Του Παντελή Δ Καρύκα
Η κατάρρευση του ρωσικού εθνικού νομίσματος και η συνεπακόλουθη κρίση της ρωσικής οικονομίας είναι συνέπεια πρωτίστως της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, του κύριου δηλαδή εξαγωγικού προϊόντος της Ρωσίας, αλλά και των κυρώσεων που η Δύση έχει επιβάλει στη χώρα αυτή, συνεπεία της ουκρανικής κρίσης.
Η Ρωσία δηλώνει πως αυτή την στιγμή βρίσκεται σε οικονομικό πόλεμο με τη Δύση, αντιμετωπίζει δηλαδή, μια ασύμμετρη επίθεση που απειλεί να συντρίψει όλα τα επιτεύγματα της εποχής Πούτιν.
Ο Πούτιν, ως παλαιό στέλεχος της KGB, γνώριζε ότι το ενδεχόμενο να βρεθεί η Ρωσία αντιμέτωπη είτε με μια συγκυριακή πτώση των τιμών του πετρελαίου, είτε με μια έξωθεν προκληθείσα πτώση των τιμών, ήταν πιθανό να συμβεί. Για τον σκοπό αυτό είχε συγκεντρώσει αποθεματικά κεφάλαια ύψους, περί τα 650 δισ. δολάρια, ώστε να μπορεί να κρατήσει ζωντανή τη ρωσική οικονομία για όσο διάστημα θα απαιτείτο.
Ο Πούτιν, ως παλαιό στέλεχος της KGB, γνώριζε ότι το ενδεχόμενο να βρεθεί η Ρωσία αντιμέτωπη είτε με μια συγκυριακή πτώση των τιμών του πετρελαίου, είτε με μια έξωθεν προκληθείσα πτώση των τιμών, ήταν πιθανό να συμβεί
Ο Πούτιν γνώριζε, επίσης, πως και η παντοδύναμη Σοβιετική Ένωση, με τον ίδιο τρόπο κατέρρευσε, οικονομικά πρώτα και κατόπιν πολιτικά, όταν η τότε αμερικανική ηγεσία, σε συνεργασία με τις συμμάχους χώρες της στον Περσικό Κόλπο, φρόντισαν να πέσουν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου, μέσω της αύξησης της παραγωγής, ενώ το πρόγραμμα «Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας» (SDI: Strategic Defense Initiative) που έμεινε γνωστό ως «Πόλεμος των Άστρων», οδηγούσε τη Σοβιετική Ένωση σε αλόγιστες εξοπλιστικές – ερευνητικές δαπάνες, σε μια προσπάθεια να μη μείνει πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα αποτελέσματα έγιναν γνωστά σε λιγότερο από μια δεκαετία. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε. Κάτι παρόμοιο δείχνει να συμβαίνει και τώρα, στον τομέα που αφορά τις διεθνείς τιμές των υδρογονανθράκων. Στην πρόσφατη σύνοδο του ΟΠΕΚ, η Σαουδική Αραβία πρωτοστάτησε στον αγώνα για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου, παρά την πτώση των τιμών. Σήμερα όμως υπάρχουν ακόμα περισσότερες παράμετροι που πρέπει να εξεταστούν, σε σχέση με το 1989.
Η πρώτη αφορά την αύξηση παραγωγής του Ιράν, το οποίο, αν και βρίσκεται σχετικά κοντά με τη Μόσχα (στη βάση του κοινού εχθρού, των ΗΠΑ, αφού τα συμφέροντα των δύο π.χ. στην Κασπία είναι ανταγωνιστικά), τώρα, χάρη στους τζιχαντιστές, προσέγγισε σημαντικά με τις ΗΠΑ, αφού μοιράζονται τουλάχιστον το κοινό συμφέρον της σταθερότητας στο Ιράκ. Βέβαια η Τεχεράνη δεν αυξάνει την παραγωγή της επειδή αντιπαθεί τη Ρωσία ή συμπαθεί τις ΗΠΑ, αλλά απλώς και μόνο, διότι αν τη μειώσει θα χάσει πολύτιμο για αυτή μερίδιο από την διεθνή αγορά πετρελαίου. Σε κάποιο βαθμό αυτό ισχύει και την Σαουδική Αραβία και τις μικρότερες χώρες του Κόλπου.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά τη σημερινή θέση της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα. Η κατάρρευση της αποκομμένης από αυτό, εν πολλοίς, Σοβιετικής Ένωσης, δεν επηρέασε αρνητικά τη διεθνή οικονομία. Μάλλον το αντίθετο συνέβη, καθώς οι αγορές αξιολόγησαν θετικά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα όμως, αν η ρωσική οικονομία καταρρεύσει θα παρασύρει πολλούς ακόμα, μαζί της, στην Άβυσσο. Μην ξεχνάμε πως ένας από τους βασικότερους εμπορικούς εταίρους της Ρωσίας είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), στο σύνολό της και η Γερμανία ειδικότερα.
Γερμανία και Ρωσία έχουν τόσο αλληλένδετα συμφέροντα που η ρωσική κατάρρευση θα οδηγούσε σε σοβαρούς κλυδωνισμούς τη γερμανική και κατ’ επέκταση την ευρωπαϊκή οικονομία
Γερμανία και Ρωσία έχουν τόσο αλληλένδετα συμφέροντα που η ρωσική κατάρρευση θα οδηγούσε σε σοβαρούς κλυδωνισμούς τη γερμανική και κατ’ επέκταση την ευρωπαϊκή οικονομία. Στην σύγχρονη, παγκοσμιοποιημένη οικονομία, το «τσουνάμι» μιας ρωσικής κατάρρευσης θα παρέσυρε, ίσως, ακόμα και αυτούς που θα την έχουν προκαλέσει, των ΗΠΑ περιλαμβανομένων, ενώ η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί να πληγεί η ήδη προβληματική ευρωπαϊκή οικονομία, με τις ΗΠΑ να το ανέχονται ενώπιον του αντικειμενικού σκοπού – στόχου, που είναι η Ρωσία. Ο πρόεδρος Πούτιν, στον οποίο μπορεί ο καθένας να καταλογίσει οτιδήποτε, εκτός από περιορισμένη νοημοσύνη, έχει ήδη αναφερθεί στον κίνδυνο αυτό.
Από την άλλη αν οι ΗΠΑ, που προφανώς δεν επιθυμούν την κατάρρευση του διεθνούς οικονομικού συστήματος, φαίνεται πως απλώς επιθυμούν να φτάσουν τη Ρωσία στα όρια της, να τη «γονατίσουν», να την ταπεινώσουν ίσως, για να την πιέσουν να συμβιβαστεί, π.χ. στο ζήτημα της Ουκρανίας, χωρίς όμως να την αφήσουν στο τέλος να καταρρεύσει. Ίσως στο πίσω μέρος του μυαλού των σχεδιαστών πολιτικής στην Ουάσινγκτον να υπάρχει και η σκέψη ανατροπής του Πούτιν, πιο πολύ ως ευσεβής πόθος παρά ως εφικτός στόχος.
Επ’ αυτού μάλλον δεν θα επιτύχουν, όχι εύκολα τουλάχιστον. Οι Ρώσοι πέραν του ότι έχουν αποδείξει ιστορικά, ότι η αντιμετώπιση δυσκολιών είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, όταν νιώθουν πως απειλείται η εθνική τους επιβίωση, συσπειρώνονται στο πλευρό των κυβερνώντων τους (βλ. Β’ Παγκόσμιο και Στάλιν), ανεξαρτήτως καθεστώτος.
Εξάλλου είναι πολύ νωρίς για να λεχθεί ότι το πλήγμα στην ρωσική οικονομία έχει πλήξει καθοριστικά, για την ώρα, τον απλό Ρώσο πολίτη. Μόλις τώρα έχει φανεί το πρόβλημα με την αύξηση της τιμής εισαγομένων προϊόντων. Θα χρειαστεί ορισμένος χρόνος για κάτι τέτοιο και ο κίνδυνος για το διεθνές σύστημα πάντα θα ελλοχεύει.
Ο Πούτιν, ασχέτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις επιλογές του, είναι αλήθεια ότι εκμεταλλευόμενος τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, έκανε ξανά τη Ρωσία ισχυρή δύναμη, ξεπερνώντας τον εφιάλτη της μεταβατικής περιόδου Γιέλτσιν, στην οποία βέβαια υπηρέτησε ο σημερινός ηγέτης. Έδωσε ξανά στους Ρώσους αυτοπεποίθηση και τόνωσε την πληγωμένη εθνική τους υπερηφάνεια. Και αυτό οι Ρώσοι θα δυσκολευτούν να το λησμονήσουν.
Άλλωστε, η Ρωσία είναι σε θέση να αντιδράσει και αυτή, επιβάλλοντας τις δικές της «κυρώσεις». Σε πρώτη φάση η Μόσχα θα μπορούσε να κατασχέσει τα περιουσιακά στοιχεία των ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, θα μπορούσε να διακόψει τις εισαγωγές από την ΕΕ και στην έσχατη περίπτωση, να απειλήσει να διακόψει την τροφοδοσία της εξαρτημένης από αυτήν Ευρώπης με φυσικό αέριο.
Η Ευρώπη δεν έχει, ακόμα, εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας. Βέβαια αυτό μπορεί να αλλάξει. Ήδη υπάρχουν επαφές για την προμήθεια ιρανικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ενώ αναμένεται, εντός των προσεχών ετών να ανοίξει και η μεσογειακή στρόφιγγα και η αμερικανική, του φτηνού σχιστολιθικού αερίου. Οι λύσεις αυτές όμως χρειάζονται χρόνο για να υλοποιηθούν. Και χρόνος δεν θα υπάρχει αν μέσα την καρδιά του χειμώνα η Μόσχα κλείσει τις στρόφιγγες, παίρνοντας, ως άλλος Σαμψών, μαζί της τους «αλλοφύλους». Το μόνο, πάντως, δεδομένο είναι πως η Ρωσία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την Κριμαία, την οποία ήδη ο Πούτιν έχει μετατρέψει σε φρούριο και πρόκειται, μέχρι το 2016, να ενισχύσει ακόμα περισσότερο.
Το χειρότερο σενάριο είναι, βέβαια, να εξαναγκαστεί η Ρωσία να περάσει τον Ρουβίκωνα. Στην πρόσφατη ομιλία του, όπου καθόρισε και την ρωσική οικονομική πολιτική, έως και το 2017, ο πρόεδρος Πούτιν ξεκαθάρισε πως, παρά το γεγονός ότι η ρωσική οικονομία θα εισέλθει σε ύφεση από το 2015, εντούτοις οι δαπάνες για την άμυνα δεν πρόκειται να περικοπούν. Ίσα-ίσα, η Ρωσία έχει εξαγγείλει ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Μόνο το ρωσικό ναυτικό προβλέπεται να ενισχυθεί με 600 νέα πλοία, τα επόμενα χρόνια. Αντίστοιχα θα ενισχυθούν και οι λοιποί κλάδοι των ενόπλων δυνάμεων.
Αν λοιπόν η Δύση πιέσει τη Ρωσία, με αφορμή το θέμα της Ουκρανίας, ή επιχειρώντας να εντάξει στο ΝΑΤΟ τη Ουκρανία ή τη Γεωργία, ή εξακολουθήσει τον οικονομικό πόλεμο, ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει πως θα αντιδράσει η Μόσχα στην Οσετία, την Υπερδνειστερία, τη Βαλτική, ακόμα – ακόμα και στην Αν. Ουκρανία. Η προσάρτηση στη Ρωσία αυτών των περιοχών ή η επίδειξη δύναμης της Μόσχας σε κάποια εκ των Βαλτικών δημοκρατιών, ή στη Μαύρη θάλασσα, η οποία μετά την προσάρτηση της στρατηγικής χερσονήσου της Κριμαίας, έχει μετατραπεί μεγάλο μέρος της σε «ρωσική λίμνη», θα μπορούσε να είναι μια πιθανή αντίδραση.
Ωστόσο, η Μόσχα δεν φαίνεται να προωθεί μια νέα δυναμική αναμέτρηση. Ο πρόεδρος Πούτιν γνωρίζει, επίσης, τα όριά του και όλα δείχνουν ότι επιθυμεί να βρει διέξοδο, χωρίς να είναι όμως διατεθειμένος να παραδώσει κάτι από αυτά που καταβάλλοντας το σημερινό κόστος απέσπασε…
Η Ρωσία, παρόλα αυτά, έχει το απόλυτο στρατιωτικό πλεονέκτημα στην Ευρώπη και τον Καύκασο και το γνωρίζει καλά. Η Ρωσία διαθέτει και τις τακτικές πυρηνικές δυνατότητες και τις αναγκαίες συμβατικές δυνάμεις για να επικρατήσει. Οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ που έχουν αναπτυχθεί στις Βαλτικές χώρες και την Πολωνία, είναι απλώς συμβολικές και δεν είναι σε θέση, ούτε κατ’ ελάχιστο, να αμφισβητήσουν τη ρωσική υπεροχή. Απλά λειτουργούν ως «πυροκροτητής» (trigger), παρέχοντας διαβεβαίωση στις χώρες του ΝΑΤΟ, ότι οι ΗΠΑ θα εμπλακούν σε περίπτωση σύγκρουσης, αφού θα πληγούν και οι αμερικανικές δυνάμεις που σταθμεύουν στην περιοχή.
Αυτό το γνωρίζουν και οι Αμερικανοί και οι λοιποί δυτικοί σύμμαχοί τους. Κατά συνέπεια, αν η «άρκτος» συνεχίσει να δέχεται ασφυκτική πίεση είναι δεδομένο πως θα αντιδράσει, με κάποιο τρόπο. Σημαντική παράμετρος, σε κάθε περίπτωση, είναι ο χρόνος και η αντοχή της Ρωσίας στις δυτικές πιέσεις, σε βάθος χρόνου. Με απλά λόγια, η όποια τυχόν δυναμική αντίδραση της Μόσχας, στο όποιο επίπεδο, θα είναι πιθανότερο να εκδηλωθεί όταν τα αποθεματικά της κεφάλαια θα τείνουν προς εξάντληση.
Από την άλλη πλευρά, ούτε η Μόσχα είναι «αναμάρτητη». Η δυναμική πολιτική Πούτιν στην Ουκρανία έκλεισε θύρες επικοινωνίας. Αν ο Πούτιν σταματούσε στην προσάρτηση της Κριμαίας και δεν ξεκινούσε τόσο μαζικά το παιχνίδι στην Αν. Ουκρανία, ίσως να είχαν, ήδη, όλα τελειώσει και μάλιστα υπέρ του, αφού η Κριμαία ελέγχει, όντως, τη Μαύρη θάλασσα και η κατοχή της προσδίδει στη Ρωσία συντριπτικό στρατηγικό πλεονέκτημα στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς συνέχισε, μη εμπιστευόμενος τους Δυτικούς και θέλοντας να αποτρέψει κάθε πιθανότητα ΝΑΤΟποίησης της Ουκρανίας.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, ακολουθώντας τα χνάρια της συγγενούς, πάλαι ποτέ υπερδύναμης Βρετανίας, προωθούν μια νέα πολιτική «ευρωπαϊκής ισορροπίας». Η πολιτική αυτή επιβάλει το «ψαλίδισμα» των φιλοδοξιών της όποιας δύναμης απειλεί να κερδίσει την παγκόσμια κυριαρχία, ηγεμονική θέση στο διεθνές σύστημα, μόνη της ή στο πλαίσιο πλέγματος συμμαχιών. Οι Αμερικανοί, δύο φορές, άσκησαν αυτή την πολιτική κατά της Γερμανίας, στους δύο παγκόσμιους πολέμους και πριν την Ουκρανία, ήταν προγραμματισμένη να ασκηθεί η ίδια πολιτική και στον Ειρηνικό, με την Κίνα να αποτελεί το αντίπαλο δέος εκεί.
Ακτίνα φωτός, φυσικά υπάρχει. Οι ΗΠΑ διαρρέουν, μέσω διπλωματικών διαύλων, πως αν η Ρωσία επιδείξει «λογική» στην Ουκρανία, όλα μπορούν να αλλάξουν
Ακτίνα φωτός, φυσικά υπάρχει. Οι ΗΠΑ διαρρέουν, μέσω διπλωματικών διαύλων, πως αν η Ρωσία επιδείξει «λογική» στην Ουκρανία, όλα μπορούν να αλλάξουν. Η Ρωσία συνεχίζει, από την πλευρά της, να ζητά την ομοσπονδιοποίηση της Ουκρανίας, αν και το περιεχόμενό της παραμένει ασαφές. Η Μόσχα, όχι άδικα, προβάλει το παράδειγμα του Κοσόβου (αυθαιρεσία της Δύσης όπου αδιαφόρησε για τις ρωσικές ενστάσεις), ακόμα όμως και του Κεμπέκ στον Καναδά (το επιχείρημα είναι γιατί αρνούνται την ομοσπονδιοποίηση στην Ουκρανία, η οποία αποτελεί εξαιρετικά διαδεδομένο μοντέλο κρατικής οργάνωσης στη Δύση).
Το αίτημα της Μόσχας περί ομοσπονδιοποίησης είναι δυνατό να ικανοποιηθεί από τη Δύση. Το μεγάλο πρόβλημα είναι, πάντως, πλέον η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, καθώς αμφότερες οι πλευρές έχουν – επικοινωνιακά εν πολλοίς, ή λόγω ζωντανών ψυχροπολεμικών στερεοτυπικών πεποιθήσεων – δαιμονοποιήσει την αντίπαλη. Σε κάθε περίπτωση η νέα εκεχειρία που επετεύχθη στην Ουκρανία είναι σαφώς καλό σημάδι, ότι ίσως τελικά επικρατήσει η λογική, καθώς ΗΠΑ και Ρωσία έχουν κοινά συμφέροντα και σημεία επαφής σε άλλες, εύφλεκτες, περιοχές του πλανήτη, όπως στη Μέση Ανατολή για παράδειγμα.
Αυτό είναι και προς το συμφέρον του Ελληνισμού, αφού όταν Μόσχα και Ουάσιγκτον διατηρούν καλό επίπεδο σχέσεων, η γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας κατακρημνίζεται.