Η Ελλάδα μετά την μεγάλη Τρίτη επέστρεψε στην επόμενη μέρα της εποχής του Κώστα Καραμανλή του νεότερου.
Όσα και αν ειπώθηκαν ή γράφηκαν στον διεθνή ή και στον ελληνικό Τύπο για τα προβλήματα που θα μπορούσε να δημιουργήσει στην χώρα μας, ως προς την σχέση με τη Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και την Αμερική η επίσκεψη στη Μόσχα και οι συζητήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού κ. Τσίπρα με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στο Κρεμλίνο, δεν διατάραξαν επί της ουσίας τις διεθνείς ισορροπίες.
Άλλωστε κάτι τέτοιο εμφανώς δεν το επεδίωξαν ούτε ο Αλ. Τσίπρας, ούτε ο Βλ. Πούτιν. Και οι δύο ηγέτες γνώριζαν την θέση τους στον κόσμο, αλλά και τα περιθώρια που υπάρχουν για την εξέλιξη των διμερών σχέσεων. Η Ελλάδα θέλει να αποκτήσει και πάλι διεθνή πολιτική κυρίαρχου κράτους, αυξημένης μάλιστα γεωπολιτικής σημασίας.
Η Ρωσία έχει κάθε λόγο και άσχετα με τη ευρύτητα των οικονομικών σχέσεων με την Αθήνα, να διατηρεί σε υψηλό επίπεδο την θεσμική συνεννόηση της, με μια παραδοσιακά φιλική χώρα του «δυτικού στρατοπέδου».
Αξιωματούχοι στους διαδρόμους και τις αίθουσες συσκέψεων ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού παρακολουθούσαν «με τα δικά τους μάτια» και σύνδρομα παλαιούς Έλληνες κομμουνιστές από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου ακόμη, να συναντούνται με ένα μεγαλοστέλεχος των μυστικών υπηρεσιών της Σοβιετικής Ένωσης, της περίφημης KGB. Όλοι σε θέση εξουσίας.
Όμως οι καιροί είναι διαφορετικοί και ακόμη και η τοποθέτηση ανώνυμου στελέχους του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, ότι η επίσκεψη έγινε σε μια χρονική στιγμή που επιδιώκεται η διπλωματική και οικονομική απομόνωση του Πούτιν, είναι μάλλον για την «τιμή των όπλων».
Από το ύφος και το περιεχόμενο των δηλώσεων μετά την συνάντηση ένα έμπειρος διπλωματικός παρατηρητής, θα μπορούσε να διακρίνει ότι η επίσκεψη του πρωθυπουργού της νέας διακυβέρνησης στην Ελλάδα ήταν ένα «πρελούδιο» για το μέλλον.
Η πραγματικότητα των σχέσεων αυτών θα εξελιχθεί στον ορίζοντα του 2016. Την χρονιά της Ελληνορωσικής φιλίας και συνεργασίας. Όμως αν και ο χρόνος μέχρι τότε δείχνει βραχύς, μάλλον είναι μακρύς.
Ο Πούτιν υποδέχθηκε στη Μόσχα και το Κρεμλίνο, έναν πολιτικό κυβερνήτη της Ευρώπης του Νότου, της Μεσογείου και των Βαλκανίων επόμενης γενιάς από αυτόν.
Οι δικές του φιλοδοξίες για μια άλλη σχέση με την Ελλάδα και την περίφημη διέξοδο του ανοίγματος της Μόσχας, της «αυτοκρατορίας του Βορρά», στα θερμά νερά της Μεσογείου εξαντλήθηκαν την εποχή της πρωθυπουργίας Καραμανλής στην Ελλάδα.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ξέρει καλύτερα από τον Αλέξη Τσίπρα τι του ζητά το διεθνές οικονομικό σύστημα, το παγκόσμιο Imperium και αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από την διεθνοποίηση της Ρωσικής οικονομίας και των ενεργοφόρων πόρων της. Κάτι που πολύ δύσκολα θα μπορέσει να αποδεχθεί ο αναμορφωτής και εγγυητής της Εθνικής νέας Ρωσίας.
Άρα αργά ή γρήγορα θα πρέπει να επιλέξει τον τρόπο και την διαδικασία συνταξιοδότησης του. Αντίθετα για τον Έλληνα νέο πρωθυπουργό είναι σημαντικό να συζητά και να δειπνεί με τον «μύθο» Πούτιν, έστω και αν η εξέλιξη των σχέσεων Ελλάδας και Ρωσίας θα εμπεδωθεί από τους διαδόχους του.
Η Ελλάδα άλλωστε τα επόμενα χρόνια είναι εφικτό να πάψει να κυνηγά την επόμενη δόση και να πετύχει την διεθνοποίηση του ρόλου της αλλά και της οικονομίας της, πέρα από το «στενό κοστούμι», σε βαθμό ασφυξίας του ευρώ.
Οι βασικές συζητήσεις στην παρούσα φάση περισσότερο καλών προθέσεων παρά τελικών αποφάσεων αφορούσαν τομείς με τους οποίους εμπλέκονται οι συνοδεύοντες τον Βλ. Πούτιν. Οι κ. Μίλλερ της Gazprom, ο κ. Γιακούνιν των Σιδηροδρόμων και ο κ. Σιλουάνοφ υπουργός Οικονομικών.
Μενέλαος Τασιόπουλος στα Παραπολιτικά