Γράφει ο Βασίλης Γιαννακόπουλος, γεωστρατηγικός αναλυτής*
Μετά το μακελειό στο πολιτιστικό κέντρο της μεθοριακής πόλης Suruc (20 Ιουλίου), και την τηλεφωνική συνομιλία που ακολούθησε μεταξύ του Μπαράκ Ομπάμα και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε (24 Ιουλίου) ότι «η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφώνησαν να εμβαθύνουν περαιτέρω τη συνεργασία τους για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους».
Αν και οι ακριβείς λεπτομέρειες της συμφωνίας παραμένουν άγνωστες, εντούτοις ο πρόεδρος Ερντογάν επιβεβαίωσε ότι, εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου, η τουρκική κυβέρνηση επέτρεψε τη χρήση των αεροπορικών βάσεων Incirlik και Diyarbakir στον υπό αμερικανική διοίκηση διεθνή αντι-τζιχαντιστικό στρατιωτικό συνασπισμό. Η τουρκική κυβέρνηση φέρεται επίσης να επέτρεψε και τη χρήση των αεροπορικών βάσεων Batman και Malatya, για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Να σημειώσουμε ότι, στα μέσα Οκτωβρίου του 2014, η Ουάσιγκτον είχε ανακοινώσει ότι η Άγκυρα αποφάσισε να επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να χρησιμοποιούν την αεροπορική βάση του Incirlik, προκειμένου να επιχειρούν κατά των τζιχαντιστών. Μέχρι τότε, τα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη απογειωνόταν από τις αεροπορικές βάσεις Al-Dhafra (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), Ali al-Salem (Κουβέιτ) και Al-Udeid (Κατάρ). Στη συνέχεια, η Άγκυρα δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα καθότι θεωρούσε πως μια τέτοια απόφαση θα αύξανε την πιθανότητα διεξαγωγής τρομοκρατικών ενεργειών από το Ισλαμικό Κράτος κατά στόχων τουρκικών συμφερόντων. Από την πλευρά του, ο ηγέτης του Ισλαμικού Κράτους, Abu Bakr al-Baghdadi, κατά κάποιον τρόπο έδειχνε ότι είχε «συμβιβασθεί» με αυτή την κατάσταση και δεν δημιουργούσε προβλήματα στην τουρκική ενδοχώρα.
Αναμφισβήτητα, η σύναψη της πρόσφατης συμφωνίας, για τη χρήση των τουρκικών αεροπορικών βάσεων, αλλάζει τα δεδομένα στη Μέση Ανατολή και συνιστά αφενός σημαντική στροφή της τουρκικής πολιτικής, αφετέρου σημαντική απειλή για το Ισλαμικό Κράτος. Είναι προφανές ότι θα μειωθεί κατακόρυφα η απόσταση, που πρέπει να διανύσουν τα μαχητικά αεροσκάφη του διεθνούς στρατιωτικού συνασπισμού, μέχρι τα θέατρα επιχειρήσεων της Συρίας και του Ιράκ, γεγονός που θα αυξήσει την τρωτότητα των τζιχαντιστών και ως ένα βαθμό θα κρίνει το μέλλον του Ισλαμικού Χαλιφάτου.
Πέραν αυτών, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι, για πρώτη φορά, η τουρκική πολεμική αεροπορία θα συμμετέχει στις επιχειρήσεις του διεθνούς στρατιωτικού συνασπισμού κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ταυτόχρονα, η Τουρκία άρχισε να στοχοποιεί και αντάρτες του εκτός νόμου Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ). Το πρωί της 24ης Ιουλίου, τρία τουρκικά F-16 από την αεροπορική βάση του Diyarbakir διεξήγαγαν την επιχείρηση “Martyr Yalcin”, στοχοποιώντας θέσεις του Ισλαμικού Κράτους στη μεθοριακή πόλη της Συρίας Hawar Kilis (βόρεια του Χαλεπίου). Τα ξημερώματα της 25ης και 26ης Ιουλίου, για πρώτη φορά από το 2011, η τουρκική πολεμική αεροπορία στοχοποίησε θέσεις του PKK στο βόρειο Ιράκ, ενώ στις 28 Ιουλίου, προσέβαλε πολλαπλούς στόχους του ΡΚΚ και εντός της Τουρκίας (επαρχία Sirnak).
Τυπικά και ουσιαστικά, κατ’ αυτόν τον τρόπο τερματίσθηκε μονομερώς η διετής συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ του ΡΚΚ και της τουρκικής κυβέρνησης. Σχετικά με τη διεξαγωγή αυτών των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου δήλωσε ότι δεν συνιστούν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά ένα μέρος μιας συνεχιζόμενης «διαδικασίας» για την αντιμετώπιση των απειλών κατά μήκος των τουρκικών συνόρων. Συνεπώς, η Τουρκία έχει αποφασίσει να διεξάγει παρατεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους και του ΡΚΚ.
Η αναμενόμενη παρατεταμένη αντιτρομοκρατική δραστηριότητα των τουρκικών δυνάμεων ασφάλειας, σε συνδυασμό με τη δράση των υπόλοιπων δυνάμεων της συριακής αντιπολίτευσης εντός της Συρίας, είναι δυνατόν να διαταράξουν σημαντικά τη ροή ξένων μαχητών προς το Ισλαμικό Κράτος και επομένως την επιχειρησιακή του δυνατότητα. Ως γνωστόν, στις τουρκικές πόλεις των συρο-τουρκικών συνόρων, όλες οι ένοπλες συριακές οργανώσεις και κυρίως το Ισλαμικό Κράτος έχουν δημιουργήσει συντονισμένους μηχανισμούς, για τη διευκόλυνση της διέλευσης των εθελοντών ξένων σουνιτών μαχητών προς τη Συρία. Μάλιστα, υπάρχουν συντονιστές που εδρεύουν στις παραμεθόριες τουρκικές πόλεις και είναι υπεύθυνοι για τη μεταφορά νεοσύλλεκτων τζιχαντιστών σε συγκεκριμένες επαρχίες της Συρίας.
Η αμερικανο-τουρκική συμφωνία, το περίγραμμα της οποίας πιθανότατα είχε τεθεί κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης στην Τουρκία (7-8 Ιουλίου) του Αμερικανού στρατηγού ε.α., John Allen, και της υφυπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, Christine Wormuth, φαίνεται να ευοδώθηκε όταν η Τουρκία έλαβε διαβεβαιώσεις ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξετάσουν σοβαρά τις τουρκικές προτάσεις για τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» στο βόρειο τμήμα της Συρίας, αλλά και να μπλοκάρουν κάθε απόπειρα από τις συριακές κουρδικές «Μονάδες Προστασίας του Λαού» (People’s Protection Units – YPG) [1] να προχωρήσουν σε περιοχές κατά μήκος των τουρκικών συνόρων δυτικά του ποταμού Ευφράτη. Πράγματι, στις 27 Ιουλίου, αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης δήλωσε: «Στόχος είναι να δημιουργηθεί μια ζώνη απαλλαγμένη από το Ισλαμικό Κράτος, κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας και της Συρίας… Η συμφωνία ορίζει ότι η Τουρκία θα προσφέρει υποστήριξη στους Σύριους αντάρτες που η Ουάσινγκτον χαρακτηρίζει ως μετριοπαθείς, ενώ δεν πρόκειται να δημιουργηθεί ζώνη αεροπορικού αποκλεισμού, κάτι που ζητούσε η Άγκυρα».
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, και οι δυτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας αναγνώρισαν το δικαίωμα της χώρας στην αυτοάμυνα. Ωστόσο, μάλλον μάταια, κάλεσαν την τουρκική κυβέρνηση να καταβάλει προσπάθειες, προκειμένου να αποφύγει την κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας με τους Κούρδους αυτονομιστές. Επίσης, όπως ήταν αναμενόμενο, η έκτακτη σύνοδος των πρέσβεων του NATO στις Βρυξέλλες προσέφερε πολιτική στήριξη στην απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης, για τα αεροπορικά πλήγματα στη Συρία και το Ιράκ.
Η απόφαση της Άγκυρας να κλιμακώσει τη διεξαγωγή των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων κατά των δύο αντάρτικων ομάδων καταδεικνύει ότι προτίθεται να αξιοποιήσει την επιχειρησιακή δυνατότητα του διεθνούς αντι-τζιχαντιστικού στρατιωτικού συνασπισμού, προκειμένου να εφαρμόσει το δικό της σχέδιο, που δεν είναι άλλο από τον περιορισμό της επέκτασης και της δράσης των ένοπλων κουρδικών ομάδων κατά μήκος των τουρκικών συνόρων. Βέβαια, δεν είναι καθόλου απίθανο ο Ερντογάν να επιδιώξει να εκμεταλλευθεί τις υφιστάμενες ασύμμετρες απειλές για να μεγεθύνει πολιτικά το ρόλο του προέδρου εν μέσω διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού ή διεξαγωγής πρόωρων εκλογών.
Τόσο ο πρόεδρος Ερντογάν όσο και το κυβερνόν κόμμα του AKP έχουν δεχθεί έντονη κριτική από τους πολιτικούς τους αντιπάλους, για την εξωτερική πολιτική τους έναντι της Συρίας, η οποία περιελάμβανε μια ανεκτική στάση απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος, την al-Nusrah, και άλλες εξτρεμιστικές σουνιτικές ομάδες που μάχονται κατά του συριακού καθεστώς. Αυτές οι επικρίσεις κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια των τουρκικών εκλογών της 7ης Ιουνίου, στις οποίες το ΑΚΡ απώλεσε την αυτοδυναμία του στο τουρκικό κοινοβούλιο. Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε τις προϋποθέσεις για αλλαγή της τουρκικής πολιτικής έναντι της Συρίας. Ήδη, τα τουρκικά κόμματα της αντιπολίτευσης πίεζαν το ΑΚΡ προκειμένου να περιορίσει αφενός την εχθρότητά του προς το συριακό καθεστώς, αφετέρου την υποστήριξή του προς τις δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης.
Αναφορικά με την κατάσταση ασφάλειας στο εσωτερικό της Τουρκίας, είναι κάτι περισσότερο από αναμενόμενο ότι το επόμενο χρονικό διάστημα προβλέπεται σημαντική αύξηση της δραστηριοποίησης κυρίως των ανταρτών του PKK αλλά και του Ισλαμικού Κράτους κατά τουρκικών στόχων. Το γεγονός αυτό, εκτός του ότι θα μεγεθύνει περαιτέρω το έλλειμμα εσωτερικής ασφάλειας στα τουρκικά εδάφη, είναι πιθανόν να λειτουργήσει και ως μπούμερανγκ κατά του AKP στις επερχόμενες εκλογές, εφόσον τελικά δεν σχηματισθεί κυβέρνηση συνασπισμού.
Μετά το αιματοκύλισμα στη Suruc, η Τουρκία άλλαξε πορεία πλεύσης και αποφάσισε να εμπλακεί ενεργά κατά των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους, παραχωρώντας τη χρήση των προαναφερθέντων αεροπορικών βάσεών της στις Ηνωμένες Πολιτείες και στα υπόλοιπα μέλη του διεθνούς στρατιωτικού συνασπισμού. Ταυτόχρονα, με άλλοθι τη μάχη κατά των τζιχαντιστών, τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη διεξήγαγαν αεροπορικές επιθέσεις εναντίον βάσεων του PKK στο βόρειο Ιράκ και τη νοτιοανατολική Τουρκία, ενώ στο εσωτερικό οι τουρκικές δυνάμεις ασφάλειας εξαπέλυσαν αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας κατά του Ισλαμικού Κράτους, του PKK και του ακρο-αριστερού DHKP-C, έχοντας πραγματοποιήσει περισσότερες από 1.000 συλλήψεις.
Ουσιαστικά, ο Τούρκος πρόεδρος αποφάσισε να διεξάγει δύο πολέμους, η έκβαση των οποίων είναι αβέβαιη. Ο σημαντικότερος πόλεμος για τον Ερντογάν είναι ο πόλεμος κατά των Κούρδων. Ένας πόλεμος εντός και εκτός των συνόρων, με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο την αποδυνάμωση του φιλοκουρδικού «Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών» (HDP), ευελπιστεί, σε περίπτωση διεξαγωγής νέων βουλευτικών εκλογών, να περιορίσει το ποσοστό του κάτω από το 10%.[2] Αν το HDP βρεθεί κάτω από το 10%, τότε το ΑΚΡ πιθανόν θα κερδίσει τις 330 έδρες που απαιτούνται για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και την υιοθέτηση προεδρικού συστήματος. Στην παρούσα φάση, ο Ερντογάν επιδιώκει να καταστήσει το HDP υπεύθυνο για την υφιστάμενη συγκρουσιακή κατάσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προσδοκά ότι οι Κούρδοι ψηφοφόροι θα στραφούν και πάλι στο ΑΚΡ. Βέβαια, υπάρχει και μια άλλη επιλογή. Να εξολοθρεύσει το HDP, αίροντας προηγουμένως την ασυλία των 80 βουλευτών του.
Στην παρούσα φάση, κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει το μέγεθος των ασύμμετρων τρομοκρατικών απειλών, που καλείται να αντιμετωπίσει η Τουρκία. Η γειτονική χώρα κινδυνεύει περισσότερο από το Ισλαμικό Κράτος, από το PKK ή από τις προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες του προέδρου της; Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Ερντογάν παίζει επικίνδυνα παιχνίδια με διακύβευμα την ασφάλεια της χώρας του, προκειμένου βραχυπρόθεσμα να αναδειχθεί σε παντοδύναμο πρόεδρο της Τουρκίας.
[1] Οι People’s Protection Units (YPG) ή Popular Protection Units (Yekîneyên Parastina Gel – YPG) συνιστά την ένοπλη πτέρυγα του Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης της Συρίας (Syrian Kurdish Democratic Union Party – PYD), και ο αριθμός των μαχητών της στα μέσα του 2014 υπολογιζόταν σε περίπου 30.000.
GlobalSecurity, “Kurdish People’s Protection Unit YPG”, February 5, 2015
[2] Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, το HDP κέρδισε το 13,11% των ψήφων.
*Η ανάλυση του Βασίλη Γιαννακόπουλου δημοσιεύθηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ