Στο στόχαστρο θα τεθούν ο «σκοτεινός στόλος» των πλοίων που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο σε μη δυτικές χώρες, καθώς και Ρώσοι εξαγωγείς πετρελαίου, στους οποίους δεν έχουν επιβληθεί μέχρι τώρα κυρώσεις
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εξετάζει την επιβολή νέων σημαντικών κυρώσεων κατά του ενεργειακού τομέα της Ρωσίας προκειμένου να καταφέρει ένα ακόμη οικονομικό πλήγμα στον Βλαντιμίρ Πούτιν λίγο πριν λήξει η θητεία του, σύμφωνα με την Washington Post, που επικαλείται τέσσερα άτομα με γνώση του θέματος.
Παράλληλα, η κίνηση αναμένεται να ισχυροποιήσει περαιτέρω την επερχόμενη ομάδα του εκλεγμένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ που επιδιώκει να φέρει τον Πούτιν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, ανέφεραν οι ίδιες πηγές.
Στο στόχαστρο θα τεθούν ο «σκοτεινός στόλος» των πλοίων που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο σε μη δυτικές χώρες, καθώς και Ρώσοι εξαγωγείς πετρελαίου, στους οποίους δεν έχουν επιβληθεί μέχρι τώρα κυρώσεις. Οι επιλογές που εξετάζονται περιλαμβάνουν επίσης την ανάκληση άδειας που επιτρέπει σε τράπεζες να πραγματοποιούν ρωσικές ενεργειακές συναλλαγές.
Εάν εφαρμοστούν, οι κυρώσεις θα διαμορφώσουν την οικονομική και εξωτερική πολιτική που θα κληροδοτήσει η κυβέρνηση Μπάιντεν στον Τραμπ. Μια σημαντική κίνηση κατά της Ρωσίας πριν αποχωρήσει από την εξουσία θα ενίσχυε το αφήγημα του Μπάιντεν ότι κατάφερε να ενώσει τους δυτικούς συμμάχους για να απαντήσουν δυναμικά στην εισβολή στην Ουκρανία το 2022. Παράλληλα, θα παραδώσει στον διάδοχό του μια ισχυρή οικονομία – ένα κατόρθωμα που θα μπορούσε να υπονομευθεί από ένα ξαφνικό ενεργειακό σοκ.
Στα δυόμισι χρόνια από την εισβολή της Ρωσίας, ο Λευκός Οίκος ήταν επιφυλακτικός απέναντι στην υπερβολική καταστολή των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας, φοβούμενος μια απότομη άνοδο των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου – και των τιμών του φυσικού αερίου για τους Αμερικανούς. Όμως ο πληθωρισμός έχει μειωθεί δραματικά και οι εκλογές τελείωσαν, αλλάζοντας το πολιτικό διακύβευμα. Οι υποστηρικτές της αυστηρότερης πολιτικής απέναντι στη Ρωσία θεωρούν ότι ο Μπάιντεν πρέπει να απαντήσει με την επιβολή σκληρών μέτρων στον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας και ορισμένοι εξ αυτών ανησυχούν ότι εξαντλείται ο χρόνος.
«Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανησυχεί για την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και την επιδείνωση του πληθωρισμού. Αυτός ήταν ο κύριος περιορισμός στην πολιτική τους για τις κυρώσεις στη Ρωσία – οι εσωτερικές επιπτώσεις», δήλωσε ο Έντουαρντ Φίσμαν, ανώτερος ερευνητής στο Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, ο οποίος ζήτησε από τον Μπάιντεν να θέσει στο στόχαστρο τις ρωσικές πωλήσεις ενέργειας τους τελευταίους δύο μήνες της προεδρίας του. «Αλλά οι εκλογές τελείωσαν και ο πληθωρισμός είναι υπό έλεγχο. Οι λόγοι για να είμαστε τόσο προσεκτικοί στις κυρώσεις δεν ισχύουν πλέον».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους έχουν παράσχει βοήθεια εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Κίεβο, επιβάλλοντας παράλληλα μια σειρά οικονομικών κυρώσεων σε ρωσικές τράπεζες, αμυντικές εταιρείες, βιομηχανίες και άλλες εταιρείες. Αυτές οι κυρώσεις έχουν πλήξει σταδιακά τη ρωσική οικονομία: ο ετήσιος πληθωρισμός στη Ρωσία αναμένεται να εκτιναχθεί πάνω από το 9%, σύμφωνα με επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, που προβλέπουν πιθανή ύφεση για το επόμενο έτος. Η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας αύξησε τα επιτόκια στο 21%.
Ο ενεργειακός τομέας της Ρωσίας, ωστόσο, επηρεάστηκε μόνο εν μέρει, συντηρώντας τις δυνάμεις του Πούτιν στο πεδίο της μάχης, ελαχιστοποιώντας παράλληλα την οικονομική ζημιά στο εσωτερικό. Κάπου μεταξύ του 1/3 και του μισού των εσόδων του προϋπολογισμού της Ρωσίας προέρχεται από την πώληση πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το Κρεμλίνο είχε έσοδα περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια από τις ενεργειακές πωλήσεις πέρυσι, ανέφερε η S&P Global σε έκθεσή της τον Ιανουάριο.
«Ο στόχος των νέων μεγάλων κυρώσεων θα πρέπει να είναι η διψήφια μείωση των εξαγωγικών εσόδων τους, σε διάστημα έξι έως 12 μηνών», δήλωσε ο Πίτερ Χάρελ, πρώην ανώτερος διευθυντής της κυβέρνησης Μπάιντεν για διεθνή οικονομικά, ο οποίος είναι πλέον αναλυτής στο Carnegie Endowment for International Peace.
Ωστόσο, οι προσδοκίες δεν είναι μεγάλες. «Ακόμη και αν υπάρξει ένα σημαντικό πλήγμα, η Ρωσία θα συνεχίσει να απολαμβάνει σημαντικά έσοδα από τις εξαγωγές», είπε. «Οι κυρώσεις είναι ένα παιχνίδι που επαναλαμβάνεται και απαιτούνται διαδοχικά βασικά χτυπήματα».
Ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος ανέφερε ότι η επιβολή κυρώσεων είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι η Ουκρανία βρίσκεται στην «καλύτερη δυνατή θέση» για να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να διαπραγματευτεί την ειρήνη με «δίκαιους» όρους.
«Αυτή η ενέργεια θα ήταν ένα ακόμη βήμα προς την επίτευξη αυτού του στόχου», είπε ο αξιωματούχος.
Οι παγκόσμιες αγορές ενέργειας μπορεί τώρα να δίνουν στον Μπάιντεν μεγαλύτερο περιθώριο για να ενισχύσει αυτή την προσπάθεια. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι αναμένει η προσφορά να ξεπεράσει τη ζήτηση το επόμενο έτος, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και άλλες χώρες αύξησαν την παραγωγή. Οι τιμές του φυσικού αερίου παραμένουν πολύ κάτω από τα υψηλά του 2022 και λίγοι ειδικοί πιστεύουν ότι ακόμη και ένα μεγάλο σοκ στη ρωσική παραγωγή ενέργειας θα εκτινάξει το κόστος στα ύψη.
Ωστόσο, ο Μπάιντεν εξακολουθεί να ανησυχεί για τις τιμές του φυσικού αερίου καθώς είναι αποφασισμένος να αφήσει την οικονομία σε καλή κατάσταση. Επίσης, τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Τραμπ υποσχέθηκαν να πατάξουν τις πωλήσεις πετρελαίου του Ιράν με τους αναλυτές να φοβούνται ότι ένα διπλό πλήγμα θα μπορούσε να ανατρέψει τις προβλέψεις για τις ενεργειακές προμήθειες.
Καθώς ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την κυβέρνηση Μπάιντεν, η ανάληψη ευθύνης από τη Ρωσία για την επιθετικότητά της κατά της Ουκρανίας παραμένει υψηλή προτεραιότητα.
«Σαφώς η ενέργεια παρέμεινε η μεγαλύτερη πηγή εσόδων της Ρωσίας για τη χρηματοδότηση του πολέμου της», είπε ο Χάρελ. «Και μια κίνηση για αυστηροποίηση των κυρώσεων θα ήταν ευπρόσδεκτη».
Πηγή: The Washington Post