Λίγες μόλις ώρες μετά την ανακοίνωση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για ανακάλυψη κοιτασμάτων 320 δισ. κυβικών τόνων φυσικού αερίου στη Μαύρη Θάλασσα -εξέλιξη που κατά τον ίδιο θα αλλάξει την ιστορία της γείτονος-, ήρθε νέο χτύπημα για την παραπαίουσα τουρκική οικονομία.
Ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings υποβάθμισε τις προοπτικές της Τουρκίας σε αρνητικές από σταθερές, αιτιολογώντας την αξιολόγηση αυτή λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και η έλλειψη αξιοπιστίας της νομισματικής πολιτικής, παράγοντες οι οποίοι έχουν «επιδεινώσει τους κινδύνους εξωτερικής χρηματοδότησης». Παράλληλα επιβεβαίωσε την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας σε «BB-», 3 βαθμιδες χαμηλότερα από το επενδυτική διαβάθμιση, παραμένοντας στο ίδιο επίπεδο με τη Βραζιλία, την Ιορδανία και την Αρμενία.
«Υπήρξαν μεγάλες νομισματικές παρεμβάσεις για τη στήριξη της τουρκικής λίρας», αναφέρει ο οίκος στην αξιολόγησή του. «Οι παρεμβάσεις αυτές έχουν υποβαθμίσει την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας», συμπληρώνει, τονίζοντας ότι μία μείωση των επιτοκίων είναι αναγκαία για την αλλαγή των προοπτικών.
Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας έχει εξαντλήσει τα συναλλαγματικά αποθέματα για να περιορίσει την πτώση της λίρας, ενώ εφάρμοσε μέτρα όπως με την αθρόα διοχέτευση πίστωσης στη αγορά. Επίσης, διατηρεί τα επιτόκια σε επίπεδα κάτω από τον πληθωρισμό, αντί να συσφίξει τη ρευστότητα, στηριζόμενη σε λιγότερο συμβατικές μεθόδους για την αύξηση του κόστους δανεισμού.
Η οικονομία των 750 δισ. δολαρίων αναμένεται να συρρικνωθεί κακά 4% φέτος, σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα με τη συμμετοχή 23 οικονομολόγων.
Σε έκθεση που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο, ο οίκος Fitch ανέφερε επίσης ότι η μείωση των συναλλαγματικών αποθεματικών προκαλεί τριγμούς στην αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής, ενώ τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια εντείνουν τους κινδύνους για περαιτέρω εξωτερικές πιέσεις.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν συρρικνωθεί στα 45,4 δισ. δολάρια έως τις 14 Αυγούστου από 81,2 δισ. δολάρια στο τέλος του περασμένου έτους.