Του Κωνσταντίνου Γρίβα
Μετά την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού αεροσκάφους Sukhoi Su-24 από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη, η Ιστορία άλλαξε ξανά σελίδα, και ο κόσμος βρέθηκε (και συνεχίζει να βρίσκεται) ενώπιον του ενδεχομένου ενός νέου ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, ο οποίος εμπεριέχει τον κίνδυνο ολίσθησης στον πυρηνικό πόλεμο.
Μάλιστα, ο κίνδυνος αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, για μια σειρά από λόγους. Πρόσφατα, ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, έκανε μια δήλωση που προκάλεσε ρίγη ανησυχίας στον πλανήτη….
Συγκεκριμένα, μετά την επίθεση με πυραύλους cruise εναντίον στόχων του ISIS στη Συρία από ρωσικό υποβρύχιο, δήλωσε ότι οι πύραυλοι αυτοί θα μπορούσαν να είναι εξοπλισμένοι με πυρηνικές κεφαλές – κάτι που ευχήθηκε να μη χρειαστεί να συμβεί. Αμέσως μετά, ο γνωστός και μη εξαιρετέος εσμός των «ειδικών» στην Ελλάδα, που συναγωνίζεται για το ποιος θα κάνει την πιο… αντι-ρωσική δήλωση, έσπευσε να εκφράσει τη βδελυγμία του για τις «αμετροεπείς» αυτές δηλώσεις, αλλά και να ειρωνευτεί τον Ρώσο πρόεδρο. Με την… τεράστια πείρα τους σε θέματα πολεμικών συγκρούσεων, όλοι αυτοί οι «ειδικοί» ξεκίνησαν να επιχειρηματολογούν για το πώς τα πυρηνικά όπλα είναι παντελώς άχρηστα εναντίον αντάρτικων στρατών, όπως είναι το ISIS. Άρα, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Πρόεδρος Πούτιν ουσιαστικά δεν ξέρει τι του γίνεται.
Οι ρηχές αυτές αναγνώσεις αγνοούν βασικά στοιχεία της πυρηνικής στρατηγικής, ένα εκ των οποίων είναι ότι, στον πυρηνικό ανταγωνισμό, οι απειλές σπάνια εκφράζονται άμεσα. Ο πυρηνικός πόλεμος είναι μια τόσο επικίνδυνη και αδιανόητη πραγματικότητα, που οποιαδήποτε απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων πολύ δύσκολα μπορεί να λεχθεί καταπρόσωπα, γιατί μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις τέτοιας έντασης και μεγέθους, που εν τέλει να οδηγήσουν στην αντιπαράθεση, αντί να την αποτρέψουν. Πολύ απλά, για τόσο επικίνδυνα και απευκταία πράγματα, όπως είναι ο πυρηνικός πόλεμος, οι μεγάλες δυνάμεις συνήθως επικοινωνούν με μισόλογα, υπονούμενα και έμμεσες νύξεις. Άρα, εν προκειμένω, ο Πρόεδρος Πούτιν μάλλον απευθυνόταν στη Δύση και όχι στο ISIS. Αν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε μια λαϊκή έκφραση: «Τα λέει στη νύφη για να τα ακούσει η πεθερά».
Η προειδοποίηση αυτή του Ρώσου Προέδρου θα πρέπει να συνδυαστεί με την παράλληλη δήλωση του πρωθυπουργού της χώρας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος είπε ξεκάθαρα ότι η κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους αποτελούσε αιτία κήρυξης πολέμου (casus belli) και ότι η Ρωσία έφθασε πολύ κοντά στον πόλεμο με την Τουρκία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι στο μέλλον μπορεί η κατάσταση να εξελιχθεί πολύ διαφορετικά, αν προκύψουν εκ νέου παρόμοιες προκλήσεις. Με άλλα λόγια, οι δύο Ρώσοι ηγέτες ουσιαστικά είπαν στη Δύση «Προσέξτε, η Τουρκία προσπαθεί να συμπαρασύρει το ΝΑΤΟ σε πόλεμο ενάντια στη Ρωσία και, αν ο πόλεμος αυτός ξεσπάσει, ενδέχεται να είναι πυρηνικός».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το μεταψυχροπολεμικό πυρηνικό δόγμα της Μόσχας, σε αντίθεση με αυτό που ίσχυε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, προβλέπει χρήση πυρηνικών όπλων, ακόμη και αν δεν έχει προκύψει προηγούμενη επίθεση με πυρηνικά εναντίον ρωσικών στόχων. Δηλαδή, δεν είναι πλέον δόγμα «μη πρώτης χρήσης» (‘no first use policy’). Αντιθέτως, προβλέπει χρήση πυρηνικών όπλων, αν θιχτούν ζωτικά ρωσικά συμφέροντα, ακόμη και αν η Ρωσία δεν έχει δεχθεί επίθεση με πυρηνικά. Αυτή ήταν μια προσπάθεια της μεταψυχροπολεμικής, αδύναμης, Ρωσίας να κλείσει τα κενά που είχαν προκύψει στην στρατηγική αποτροπής της από τη μείωση της συμβατικής ισχύος, με την πιο «ευέλικτη» χρήση του τεράστιου πυρηνικού της οπλοστασίου.
Από μόνος του, αυτός ο παράγοντας καθιστά πολύ πιο επικίνδυνο έναν σημερινό γεωστρατηγικό ανταγωνισμό στην Ευρώπη από ό,τι στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Όμως, εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι το ζήτημα αυτό είναι το λιγότερο σημαντικό. Η Ρωσία δεν είναι αυτή που θα θέσει πρώτη ζήτημα απειλής χρήσης πυρηνικής ισχύος. Και αυτό γιατί δεν χρειάζεται πλέον τα πυρηνικά όπλα. Αντιθέτως, οι Δυτικοί είναι αυτοί που, στην περίπτωση που θα εγκλωβιστούν σε μια αντιπαράθεση με τη Ρωσία, θα καταφύγουν πανικόβλητοι στην απειλή της πυρηνικής ισχύος, μιας και η αναλογία συμβατικών δυνάμεων είναι ξεκάθαρα εις βάρος τους. Άρα, θα ήμασταν πιθανότητα άδικοι αν μιλούσαμε για απειλή από πλευράς της Ρωσίας, με την αναφορά στην πιθανότητα χρήσης πυρηνικών όπλων.
Στην πραγματικότητα, οι δίδυμες δηλώσεις του Ρώσου Προέδρου και του Ρώσου Πρωθυπουργού θα πρέπει μάλλον να αναγνωσθούν ως προσπάθεια προειδοποίησης προς τη Δύση για το πού μπορούν να οδηγηθούν τα πράγματα, αν οι χώρες του ΝΑΤΟ σπεύσουν, σαν άβουλα πρόβατα, να στοιχηθούν πίσω από τον Τούρκο τσοπάνο, έτσι ώστε αυτός να προωθήσει τα νεοοθωμανικά-τζιχαντιστικά του σχέδια στη Μέση Ανατολή.
Σε αντίθεση με ό,τι γενικώς πιστεύεται, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια πιο σταθερή γεωστρατηγική πραγματικότητα, σε σχέση με την τωρινή. Σήμερα υπάρχει ένα ανοικτό μέτωπο στην Ουκρανία, που δεν υπήρχε στο παρελθόν, ενώ επικίνδυνα ασταθής είναι και η κατάσταση στις ευάλωτες Δημοκρατίες της Βαλτικής, τις οποίες η Μόσχα θεωρεί επιθετικά προγεφυρώματα της Δύσης, που και αυτά δεν υπήρχαν παλαιότερα. Με άλλα λόγια, έχει δημιουργηθεί μια πιο εύθραυστη γεωπολιτική αρχιτεκτονική, σε σχέση με τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Επιπροσθέτως, έχει προκύψει και μεγαλύτερη ανισορροπία συμβατικής στρατιωτικής ισχύος μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Συγκεκριμένα, παρόλο που ο σημερινός Ρωσικός Στρατός είναι πολύ μικρότερος από τον σοβιετικό πρόγονό του, εντούτοις είναι πολύ ισχυρότερος από ό,τι διαθέτουν οι Δυτικοευρωπαίοι, οι οποίοι τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν ουσιαστικά εξαλείψει τις στρατιωτικές τους δυνατότητες. Στην πραγματικότητα, οι Ευρωπαϊκοί Στρατοί είναι πλέον ικανοί μόνο για «αστυνομικά» καθήκοντα σε χώρες όπως το Μάλι – και αυτό χωρίς να είναι σίγουρο…
Ταυτοχρόνως, και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ουσιαστικά αποσυρθεί από την Ευρώπη, διατηρώντας σε αυτή μόνο συμβολικές δυνάμεις.
Άρα, λοιπόν, αν μια αντιπαράθεση Δύσης και Ανατολής στην Ευρώπη έφτανε στο στρατιωτικό επίπεδο, δεν θα άφηνε άλλα περιθώρια στις Δυτικές Δυνάμεις, παρά να καταφύγουν στις αποτρεπτικές ικανότητες του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Με άλλα λόγια, έχει δημιουργηθεί στη Δυτική Ευρασία μια γεωπολιτική φιάλη νιτρογλυκερίνης, την οποία απειλεί να τινάξει στον αέρα η τουρκική επιθετικότητα και παράνοια.
Ευτυχώς ο Πρόεδρος Πούτιν, μέχρι στιγμής, έχει αντιδράσει πολύ μετριοπαθώς, όπως άλλωστε αρμόζει στη ρωσική σχολή της υψηλής στρατηγικής, η οποία χαρακτηρίζεται από προσεκτικές κινήσεις που έχουν μελετηθεί εξονυχιστικά πριν ληφθούν.
Όμως, αν η ένταση συνεχιστεί και η Τουρκία προχωρήσει σε περαιτέρω προκλήσεις, ουσιαστικά η βίαιη αντίδραση από πλευράς της Ρωσίας είναι περίπου μονόδρομος. Όσο προσεκτικός και αν είναι ο Πρόεδρος Πούτιν δεν μπορεί να μην α-παντάει επί μακρόν σε προκλητικές τουρκικές ενέργειες. Σε αντίθεση περίπτωση θα θιγόταν το status της Ρωσίας ως δύναμης πρώτης γραμμής, κάτι που θα είχε πολύ μεγάλες συνέπειες για τη ρωσική γεωστρατηγική σε βάθος χρόνου, ενώ και ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος θα είχε σημαντικές απώλειες όσον αφορά την αποδοχή του από τη ρωσική Κοινή Γνώμη.
Με απλά λόγια, η ρωσική αρκούδα δεν μπορεί να δεχθεί να της περάσει η Τουρκία χαλκά στη μύτη και να τη σέρνει επιδεικτικά. Παρόμοιο ενδεχόμενο είναι, απλά, μη αποδεκτό από τη Μόσχα, όποιοι και αν είναι οι κίνδυνοι που μπορεί να προκύψουν στο διεθνές σύστημα.
Κοντολογίς, η κατάσταση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Και αυτό, δυστυχώς, δεν φαίνεται να έχει γίνει επαρκώς κατανοητό από τους Ευρωπαίους, που επιμένουν να ζουν στη μακαριότητα του «Τέλους της Ιστορίας» και να πιστεύουν (ακόμη και σήμερα) ότι ο Ψυχρός Πόλεμος είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν, ότι ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου στην Ευρώπη έχει τελειώσει μαζί με τη Σοβιετική Ένωση και ότι η Ρωσία ως –υποτιθέμενη– νικημένη του Ψυχρού Πολέμου οφείλει να συνεχίσει να φέρεται σαν τέτοια. Για την ακρίβεια, όχι μόνο οφείλει, αλλά θα το κάνει κιόλας…
Με άλλα λόγια, ο μόνιμα υποτιμημένος παράγοντας στην Ιστορία, δηλαδή ο συνδυασμός ανθρώπινης βλακείας, παράνοιας και προκατάληψης, απειλεί να πάρει ξανά τα πράγματα στα χέρια του σήμερα. Το ερώτημα είναι αν εμείς, η Ελλάδα, μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Η απάντηση είναι «ναι, μπορούμε». Αρκεί να θελήσουμε να λειτουργήσουμε ως αυτόνομος και αυτόφωτος γεωπολιτικός παράγοντας, και όχι ως απόφυση της Δύσης. Και πιθανώς να έχουμε ξεκινήσει να το κάνουμε. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη κουβέντα.