Οι αρρυθμίες του κινέζικου μοντέλου και οι κλυδωνισμοί στην παγκόσμια οικονομία από τη Ρήξη φ. 119
Παρά τις κοπιώδεις προσπάθειες των κινέζικων αρχών να ελέγξουν την εντεινόμενη κρίση των κινεζικών χρηματαγορών, με αλλεπάλληλες ρυθμιστικές παρεμβάσεις από τον Αύγουστο του 2015, η κρίση δείχνει να επιμένει:
Την Δευτέρα 4 Ιανουαρίου και την Τρίτη 5 Ιανουαρίου, τα χρηματιστήρια της Σαγκάης και του Σεντζέν, κατέγραψαν απώλειες της τάξης του 7% γεγονός που εξανάγκασε τις αρχές στο να διακόψουν τις συναλλαγές σε αυτά.
Η επιμονή της χρηματοπιστωτικής κρίσης, έχει προκαλέσει πανικό και έντονες διχογνωμίες στην παγκόσμια χρηματαγορά και τους αναλυτές της. Πολλές είναι οι εκδοχές για την ερμηνεία της κρίσης: Ο πολύς Τζώρτζ Σόρος, δήλωσε ότι βρισκόμαστε μπροστά στα προπαρασκευαστικά στάδια μιας κρίσης παρόμοιας με του 2008, η οποία αυτήν την φορά θα έχει ως αφετηρία της την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου: «Το μοντέλο της Κίνας απαιτεί μείζονες προσαρμογές». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Francesco Sisci των Asia Times, που αποδίδει την κρίση σε τρείς, κυρίως, παράγοντες που επιβραδύνουν την ανάπτυξη της Κίνας: Πρώτον, οι κρατικές επιχειρήσεις –που αντιμετωπίζουν σοβαρότατα κρούσματα διαφθοράς και «καταπίνουν» τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων από τους προϋπολογισμούς των κινεζικών περιφερειών· δεύτερον, η απώλεια εμπιστοσύνης στον ιδιωτικό τομέα, καθώς κι εκεί οι φαύλες πρακτικές τείνουν να καταστούν κανόνας· τρίτον, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μερίδιο επενδύσεων στις κινέζικες χρηματαγορές αφορά μια βαβέλ μικρο-επενδυτών με απρόβλεπτη συμπεριφορά και πρακτικές που πολύ συχνά διαφεύγουν τους αυστηρούς κανόνες που έχουν θεσπίσει οι κινέζικες αρχές για τον έλεγχο των χρηματαγορών.
Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί οι παράγοντες περιστρέφονται γύρω από ένα μείζον πρόβλημα, που τείνει να εξελιχθεί σε βραχνάς για το «κινέζικο μοντέλο»: Η διόγκωση ενός γενικευμένου φαινομένου ανομίας που τείνει να καταλάβει κάθε πτυχή της οικονομικής δραστηριότητας: Είτε μιλάμε για το τρίγωνο κρατικών αξιωματούχων –τοπικών αρχών– επιχειρηματιών που αποτελούν τον κεντρικό φορέα της διαφθοράς στα στρατηγικά ύψη της κινέζικης εξουσίας και οικονομίας, είτε για τις γοργά επεκτεινόμενες μεσαίες τάξεις της χώρας.
Μπορεί η Κίνα να αποτέλεσε εν τέλει εξαίρεση στον κανόνα της κατάρρευσης των υπόλοιπων σοσιαλιστικών καθεστώτων, επιτυγχάνοντας σε πρώτη φάση μια επιτυχημένη μετάβαση σε ένα υβριδικό μοντέλο κρατικά ελεγχόμενης οικονομίας της αγοράς. Όμως, τα φαινόμενα που χαρακτήρισαν την αποδρομή του κρατικιστικού μοντέλου κατά τα τέλη του 20ού αιώνα –διαφθορά, ανάπτυξη μορφών παρα-οικονομίας κ.ο.κ. – όχι μόνο φαίνεται πως επιμένουν, αλλά διευρύνθηκαν κιόλας ενισχυμένα από την εισβολή του «καπιταλιστικού φαντασιακού» στην κινέζικη κοινωνία. Που πλέον, ανακαλύπτει και προσχωρεί μαζικά στο κυνήγι του πλουτισμού με κάθε μέσο, όπως έξοχα στηλιτεύει και η κοινωνική κριτική του νέου κινέζικου κινηματογράφου.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κίνα δεν είναι έλασσον: Στην πραγματικότητα η διαφθορά στέκει εμπόδιο σε πολιτικές τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης που έχει υιοθετήσει: ο νεο-κεϋνσιανισμός προσκρούει πάνω στα εκτεταμένα γραφειοκρατικά συμφέροντα, η διόγκωση των οποίων συμπαρασέρνει στην φαυλότητα και την ιδιωτική οικονομία.
Ο ηγέτης της χώρας, Ζι Ξινπίνγκ, έχει εδώ και καιρό κηρύξει μια εκτεταμένη καμπάνια «ενάντια στην διαφθορά» για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων σε κάθε επίπεδο. Μέσα από ένα κρεσέντο μεταρρυθμίσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης, του στρατού, και της δικαστικής εξουσίας, προσπαθεί να συγκροτήσει ένα ανεξάρτητο στρώμα δημόσιων λειτουργών που θα σπάσει τα εκτεταμένα δίκτυα διαπλοκής που καθηλώνουν ιδιωτικό και δημόσιο τομέα σε έναν κύκλο φαυλοκρατίας.
Παράλληλα, έχει εγκαινιάσει μια εκτεταμένη συζήτηση μέσα στην χώρα, πάνω στην πολιτική ηθική, την εμπιστοσύνη, την σημασία τήρησης του θεσμικού πλαισίου. Την ίδια στιγμή, σκέφτεται να αναδιπλωθεί εν μέρει υιοθετώντας και πολιτικές «τόνωσης της προσφοράς» –μείωση της φορολογίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, λελογισμένες ιδιωτικοποιήσεις κ.ο.κ. Τα δυτικά μέσα θεωρούν ότι κάτι τέτοιο συνιστά αντίφαση με τον μακροχρόνιο κινέζικο σχεδιασμό: Όμως, είναι σαφές, ότι εάν η κινέζικη ηγεσία επιθυμεί το ξεκαθάρισμα της οικονομίας από την φαυλοκρατία, θα πρέπει, πέρα από την εξυγίανση του δημοσίου τομέα, να υποβοηθήσει και στην διαμόρφωση ενός κύκλου ενάρετης ιδιωτικής οικονομίας.
Εν τω μεταξύ οι αρρυθμίες της Κίνας επηρεάζουν αποφασιστικά το παγκόσμιο οικονομικό κλίμα. Η αναθεώρηση του κινέζικου ρυθμού ανάπτυξης προς τα κάτω, καθώς και η υποτίμηση του κινέζικου Γουάν, έχουν συμπαρασύρει και τις τιμές του πετρελαίου –που αυτήν την βδομάδα άγγιξαν ιστορικό χαμηλό 12ετίας (30$ το βαρέλι).
Πράγμα που αποτελεί μείζον πρόβλημα για όλες τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, όχι μόνον της Βενεζουέλας ή της Ρωσίας όπως αρέσκονται να υπενθυμίζουν τα ελληνικά ΜΜΕ, αλλά και της ίδιας της Αμερικής, που τα τελευταία χρόνια μεταβλήθηκε εκ νέου σε πετρελαιοπαραγωγό χώρα, λόγω της ευρείας ανάπτυξης των σχιστολιθικών πεδίων εξόρυξης: Το αμερικάνικο αργό, με κατά τι ακριβότερο κόστος παραγωγής, αντιμετωπίζει στενότητες κερδοφορίας, όταν διατίθεται σε τόσο χαμηλές τιμές.
Ίσως, εν τέλει, ο διαβόητος Τζόρτζ Σόρος, να μην έχει εντελώς άδικο όταν μιλάει για τον κίνδυνο μιας νέας οικονομικής κρίσης τύπου 2008 μέσα στο 2016. Πολλοί αναλυτές, βέβαια, έσπευσαν να διασκεδάσουν τους φόβους του, χαριτολογώντας ότι ο Σόρος «γέρασε» και έχει γίνει υπερβολικά φοβικός. Εκείνος, πρόσφατα τους απάντησε ότι το κλειδί της δικής του επιτυχίας, ήταν ότι ποτέ δεν προσέγγισε τις αγορές με το στενό μάτι ενός οικονομολόγου, αλλά με την διαίσθηση και την ευρύτητα γνώσεων ενός φιλοσόφου. Ο κερδοσκόπος Σόρος, που με το μακρύ του χέρι προωθεί σε όλο τον κόσμο τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, μπορεί να είναι μείζων αντίπαλος των λαών. Χαζός, όμως, δεν είναι…