους υπουργούς Εξωτερικών Νίκο Δένδια, Εθνικής Άμυνας Νίκο Παναγιωτόπουλο, Παιδείας Νίκη Κεραμέως και τους υφυπουργούς Εξωτερικών Κώστα Φραγκογιάννη και Επικρατείας και κυβερνητικό εκπρόσωπο, Γιάννη Οικονόμου, κρατάει χαμηλά τους τόνους των προσδοκιών που έχει από το ταξίδι και αφορούν κυρίως, όπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, την αναγνώριση του ρόλου που διαδραματίζει η χώρα μας ως ένας σταθερός και αξιόπιστος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών και εν γένει της Δύσης στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Δίνοντας το στίγμα των ελληνικών επιδιώξεων, συνεργάτες του πρωθυπουργού υπογράμμιζαν ότι «ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ταξιδεύει στην αμερικανική πρωτεύουσα απλώς και μόνον για να… παραπονεθεί στον “πατερούλη” Τζο Μπάιντεν για τη προκλητική συμπεριφορά των γειτόνων μας και να ζητήσει να τιμωρηθεί η Άγκυρα επειδή τηρεί στάση “κακού παιδιού” στην περιοχή». Προφανώς, στον δημόσιο λόγο του πρωθυπουργού, αλλά και στις διμερείς συνομιλίες των δύο πλευρών, «θα γίνουν όλες οι απαιτούμενες επισημάνσεις αλλά και θα διατυπωθούν οι αναγκαίες καταγγελίες» σημειώνουν. Τόνιζαν, όμως, ότι «δεν πρόκειται να εξαντληθούν σε αυτά τα ζητήματα τα διπλωματικά όπλα που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει η ελληνική αντιπροσωπεία».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σύμφωνα με στελέχη του επιτελείου του, τα οποία συμμετείχαν στην προετοιμασία της επίσκεψης, θα συνομιλήσει με τους Αμερικανούς ιθύνοντες «ως πρωθυπουργός μιας χώρας με αυτοπεποίθηση που είναι αξιόπιστος σύμμαχος και παράγοντας ασφάλειας, και σταθερότητας στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο και την Νοτιοανατολική Μεσόγειο».
Προκειμένου, μάλιστα, να επισφραγιστεί αυτός ακριβώς ο ρόλος της Ελλάδας ως παράγων σταθερότητας, η κυβέρνηση έσπευσε να κυρώσει την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή την τροποποίηση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας-ΗΠΑ, «που αποδεικνύει τον μακροχρόνιο χαρακτήρα στη δέσμευση των ΗΠΑ να επενδύσουν γεωπολιτικά στη χώρα μας».