Το εκτενές αφιέρωμα που δημοσίευσε το περιοδικό New York Times για τον Γιάνη Βαρουφάκη δεν μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Πρόκειται για ένα εκτενές ρεπορτάζ, που έχει ως σκοπό να ρίξει φως στην προσωπικότητα του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, χωρίς να στέκεται αποκλειστικά στη δημόσια εικόνα του, όπως έχει διαμορφωθεί από τις άπειρες συνεντεύξεις, δηλώσεις και εμφανίσεις του στα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ τους τελευταίους τέσσερις μήνες που τον έχουν καταστήσει πραγματικό… σταρ.
Η δημοσιογράφος των New York Times Suzy Hansen επισκέφθηκε τον Γιάνη Βαρουφάκη στο σπίτι του, συνομίλησε με τη γυναίκα του Δανάη Στράτου και δεν δίστασε να του θέσει σκληρές ερωτήσεις, αναφερόμενη στις επικρίσεις που δέχεται το τελευταίο διάστημα.
Παρουσιάζοντας ένα αναλυτικό προφίλ του καθηγητή Γιάνη Βαρουφάκη, που βρέθηκε ξαφνικά στον κυκεώνα των πολιτικών εξελίξεων επειδή «δεν είχε άλλη επιλογή», η αρθρογράφος ρίχνει φως στις προθέσεις του υπουργού Οικονομικών και αποκαλύπτει το πραγματικό νόημα που έχουν οι «κόκκινες γραμμές» για εκείνον.
Η συνέντευξη-χείμαρρος του ΥΠΟΙΚ στην αρθρογράφο περιέχει δηλώσεις που προκαλούν αίσθηση, με τον Βαρουφάκη να συγκρίνει τον εαυτό του με τη Θάτσερ, να παραδέχεται ότι ηχογραφούσε τις συνομιλίες με τους ομολόγους του στην Ρίγα, να δηλώνει ότι νιώθει τρομοκρατημένος από την κατάσταση στην ελληνική οικονομία και να διαψεύδει οργισμένος τα δημοσιεύματα για παραγκωνισμό του στις διαπραγματεύσεις.
Διαβάστε παρακάτω το πλήρες αφιέρωμα των New York Times που συζητήθηκε όσο κανένα άλλο δημοσίευμα τις τελευταίες μέρες:
«Ο κατάλληλος Υπουργός Οικονομικών για την ελληνική τραγωδία;
Η προκλητική στάση του Γιάνη Βαρουφάκη στις κρίσιμες οικονομικές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ απειλεί να διασπάσει την Ευρώπη
Ο Γιάνης Βαρουφάκης ξέρει πότε πρέπει να αποχωρήσει. «Δεν είναι διατεθειμένος να ταπεινώσω τον εαυτό μου ούτε να θέσω σε κίνδυνο τις αρχές και τη λογική μου», μου είπε στις αρχές Μαΐου.
Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών είχε μόλις επιστρέψει στην Αθήνα από μια μίνι περιοδεία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στη διάρκεια της οποίας είχε προειδοποιήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι αντιμετωπίζουν μία πανευρωπαϊκή κρίση: Αν δεν δάνειζαν σύντομα χρήματα στην προβληματική χώρα του, η Ελλάδα μπορεί να αναγκαζόταν να φύγει από την ευρωζώνη.
Ωστόσο, η Ελλάδα δεν φαινόταν πρόθυμη να δεχθεί πολλούς από τους όρους που της ζητούνταν ως αντάλλαγμα. Ακουγόταν θυμωμένος. «Ανάθεμά με αν δεχτώ άλλο ένα πακέτο οικονομικών πολιτικών που διαιωνίζουν την ίδια την κρίση. Δεν εξελέγην για αυτόν τον σκοπό». Όπως είπε, προτιμούσε να παραιτηθεί από το να σπρώξει τον ελληνικό λαό βαθύτερα στην οικονομική απόγνωση: «Αυτό δεν θα ωφελούσε την Ευρώπη αλλά ούτε και την Ελλάδα».
Ο Βαρουφάκης είναι υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας εδώ και τέσσερις μήνες, αλλά η ιστορία για το πώς βύθισε την Ευρώπη σε αναταραχή άρχισε να γράφεται πριν από πολλά χρόνια.
Μόλις η Ελλάδα προσχώρησε στη νομισματική ένωση της Ευρώπης το 2001, η μικρή αυτή χώρα των 10 εκατομμυρίων κατοίκων βρέθηκε ξαφνικά πλημμυρισμένη με χρήματα από άλλες περιοχές της ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, οι Έλληνες ηγέτες, των οποίων η αρτηριοσκληρωτική και διεφθαρμένη οικονομία έβριθε με φαινόμενα πατρωνίας και φοροδιαφυγής, δανείστηκαν δισεκατομμύρια από απερίσκεπτες ευρωπαϊκές τράπεζες και στη συνέχεια είπαν ψέματα στους αξιωματούχους της ΕΕ σχετικά με τα συσσωρευμένα χρέη της χώρας. Όταν η οικονομική κρίση έφτασε τελικά στην Ελλάδα το 2009 και το 2010, η χώρα χρωστούσε ήδη περίπου 430 δισεκατομμύρια δολάρια, ένα σοκαριστικό ποσό που έθετε σε κίνδυνο την οικονομική υγεία των κοντινών και μακρινών γειτόνων της – ή μάλλον ολόκληρης της Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (που αναφέρονται συχνά ως τρόικα) συμφώνησαν να διασώσουν την ελληνική οικονομία που κατέρρεε δανείζοντάς της 146 δισεκατομμύρια δολάρια. Σε αντάλλαγμα, οι Αθηναίοι βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν και η κυβέρνηση υποσχέθηκε στην τρόικα ότι θα μείωνε τις κρατικές δαπάνες μέσω της περικοπής συντάξεων και μισθών, της κατάργησης θέσεων εργασίας και της αύξησης των φόρων, μια προσέγγιση για τη μείωση του χρέους που είναι γνωστή ως «λιτότητα».
Αυτό το πρόγραμμα διάσωσης, μαζί με ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερο το 2012, επέτρεψαν προσωρινά στην Ελλάδα να επιβιώσει αλλά οι περικοπές δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα αυτό που πολλοί Έλληνες χαρακτηρίζουν ως ανθρωπιστική κρίση.
Είκοσι πέντε τοις εκατό του πληθυσμού της χώρας είναι άνεργοι, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν στης Ελλάδας έχει συρρικνωθεί κατά 25%, τα ποσοστά αυτοκτονιών και αστέγων έχουν αυξηθεί, τα νοσοκομεία, ελλείψει χρηματοδότησης, κάνουν εκκλήσεις για τα φάρμακα. Μόλις αυτόν τον μήνα, ο Βαρουφάκης προειδοποίησε ότι η χώρα μπορεί να ξεμείνει από χρήματα μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις μετά την κρίση, και τα δύο κυρίαρχα πολιτικά κόμματα – το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία που κυβερνούσαν την Ελλάδα για τα τελευταία 40 χρόνια – απέτυχαν να μεταρρυθμίσουν την ελληνική οικονομία για να προστατέψουν τον λαό της. Τον Ιανουάριο, περισσότερο από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος ψήφισε τον Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ένα κόμμα που δημιουργήθηκε από παλαιότερα αριστερά κόμματα και είναι πλέον γνωστό με την ονομασία ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο δεσμεύτηκε να δώσει τέλος στην λιτότητα. Η εκλογή του αποτελούσε ένα είδος δημοκρατικής επανάστασης.
Ωστόσο, αυτή η νίκη θεωρήθηκε μια δυσοίωνη εξέλιξη για την ευρωζώνη: Η άνοδος ενός «ριζοσπαστικού» κόμματος στην περιοχή φόβισε τους συντηρητικούς και κεντρώους Ευρωπαίους ηγέτες που αντιμετώπιζαν την οργή των πολιτών στη πατρίδα τους, λόγω της μείωσης του βιοτικού επιπέδου.
Και ενώ τα περισσότερα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένου του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, θέλουν να παραμείνουν στην ευρωζώνη, περίπου το ένα τρίτο από αυτά θα δέχονταν να εγκαταλείψουν το ευρώ για να αποφύγουν περαιτέρω λιτότητα. Αυτή η εξέλιξη είναι πλέον πιο πιθανή από ποτέ και οι συνέπειές της είναι τρομακτικές και άγνωστες.
Η απαρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρονολογείται στο τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η νομισματική ένωση, η ευρωζώνη, είναι μόλις 16 ετών. Δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με το τι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αποχώρησης μίας χώρας. Μία πιθανή συνέπεια είναι η καταστροφή, ειδικά για την ίδια την Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να επιστρέψει στο παλιό νόμισμά της, μία σημαντικά υποτιμημένη δραχμή. Οι τράπεζες θα μπορούσαν να κλείσουν, οι οικονομίες των πολιτών να χαθούν, οι επιχειρήσεις να καταρρεύσουν και να καταστεί αδύνατη η εισαγωγή φαρμάκων, πετρελαίου και άλλων αγαθών στη χώρα. Η αβεβαιότητα και μόνο – μπορούν οι ελληνικές εταιρείες ή το κράτος να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους; – θα τρόμαζε τους ξένους επενδυτές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, εν τω μεταξύ, οι αγορές παρουσιάζουν διακυμάνσεις κάθε φορά που ακούγονται άσχημα νέα για την Ελλάδα.
Ακόμα και εάν η ευρωζώνη στο σύνολό της είναι πλέον προετοιμασμένη για αυτού του είδους τις αναταραχές, όπως πιστεύουν ορισμένοι ειδικοί, οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας, μερικοί από τους οποίους είναι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, θα πρέπει να απορροφήσουν τις ζημίες. Και η συμβολική και ηθική αποτυχία της ένωσης και της νομισματικής ζώνης που έχουν σχεδιαστεί για την πρόληψη των εθνικών συγκρούσεων και τη διασφάλιση της ευημερίας όλων των Ευρωπαίων πολιτών θα ήταν ανυπολόγιστες.
Μετά από ένα «Grexit», θα μπορούσε η Ισπανία να είναι η επόμενη χώρα που θα αποχωρήσει; Ή μήπως η Ιταλία; Χωρίς τον Παρθενώνα, χωρίς τη Σαγράδα Φαμίλια, χωρίς το Κολοσσαίο, τι είναι μια ευρωπαϊκή «ένωση»;
Οι ανησυχίες αυτές έριξαν τη σκιά τους στον θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ, και τον Φεβρουάριο το κόμμα αντιμετώπισε το δύσκολο έργο της εξασφάλισης μίας νέας συμφωνίας από την Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε στους ψηφοφόρους του μια σειρά από φαινομενικά αδύνατες υποσχέσεις που ερχόνταν σε ευθεία αντίθεση με τις πολιτικές πραγματικότητες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λιτότητα θα τελείωνε. Η επόμενη δόση για την εξόφληση του δεύτερου πακέτου διάσωσης δεν θα καταβαλλόταν. Πάνω απ ‘όλα, η αξιοπρέπεια των Ελλήνων έπρεπε να αποκατασταθεί. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμευόταν ότι η χώρα θα παρέμενε στο ευρώ. Όπως μου είχε πει κάποιος, αστειευόμενος, ο ΣΥΡΙΖΑ στην ουσία ήλπιζε ότι 1 και 1 θα κάνουν 4!
Για να διαπραγματευτεί μια συμφωνία που θα μπορούσε να εξασφαλίσει αυτό το φαινομενικά αδύνατο αποτέλεσμα, ο Τσίπρας αποφάσισε να αναθέσει την αποστολή σε έναν εριστικό οικονομολόγο ονόματι Γιάνης Βαρουφάκης.
Ήταν μια επιλογή που ξάφνιασε πολλούς. Ο Βαρουφάκης δεν έχει σπουδάσει ούτε πολιτικός ούτε τραπεζίτης. Υπήρξε ένας από τους πιο σφοδρούς επικριτές της ελληνικής κυβέρνησης, του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και του προγράμματος διάσωσης της χώρας. Φανταστείτε ο Πρόεδρος Ομπάμα, αντί να διορίσει τον Timothy Geithner στο πόστο του Υπουργού Οικονομικών εν μέσω της οικονομικής κρίσης, να είχε επιλέξει έναν προοδευτικό ακαδημαϊκό οικονομολόγο όπως ο Paul Krugman ή ο Joseph Stiglitz, μόνο πιο ετοιμόλογο και αστείο, κάποιον που είχε εκφραστεί αποδοκιμαστικά για τα προγράμματα διάσωσης των τραπεζών και μιλούσε όπως ήθελε στην τηλεόραση και σε δημόσιες συζητήσεις, επειδή δεν ήξερε τότε ότι θα έβαζε υποψηφιότητα.
Ωστόσο, η δημοτικότητά του ήταν αναμφισβήτητη. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριέλαβε τον Βαρουφάκη στο ψηφοδέλτιό του για τις Ευρωπαϊκές Εκλογές τον Ιανουάριο, παρά το γεγονός ότι τότε ζούσε στο Ώστιν του Τέξας, εκείνος κέρδισε τις περισσότερες ψήφους από κάθε άλλο υποψήφιο.
Τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της πολιτικής θητείας του, ο Βαρουφάκης βρίσκεται στο επίκεντρο μίας αναμέτρησης που θα μπορούσε να καθορίσει το μέλλον ολόκληρης της ηπείρου. Καμία συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και το αυταρχικό κέντρο της ευρωπαϊκής αρχής δεν έχει επιτευχθεί. Ο Βαρουφάκης αγωνίζεται να μείνει πιστός στις αρχές του, αυτό που ο ίδιος αποκαλεί τις «κόκκινες γραμμές», οι οποίες τον εμποδίζουν, στο μυαλό του, από το να γίνει όπως κάθε άλλος Έλληνας πολιτικός πριν από αυτόν.
Παρά το γεγονός ότι η εμμονή σε αυτά τα ιδανικά κινδυνεύει να φέρει περισσότερες δυσκολίες στην Ελλάδα, ο Βαρουφάκης έχει βασίσει την ακαδημαϊκή ακεραιότητα του σε μια συγκεκριμένη οικονομική και ηθική κριτική αντιμετώπιση της κρίσης. Απέναντι σε ποιον έχει σήμερα τη μεγαλύτερη ευθύνη;
«Στους ανθρώπους που είναι σήμερα 15, 16, 17 ετών, ώστε να έχουν μία ευκαιρία όταν γίνουν 20 – αυτό είναι που έχει σημασία», μου είπε αυτό το μήνα. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η οικονομία είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση τους τελευταίους δύο μήνες, ως αποτέλεσμα των σκληρών διαπραγματεύσεων». Περιέγραψε αυτή την αλλαγή ως ένα trade-off, μια επένδυση για ένα καλύτερο μέλλον. «Και μια επένδυση περιλαμβάνει πάντα ένα βραχυπρόθεσμο κόστος», εξήγησε.
Τον ρώτησα σχετικά με αυτό το βραχυπρόθεσμο κόστος. Νιώθει ανήσυχος για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας σήμερα;
«Τρομοκρατημένος», απάντησε. «Τρομοκρατημένος και εμβρόντητος».
Οι οικονομικές κρίσεις στις σύγχρονες χώρες δεν είναι πάντα ευδιάκριτες. Ο πόνος δεν είναι φανερός παντού. Η Αθήνα διαθέτει μία «κουλτούρα του καφέ». Οι δρόμοι της είναι γεμάτοι τραπεζάκια που την άνοιξη, όταν έχει λιακάδα, πλημμυρίζουν από ανθρώπους. Η εικόνα αυτή μπορεί να προκαλέσει απορία σε έναν επισκέπτη: Ποια οικονομική κρίση; Πού είναι η έκτακτη ανάγκη; Τα καταστήματα είναι ακόμα ανοιχτά, πλήθη βγαίνουν από τις εξόδους του μετρό, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων φράζει τους δρόμους. Η Ακρόπολη στέκεται ακόμα.
Μόνο κάποιος που ζει στην Ελλάδα μπορεί να γνωρίζει ότι σε ένα πολυσύχναστο εστιατόριο η τιμή για ένα σουβλάκι με αναψυκτικό αντιστοιχεί σε 5 δολάρια, ότι οι απόφοιτοι του πανεπιστημίου κάθονται έξω για ώρες επειδή είναι άνεργοι και δεν έχουν μέλλον, ότι ο ηλικιωμένος άνδρας που κάθεται στην καφετέρια έχει χάσει την σύνταξή του και κάθεται εκεί πίνοντας αργά την ίδια μπύρα όλη την ημέρα.
Σε απόσταση λίγων λεπτών από το τουριστικό κέντρο της πόλης, οι δρόμοι είναι έρημοι, τα μαγαζιά κλειστά. Ακόμα πιο μακριά, ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της Αθήνας ζει μέσα στην φτώχεια. Σύμφωνα με έναν Έλληνα πολιτικό θεωρητικό, η ύφεση στην Ελλάδα έχει φτάσει σε ένα επίπεδο «που έχει να εμφανιστεί σε δυτική χώρα από τη δεκαετία του 1930». Ο Αντώνης Κεφαλάς, ένας πρώην σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, μου είπε ότι αν δεν γίνει κάτι σύντομα, «μια ολόκληρη γενιά στην Ελλάδα δεν θα εργαστεί ποτέ». Τα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια έχουν ρημάξει. Το Διδακτορικό πρόγραμμα Οικονομικών Επιστημών που διηύθυνε ο Βαρουφάκης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για παράδειγμα, μόλις και μετά βίας συνεχίζεται.
Το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών ήταν ερημωμένο όταν επισκέφθηκα τον Βαρουφάκη τον Φεβρουάριο. Λίγοι άνθρωποι έδειχναν να εργάζονται εκεί, εκτός από έναν φρουρό που καθόταν νυσταγμένος έξω από τους ανελκυστήρες και μια χαμογελαστή γυναίκα πίσω από ένα γραφείο. Καλώδια κρέμονταν από ραγισμένα πάνελ στην οροφή και στη γωνία υπήρχε μία μαραμένη φτέρη. Ο Βαρουφάκης δεν είχε προσλάβει ακόμα προσωπικό. Όταν πρωτοπήγε στο υπουργείο, δεν υπήρχε υπολογιστής στο γραφείο του και το ίντερνετ δεν λειτουργούσε. Είχε μονάχα έναν εκπρόσωπο τύπου, που μου είπε να στείλω απευθείας μήνυμα στον «Γιάνη» για να κλείσω ραντεβού.
Μετά από λίγο, ο Γιάνης με συνάντησε στην αίθουσα αναμονής. «Θα έρθω ο ίδιος να σε υποδεχτώ», μου είπε. Ευγενικός και γεμάτος ενέργεια, ο Βαρουφάκης με οδήγησε μέσα στο γραφείο του, του οποίου τα παράθυρα βλέπουν στο κτίριο του Κοινοβουλίου στην Πλατεία Συντάγματος, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Η θέα, ιδιαίτερα με το αγγελικό αθηναϊκό φως, ήταν καλύτερη από τον χώρο, που ήταν γυμνός από προσωπικά αντικείμενα και η μουντή διακόσμησή του ξυπνούσε μνήμες από την γκρίζα γραφειοκρατία του ’70. Κάποιος μου είπε αργότερα ότι η μόνη αλλαγή στο γραφείο κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών ήταν η επιδιόρθωση μίας τρύπας στο παράθυρο, η οποία φημολογείται ότι είχε προκληθεί από σφαίρα το 2010, κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης στην πλατεία. Μια τηλεόραση επίπεδης οθόνης στον τοίχο έδειχνε ένα ελληνικό talk show.
«Γιατί είναι αναμμένη;» είπε, πατώντας τα κουμπιά του τηλεκοντρόλ. «Μισώ την τηλεόραση. Και δεν ξέρω πώς να χειριστώ αυτό το μαραφέτι. Βλέπεις, ούτε την τηλεόρασή μου δεν ξέρω πώς να χειριστώ». Το χαμόγελο του Βαρουφάκη είναι σχεδόν μόνιμα σαρδόνιο. Αν και ο ίδιος αυτοχλευάζεται λέγοντας ότι δεν ξέρει πώς λειτουργεί η τηλεόραση, είναι σαφές ότι είναι χαλασμένη.
Το γραφείο του ήταν έτοιμο για να φιλοξενήσει ένα συνεργείο ειδήσεων, με καλώδια και gadgets διάσπαρτα στο πάτωμα – έκανε πολλή τηλεόραση τότε. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης περιοδείας του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με τελευταίο σταθμό τις Βρυξέλλες, όπου προετοίμασε το έδαφος της διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, ο Βαρουφάκης εξέπληξε τους Ευρωπαίους αλλά και τους Έλληνες με την επαναστατική του στάση. Η Ελλάδα, είπε, δεν θα συναινεί πλέον υπάκουα στο δόγμα λιτότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ. Στην πραγματικότητα, ο Βαρουφάκης, ο οποίος πιστεύει ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί ως περίπτωση πτώχευσης, ήθελε αρχικά τα θεσμικά όργανα να διαγράψουν ένα μέρος από το χρέος που θα άγγιζε τα 262 δισεκατομμύρια δολάρια.
Μετά από πολλούς γύρους αντιπαράθεσης, η Ελλάδα και οι πιστωτές της συμφώνησαν να παρατείνουν το αμφιλεγόμενο δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 2012, και να επιτρέψουν στην Ελλάδα να προτείνει τον δικό της κατάλογο οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Στην ευρωπαϊκή περιοδεία του, ο Βαρουφάκης έγινε celebrity. Οι Ευρωπαίοι τον αντιμετώπισαν σαν ένα νέο, παράξενο «είδος». Χρησιμοποιήθηκαν χαρακτηρισμοί όπως «πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων», «θερμοκέφαλος» και «πορτιέρης νυχτερινών κέντρων διασκέδασης» ενώ κάποιοι αναρωτιούνταν γιατί είχε πάντα το ένα χέρι στην τσέπη.
Σχολίαζαν το μαύρο δερμάτινο μπουφάν του, τον σηκωμένο γιακά του, τα πολύχρωμα πουκάμισα του, το ξυρισμένο κεφάλι του. Όπως φαίνεται, είχε εξελιχθεί σε σύμβολο του σεξ. Οδηγούσε μοτοσικλέτα. Γυμναζόταν. Είχε χάρισμα και ζυγωματικά. Είχε έναν τρόπο να γέρνει το πρόσωπό του προς τα κάτω, έτσι ώστε να σε κοιτάζει «ψαρωτικά». Μια εικόνα που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο έδειχνε ακτίνες λέιζερ να πετάγονται από τα μάτια του.
Το προσωπικό του στιλ ήταν ανεπιτήδευτο: αδιαφορούσε για την εθιμοτυπία των ευρωπαϊκών πολιτικών. Όταν ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου μετά την πρώτη τους συνάντηση, «συμφωνήσαμε ότι διαφωνούμε», ο Βαρουφάκης απάντησε: «Κατά τη γνώμη μου, ούτε καν για αυτό δεν συμφωνήσαμε». Ήταν σαφές ότι ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός. Ορισμένες γερμανικές σατιρικές εκπομπές έφτιαξαν μέχρι και βίντεο που απεικόνιζαν τον Βαρουφάκη ως άνθρωπο με ζωώδη δύναμη, ένα είδος ροκ σταρ που γλείφει τη σέλα της μοτοσικλέτας του. Σε μία άλλη σκηνή, ο ίδιος ο Βαρουφάκης εμφανίζεται να υψώνει το μεσαίο δάχτυλο στη Γερμανία.
Στην Ελλάδα, αφίσες με το σλόγκαν «V for Varoufakis» άρχισαν να εμφανίζονται στα παράθυρα των καφετεριών. Οι Έλληνες τον έλουσαν με αγάπη, αντάλλασσαν tweet για την εμφάνιση του και έγραψαν σάτιρες για την κοσμοπολίτικη ζωή και τα πολλά ταλέντα του. Οι παλαιότεροι φίλοι του Βαρουφάκη ξαφνιάστηκαν από τον διεθνή σάλο, ωστόσο αυτοί στους οποίους μίλησα οι οποίοι τον γνώριζαν πριν γίνει υπουργός λένε ότι η συμπεριφορά του στην ευρωπαϊκή σκηνή είναι χαρακτηριστική: Είναι ειλικρινής, παθιασμένος και σίγουρος για τις ιδέες του. Αυτό, προφανώς, ήταν το πρόβλημα, επειδή ο Βαρουφάκης δεν πήγε στην Ευρώπη απλώς για να διαπραγματευτεί αναφορικά με το μέλλον της Ελλάδας. Είχε πιο φιλόδοξες ιδέες. Ήθελε να δείξει στους Ευρωπαίους πώς να σώσουν την ίδια την Ευρώπη!
Η σύζυγος του Βαρουφάκη, Δανάη Στράτου, με προσκάλεσε ένα βράδυ στο διαμέρισμά τους κοντά στην Ακρόπολη. Βρισκόταν σε ένα κτήριο των αρχών του αιώνα, που ανήκε στη μητέρα της Στράτου – η οικογένεια της είχε κάποτε τη μεγαλύτερη εταιρεία κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα – και ο Βαρουφάκης με τη Στράτου ζούσαν στον πρώτο όροφο (έχουν μετακομίσει από τότε).
Το σπίτι τους δεν ήταν μεγάλο και είχε ένα μικρό μπαλκόνι στο πίσω μέρος. Στον τοίχο κρεμόταν ένα ράφι από τον Ισραηλινό βιομηχανικό σχεδιαστή Ron Arad και τα έργα τέχνης της Στράτου στόλιζαν κάθε γωνιά. Ένα από αυτά, μια μεγάλη φωτογραφία με κόκκινα σκιάχτρα με κουκούλες, που είχαν τα χέρια απλωμένα με φόντο ένα καταπράσινο λιβάδι του Κασμίρ, μου θύμισε τις φωτογραφίες κρατουμένων στο Αμπού Γκράιμπ.
Την εποχή της επίσκεψής μου, το διαμέρισμα είχε γίνει ήδη διάσημο καθώς είχε εμφανιστεί σε μία φωτογράφηση του περιοδικού Paris Match, που έδειχνε τον Βαρουφάκη και την Στράτου να χαμογελούν τρώγοντας ψάρια.
Η σκηνή θεωρήθηκε υπερβολικά «χλιδάτη» για έναν αριστερό πολιτικό και ο Βαρουφάκης μου είπε ότι είχε μετανιώσει για τις φωτογραφίες. «Κοίτα, ξέρω ότι ακούγεται ανόητο, αλλά δεν ήξερα τι ήταν το Paris Match», μου είπε. «Δεν διαβάζω περιοδικά αυτού του είδους».
Η Στράτου, μία όμορφη γυναίκα με μεγάλα γαλανά μάτια, είναι μία καλλιτέχνιδα που δημιουργεί εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας. Χρειάστηκαν εννέα ολόκληροι μήνες για να κατασκευάσει το πρώτο μεγάλο έργο της με τίτλο «Desert Breath», που εξακολουθεί να υπάρχει στην αιγυπτιακή έρημο. Όταν ξεκίνησε η σχέση της με τον Βαρουφάκη το 2005, ο ίδιος άρχισε να συμμετέχει στα πρότζεκτ της, ένα από τα οποία τους πήγε στα σύνορα διαφόρων περιοχών του κόσμου (Ισραήλ και Παλαιστίνης, Αιθιοπίας και Ερυθραίας, Ηνωμένων Πολιτείών και Μεξικού), όπου τα διαχωριστικά τείχη κρατούν χωριστά τους λαούς. Το ζευγάρι είχε μια εποικοδομητική σχέση συνεργασίας και, σύμφωνα με την Στράτου, η μόνη σημαντική ανησυχία του Βαρουφάκη σχετικά με την ανάληψη των καθηκόντων του ως Υπουργός Οικονομικών ήταν η αναστάτωση που θα έφερνε στη ζωή τους.
«Δέχτηκε επειδή αισθάνθηκε ότι έπρεπε ηθικά να είναι εκεί», είπε η Στράτου. «Του δόθηκε η ευκαιρία να βοηθήσει τη χώρα του. Αισθάνεται βαθιά υπεύθυνος για 10 εκατομμύρια Έλληνες. Και ο ίδιος έχει χάσει πολύ ύπνο αναζητώντας λύσεις. Αυτό που μπορώ να δω εγώ είναι ότι μοιάζει με κάποιον που βαδίζει σε ένα ναρκοπέδιο. Κάθε στιγμή που περνά, δεν ξέρει σε ποια νάρκη θα πατήσει».
Ο Βαρουφάκης λέει ότι δέχτηκε αυτό το πόστο, καθώς μετά από χρόνια που μιλούσε δημόσια για μια λύση για την κρίση, αισθάνθηκε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. «Στη δεκαετία του 1980, ήμουν εξοργισμένος με το απαρτχάιντ. Μερικοί άνθρωποι μπορούσαν να το ξεχάσουν, εγώ όχι. Δεν είναι επειδή είμαι ηθικά ανώτερος, απλά δεν μπορούσα να το ξεχάσω. Ομοίως, στην περίπτωση της κρίσης του 2008, αυτό που δεν μπορούσα να ξεπεράσω ήταν η ηλιθιότητα της: Επρόκειτο για μία κρίση που δεν ήταν αναγκαία».
Ο Βαρουφάκης η πολιτική του συνείδηση άρχισε να διαμορφώνεται στην παιδική του ηλικία, την εποχή της χούντας, δηλ. όταν στην Ελλάδα υπήρχε δικτατορία. «Δύσκολα μπορούσε κανείς να αποφύγει να πολιτικοποιηθεί», είπε. «Τα προβλήματα υπήρχαν παντού γύρω σου». Ο πατέρας του ανατράφηκε ως «φιλελεύθερος πρόσωπος και όχι αριστερός», αλλά όταν μετανάστευσε στην Ελλάδα από το Κάιρο στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο εμφύλιος είχε ηδη ξεκινήσει.
Μια μέρα, η αστυνομία τον ξυλοκόπησε αλλά είπαν ότι θα τον άφηναν να φύγει αν υπέγραφε μία αποκήρυξη του κομμουνισμού. Εκείνος απάντησε: «Κοίτα, ούτε Βουδιστής είμαι, αλλά ποτέ δεν θα υπέγραφα μία αποκήρυξη του Βουδισμού». «Διάβασε Ρουσσώ σε ηλικία 13 ετών, και ήξερε για τις ατομικές ελευθερίες», είπε ο Βαρουφάκης. Κατέληξε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης με κομμουνιστές και προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, γεγονός το οποίο έκανε την εύρεση εργασίας σχεδόν αδύνατη. Τελικά, δέχτηκε μία χαμηλόμισθη εργασία ως προσωπικός βοηθός του ιδιοκτήτη μίας χαλυβουργικής εταιρείας και σήμερα, στην ηλικία των 90, είναι ο πρόεδρός της.
Η μητέρα του Βαρουφάκη, μία βιοχημικός, έβγαζε «ψίχουλα», όπως είπε, επειδή ήταν γυναίκα. Αναμίχθηκε στο φεμινιστικό κίνημα τη δεκαετία του 1970. Και ο ίδιος ο Βαρουφάκης ήταν πολιτικός ακτιβιστής από νεαρή ηλικία. Όταν ξεκίνησε την καριέρα του ως ακαδημαϊκός στο Πανεπιστήμιο του Essex, είπε, υιοθέτησε ως σύνθημά του τη φράση «ανατρέψτε το κυρίαρχο παράδειγμα», την οποία τύπωσαν αργότερα κάποιοι μαθητές του σε μπλουζάκια.
Ο Βαρουφάκης έφυγε από την Αγγλία το 1988 για να διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, όπου άρχισε μια σειρά από συζητήσεις σχετικά με την παγκόσμια οικονομία με τον οικονομολόγο Joseph Halevi. Οι δυο τους άνηκαν στους ακαδημαϊκούς του κλάδου τους που αμφισβητούσαν την ιδέα ότι ο κόσμος είχε εισέλθει μια νέα φάση «αέναης ανάπτυξης», αυτό που ο πρώην πρόεδρος της Federal Reserve, Ben Bernanke είχε ονομάσει «μεγάλη μετριοπάθεια». Μετά το κραχ, ο Βαρουφάκης αποφάσισε να συμπεριλάβει αυτές τις ιδέες σε ένα βιβλίο κατάλληλο για το ευρύ κοινό με τίτλο «Ο Παγκόσμιος Μινώταυρος», το οποίο παρουσίαζε τον πλανήτη και την Ευρώπη να συνδέονται επικίνδυνα με τις διακυμάνσεις της αμερικανικής οικονομίας.
Όταν η κρίση έφτασε τελικά στην Ελλάδα, ο Βαρουφάκης άρχισε να συνεργάζεται με τον Βρετανό οικονομολόγο Stuart Holland και, αργότερα, με τον Αμερικανό οικονομολόγο James Galbraith για τη δημιουργία ενός φυλλάδιου με τίτλο «Μια μετριοπαθής πρόταση», το οποίο αναγνώριζε τέσσερις μεγάλες κρίσεις στην Ευρώπη – αναφορικά με τον τραπεζικό τομέα, το δημόσιο χρέος, τη μείωση των επενδύσεων και την κοινωνική πρόνοια – και πρότεινε λύσεις για την καθεμία.
«Η Ευρώπη διαλύεται», έγραφαν. «Καθώς συμβαίνει αυτό, το ανθρώπινο κόστος μεγαλώνει και η αποσύνθεση γίνεται μια αυξανόμενη απειλή. Οι συνέπειες από τη διάσπαση της ευρωζώνης θα καταστρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα υπάρχει πλέον μόνο ως όνομα. Και ο κατακερματισμός της Ευρώπης αποτελεί παγκόσμιο κίνδυνο.»
Μου είπε ότι ακόμα το πιστεύει αυτό. Η κρίση που ξεκίνησε το 2007 ήταν το ίδιο ολέθρια με την Μεγάλη Ύφεση που ξεκίνησε το 1929, και απέχει πολύ από το τέλος της. «Χρειαζόμαστε μια νέα συμφωνία για τον κόσμο», είπε, «τουλάχιστον για την Ευρώπη». Ωστόσο, όταν ο ίδιος προσπάθησε να εκθέσει τα επιχειρήματά του σε συνεντεύξεις και ομιλίες στην Ευρώπη τους τελευταίους μήνες, ως Υπουργός Οικονομικών, προβάλλοντας παράλληλα ηθικά επιχειρήματα για την ανακούφιση της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης, οι Ευρωπαίοι ομόλογοί του εξοργίστηκαν.
Επίσης τρόμαξαν, πάρα πολύ, από την προοπτική να αποτελέσει ο Βαρουφάκης πηγή έμπνευσης για αριστερά κινήματα σε άλλες χώρες – ιδίως στην Ισπανία, όπου οι Podemos, ένα αριστερό κόμμα με επικεφαλής ακτιβιστές που αντιτίθενται επίσης στις πολιτικές λιτότητας, έχει κερδίσει έδαφος. Στις συναντήσεις του Φεβρουαρίου, οι υπουργοί οικονομικών της Ευρώπης αντέδρασαν επιμένοντας στη λιτότητα. Ο Αριστείδης Χατζής, καθηγητής φιλοσοφίας στην Αθήνα, λέει ότι Βαρουφάκης βρέθηκε σε μία κατάσταση «όπου κανείς δεν ενδιαφερόταν για τη ζωή στην ευρωζώνη μακροπρόθεσμα». Τους ενδιέφεραν μόνο οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα σκόπευε να αποπληρώσει το χρέος της.
Επειδή ο Βαρουφάκης είναι έξυπνος, λέει ο Χατζής, προσαρμόστηκε σε αυτήν την πραγματικότητα και άλλαξε πορεία. Επίσης, αναγκάστηκε να κάνει πολλές παραχωρήσεις.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος Joseph Stiglitz, κάτοχος Βραβείου Νόμπελ, περιγράφει την κατάσταση που βρίσκεται ο Βαρουφάκης ως «αδιανόητη». «Υπάρχει μια ιδεοληψία μεταξύ των οικονομολόγων χάραξης πολιτικής στη Γερμανία σχετικά με τη δημοσιονομική ισορροπία», αναφέρει, «σε σχέση με την ανεργία, την ανισότητα, την οικονομική ανάπτυξη, την χρηματοπιστωτική σταθερότητα». Όταν η Ελλάδα έλαβε το πρώτο πακέτο διάσωσης το 2010, οι Ευρωπαίοι επέμεναν για αυστηρή λιτότητα, ενώ προέβλεπαν ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν στην Ελλάδα θα συρρικνωθεί κατά μόλις 4 τοις εκατό. Μέσα σε πέντε χρόνια συρρικνώθηκε κατά 25 τοις εκατό (ο Stiglitz λέει στους μαθητές του ότι αν τα οικονομικά μοντέλα και οι προβλέψεις τους ήταν τόσο κακές, θα τους είχε βάλει κάτω από τη βάση).
Το 2011, σύμφωνα με Stiglitz, οι Ευρωπαίοι ηγέτες παραδέχθηκαν ότι απαιτείται μια νέα στρατηγική. «Αυτή δεν παρουσιάστηκε ποτέ», λέει ο Stiglitz. «Κατά μία έννοια, η Ευρώπη έχει υπαναχωρήσει από τις υποσχέσεις της, ξανά και ξανά, και ο Γιάνης με τη νέα κυβέρνηση προσπαθούν να μαζέψουν τα σπασμένα».
Όταν γνώρισα τον Βαρουφάκη στα τέλη Μαρτίου, η δημοτικότητά του παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, τουλάχιστον στον δρόμο, παρά την ολοένα και πιο καυστική κριτική για το πρόσωπό του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ήταν ένα γκρίζο κυριακάτικο πρωινό στην Αθήνα, και στις καφετέριες κάθονταν μόνο λίγοι πελάτες, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας. «Συνέχισε έτσι, Γιάννη», είπε ένας ταξιτζής, καθώς μπαίναμε σε μία καφετέρια κοντά στην Ακρόπολη. «Μπράβο σου», είπε ένας άλλος. Ο Βαρουφάκης χαμογέλασε και τους ευχαρίστησε. Πριν περάσουμε την πόρτα, ένας άνθρωπος τον σταμάτησε και του έσφιξε το χέρι. Ρώτησα αν του συνέβαινε συχνά αυτό. «Ναι, όλη την ώρα», μου απάντησε.
Εκείνο το Σαββατοκύριακο, οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι εξακολουθούσαν να μη συμφωνούν αναφορικά με το θέμα των μεταρρυθμίσεων. Δεν είχαν εκταμιευτεί χρήματα. Δύο ομάδες διαπραγματευτών, στην Αθήνα και τις Βρυξέλλες, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να φτάσουν σε συμφωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέταζε το ενδεχόμενο να αντλήσει ρευστότητα ακόμα και από τα ταμεία πανεπιστημίων. Λίγες εβδομάδες πριν, το κόμμα είχε εμπλακεί σε μια εθνικιστική σύγκρουση με τη Γερμανία: Οι πολιτικοί του ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να ζητούν αποζημιώσεις για εγκλήματα είχαν γίνει από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου σε βάρος της Ελλάδας, μία κίνηση που θεωρήθηκε από κάποιους ως προσπάθεια αντιπερισπασμού από τα μεγάλα χρέη της χώρας.
Σε μια κατάσταση όπως αυτή, η κυβέρνηση θα μπορούσε να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις της δεξιάς, όπως η ιδιωτικοποιήσεις, ή να προχωρήσει σε αριστερές μεταρρυθμίσεις, όπως η δίωξη των πλούσιων φοροφυγάδων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ρώτησα τον Βαρουφάκη γιατί.
«Πότε;», είπε. Οι πιστωτές της Ελλάδας δεν άφησαν κανένα περιθώριο στο κόμμα για ελιγμούς. «Εδώ και δύο μήνες δεν κάνω τίποτα άλλο από το να διαπραγματεύομαι το δικαίωμα να διαπραγματεύομαι – να κάνω αυτήν τη συζήτηση. Ακόμα δεν έχω κερδίσει αυτό το δικαίωμα. Πράγμα που σημαίνει πως, ό, τι κι αν κάνουμε, πρέπει να περάσει μέσα από αυτή τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων». Θεωρεί ότι κάτι άλλο κρύβεται πίσω από τα παράπονα των Ευρωπαίων. «Δεν πιστεύουν ότι μια μικρή αποικία της ευρωζώνης έχει το δικαίωμα να εκφράζει άποψη για τις δικές της υποθέσεις και την ίδια την ευρωζώνη».
Ωστόσο, ήταν λογικό πως ένα νέο κόμμα στην εξουσία, τους πρώτους δύο μήνες, ίσως δεν ήταν ακόμα έτοιμο να καταλάβει ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα ώστε να ξέρει πώς να το διορθώσει. Μου είπε, για παράδειγμα, ότι ήταν αδύνατο να καθοριστεί το ποσό που θα μπορούσε να εισπράξει η κυβέρνηση από τους φοροφυγάδες και δεν ήθελε να πει ψέματα. Ωστόσο, οι Έλληνες συχνά κατηγορούνται ότι «καθυστερούν σκόπιμα». Ο Βαρουφάκης λέει ότι ήθελε να περιορίσει τον αριθμό των μεταρρυθμίσεων σε τρεις ή τέσσερις που θα μπορούσαν να τεθούν άμεσα σε ισχύ, αλλά οι Ευρωπαίοι απαιτούν μια τεχνική λίστα των μεταρρυθμίσεων, που πλέον έχει φτάσει περίπου τις 26 σελίδες.
«Οι επικριτές μας θα πουν ότι το παρακάνουμε με τα λόγια, όμως δεν είναι δική μας επιλογή», είπε. «Αυτό θέλουν τα θεσμικά όργανα. Αυτό κάνουν και τώρα που μιλάμε».
Από την ευρωπαϊκή σκοπιά, η Ελλάδα δεν έχει κανένα δικαίωμα να διαφωνεί για τις μεταρρυθμίσεις, αφού οι προηγούμενες κυβερνήσεις απέτυχαν να τις εφαρμόσουν κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, έχοντας επιπλέον τορπιλίσει την οικονομία της χώρας τους. Ωστόσο ο Βαρουφάκης και ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν την εκλογή τους ως «ημέρα μηδέν», δηλ. ημερομηνία παραλάβής νέων πληροφοριών για την Ελλάδα. «Είμαστε οι τύποι που περάσαμε όλη μας τη ζωή στην πλατεία Συντάγματος έξω από το γραφείο μου, διαμαρτυρόμενοι για αυτά που έκαναν όσοι βρίσκονταν στο γραφείο μου», είπε ο Βαρουφάκης. «Μας έριχναν χημικά επειδή δεν καταλαβαίναμε πώς θα μπορούσαμε να αποπληρώσουμε ένα δάνειο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις». Συνέκρινε τον εαυτό του με τη Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία εξελέγη το 1979, σε αντίθεση με το κράτος πρόνοιας. «Πόσο έξυπνο είναι να κατηγορεί κανείς τη Μάργκαρετ Θάτσερ για τον μεταπολεμικό κορπορατισμό που ήρθε πριν από αυτήν;» διερωτάται. «Όχι και τόσο. Αυτό που έχουμε εδώ είναι μια σοβαρή περίπτωση βαθιά ριζωμένου ρατσισμού σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι Έλληνες είναι ίδιοι και ανεξάρτητα με το αν διαμαρτυρήθηκαν για το πρόγραμμα διάσωσης, εξακολουθούν να είναι υπεύθυνοι γι ‘αυτό».
Εκείνη τη στιγμή, ένας τουρίστας τον διέκοψε. «Με συγχωρείτε, μπορώ να βγάλω μια φωτογραφία μαζί σας;»
«Όχι, όχι τώρα, σας ευχαριστώ», απάντησε και στράφηκε ξανά σε μένα. «Η Hannah Arendt είχε πει κάποτε ότι ακόμα κι αν ένας Γερμανός πέθανε στο Άουσβιτς αντιστεκόμενος στον Χίτλερ, δεν μπορεί κανείς να πει ότι το γερμανικό έθνος είναι υπεύθυνο για το ναζισμό. Αυτό το πιστεύω κι εγώ. Όμως το ίδιο ισχύει και για τον ελληνικό λαό».
Το κινητό του, το οποίο δεν είχε πάψει να χτυπά καθ ‘όλη κουβέντα μας, χτύπησε ξανά. Αυτή τη φορά ήταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, προφανώς καλώντας από τις Βρυξέλλες. Μετά το τηλεφώνημα, μου είπε ότι έπρεπε να φύγει. Ρώτησα πώς πήγαιναν μέχρι τώρα οι διαπραγματεύσεις του Σαββατοκύριακου.
«Δεν ξέρω», είπε, ενώ ο τόνος της φωνής του έδειχνε ότι αναρωτιόταν το ίδιο πράγμα. «Είναι μια πολιτική απόφαση. Δεν έχει καμία σχέση με αυτές τις συζητήσεις. Το ερώτημα είναι: Έχουν αποφασίσει να μας πετάξουν έξω από την ευρωζώνη; Δεν πρόκειται να πληρώσω το ΔΝΤ αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα πληρώσω συντάξεις εντός των προσεχών εβδομάδων. Γι ‘αυτό και τους είπα: «Αποφασίστε. Θέλετε αυτός να είναι ένας κανονικός γύρος διαπραγμάτευσης ή μία νεκροψία;»
Του είπα ότι ίσως αυτός είναι ο λόγος που κατηγορείται για μικροπολιτική.
«Δεν είναι μικροπολιτική. Είναι η αλήθεια. Θέλουν να πάω πάσο. Αυτό είναι μικροπολιτική εκ μέρους τους. Δεν πρόκειται να πάω πάσο με το θέμα των συντάξεων».
Οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα αναρωτιούνται αν ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης έχουν ήδη αποτύχει. Οι επικριτές τους υποστηρίζουν ότι είναι αφελείς αν πιστεύουν ότι μπορούν να εξασφαλίσουν τεράστιες παραχωρήσεις από τους Ευρωπαίους και ότι πιθανόν να καταλήξουν με τους ίδιους όρους δανεισμού με πριν, με μόνη διαφορά ότι η οικονομία βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση.
Σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα θα μπορούσε να βιώσει ένα πέμπτο έτος λιτότητας. Εάν η χώρα επιδιώξει ένα τρίτο πακέτο διάσωσης τον Ιούνιο, όπως υποθέτει ακόμη και ο Βαρουφάκης ότι θα γίνει, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Ευρώπη, μετά τον θρίαμβό της, θα υποχωρήσει σχετικά με οποιονδήποτε από τους όρους της.
Ο Βαρουφάκης λέει ότι έχει κάνει ό, τι του έχουν ζητήσει οι Ευρωπαίοι. Είναι περήφανος ακόμη και για τους συμβιβασμούς που έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, που περιλαμβάνουν ιδιωτικοποιήσεις ορισμένων κρατικών περιουσιακών στοιχείων, όπως το λιμάνι του Πειραιά, και μια καθυστέρηση στην αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ωστόσο, ο ίδιος αρνείται να υποχωρήσει στο θέμα της διατήρησης των συντάξεων, καθώς η μείωσή τους έχει ήδη προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στους ηλικιωμένους Έλληνες αλλά και στο θέμα της αποκατάστασης των συλλογικών συμβάσεων, που θα δώσει στους εργαζόμενους περισσότερη δύναμη στη διαπραγμάτευση των μισθών.
Ο μεγαλύτερος φόβος του είναι ότι οι Ευρωπαίοι θα επιμείνουν σε αυτό που θεωρεί το χειρότερο μέτρο απ ‘όλα: τη διατήρηση ενός πλεονάσματος 4,5 τοις εκατό, ενός αυστηρού όρου από το 2012 που επιβάλλει μεγάλες κρατικές αποταμιεύσεις και παραλύει τις δαπάνες. Αυτή η πολιτική είναι η ενσάρκωση της λιτότητας. Για τον οικονομολόγο και ακαδημαϊκό Βαρουφάκη, αυτή είναι η κόκκινη γραμμή που είναι πιο δύσκολο να ξεπεράσει, πνευματικά και επαγγελματικά.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό είναι ένα ζήτημα δημοκρατίας, ελληνικής αποφασιστικότητας και δομής της ΕΕ, τα κράτη μέλη της οποίας δεν ελέγχουν απαραίτητα τη μοίρα τους. Ωστόσο, όπως πολλοί επικριτές τους έχουν επισημάνει, η ευρωζώνη δεν είναι το κατάλληλο μέρος για επανάσταση ή μεγάλες ιδέες. Διέπεται από κανόνες. Και σε αυτό το φόρουμ, ο Βαρουφάκης δεν τα πάει και τόσο καλά, λέει ο Daniel Gros, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής, μίας εταιρείας ερευνών με έδρα τις Βρυξέλλες. «Δεν έχει καταφέρει να τους παρέχει το είδος των λεπτομερών προτάσεων που ψάχνουν», λέει ο Γκρος αναφερόμενος στους Ευρωπαίους, που πιστεύει ότι ήταν πιο υπομονετικοί με την Ελλάδα από ό,τι ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ. «Είχαν βαρεθεί το παλιό στάτους κβο. Σκέφτηκαν: Εντάξει, ίσως υπάρχει κάποιος εδώ που διαπραγματεύεται σκληρά αλλά θα φέρει αποτελέσματα. Και αυτό δεν συνέβη. Η νοοτροπία τους είναι η εξής: «Θα πάρετε τα χρήματα, όταν δούμε συγκεκριμένες προτάσεις».
Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ με πιο αριστερές ιδέες από τον Βαρουφάκη πιστεύουν ότι η αποστολή του ήταν δονκιχωτική από την αρχή. Υπάρχει μια αίσθηση ότι ο ίδιος και ο Τσίπρας ήταν υπερβολικά ιδεαλιστές και σίγουροι για την ικανότητά τους να πείσουν τους Ευρωπαίους να εγκαταλείψουν μια ιδεολογική πολιτική που προωθούσαν εδώ και χρόνια. «Πραγματικά πίστευαν ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν κάτι ουσιαστικό», λέει ο Στάθης Κουβελάκης, μέλος της Αριστεράς Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο του κόμματος και πιστεύει, μεταξύ άλλων, ότι η έξοδος από το ευρώ είναι μονόδρομος για την Ελλάδα.
«Υπήρξε μια λανθασμένη εκτίμηση από την αρχή. Έχουμε το σιδερένιο κλουβί των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που έπρεπε να προφυλαχθεί με κάθε κόστος και η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε για παραδειγματισμό: Κάντε αυτό που σας λένε αλλιώς θα τιμωρηθείτε. Έτσι οι Podemos ή οποιαδήποτε δύναμη στην Ευρώπη που τολμά να αμφισβητεί τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας θα πάρει το μάθημά της».
Τον Απρίλιο, δημοσιεύματα των εφημερίδων υποστήριζαν ότι ο Βαρουφάκης είχε τεθεί στο «περιθώριο» των διαπραγματεύσεων μετά από τη οργισμένη αντίδραση των ομολόγων του στη Ρίγα, που τον προσέβαλαν αποκαλώντας τον τζογαδόρο και ερασιτέχνη που σπαταλά τον χρόνο τους.
Τότε είχε αναρτήσει το εξής μήνυμα στο Tweeter: «FDR (τα αρχικά του Ρούζβελτ), 1936: Είναι ομόφωνο το μίσος τους για μένα και εγώ χαιρετίζω την έχθρα τους. Μία φράση κοντά στην καρδιά μου (και την πραγματικότητα) αυτές τις μέρες».
Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, το tweet – έχει περισσότερους από 400.000 followers στο Twitter – δεν ήταν απευθυνόταν στους συναδέλφους τους Υπουργούς Οικονομικών, αλλά στους δημοσιογράφους. «Τα ΜΜΕ επιδόθηκαν σε έναν παροξυσμό σύγχυσης και ψεύδους, για τον οποίο δεν είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνα», είπε. «Φαίνεται ότι υπήρχαν διαρροές εκ των έσω που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Όλες αυτές τις αναφορές για δήθεν κακή μεταχείριση του προσώπου μου, εξύβρισή μου και διατύπωση κατηγοριών ότι σπαταλούσα τον χρόνο των συναδέλφων μου, τις διαψεύδω κατηγορηματικά. (Λέει ότι ηχογράφησε τη σύσκεψη, αλλά δεν μπορεί να δώσει στη δημοσιότητα την καταγραφή λόγω των κανόνων εμπιστευτικότητας.)
Παρ ‘όλα αυτά, εξηγεί, ο ίδιος και ο πρωθυπουργός αποφάσισαν ότι έπρεπε να αλλάξουν τη σύσταση των ομάδων σύμφωνα με τις τρέχουσες συνθήκες και το κλίμα που κυριαρχεί στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, παρόλο που αρνείται ότι μπήκε «στο περιθώριο». Εκπροσώπησε την Ελλάδα, ως συνήθως, και στον επόμενο γύρο των διαπραγματεύσεων. «Αυτή είναι μια ιστορία που αυτοτροφοδοτείται», είπε. «Είναι τελείως αποκομμένη από την πραγματικότητα, αλλά αποτελεί μια παράλληλη πραγματικότητα, μια γκεμπελική προπαγάνδα που έχει την εξαιρετική ικανότητα να αλλάζει την ατμόσφαιρα».
Ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του απλά ως «αλεξικέραυνο». Ήξερε πόσο δύσκολη ήταν η δουλειά που αναλάμβανε. «Δεν πτοούμαι από όλα αυτά. Θα μπορούσε να με πάρει από κάτω ή ακόμα και να πανικοβληθώ αλλά το περίμενα. Έτσι όλα είναι εντάξει».
Σύμφωνα με τον ίδιο, άγνωστοι στους δρόμους της Αθήνας του φωνάζουν ακόμα μηνύματα συμπαράστασης. «Αυτό για το οποίο ο κόσμος διψάει είναι μία κυβέρνηση για την οποία θα είναι υπερήφανος», προσθέτει. «Δεν μας απασχολεί ιδιαίτερα να διατηρήσουμε τις θέσεις μας. Αυτό αποσταθεροποιεί την άλλη πλευρά. Είναι συνηθισμένοι σε πολιτικούς που αγωνιούν να κρατήσουν την καρέκλα τους. Εμείς δεν το θέλουμε τόσο πολύ. Δεν μας νοιάζει. Θέλουμε να κάνουμε το σωστό και αν δεν το καταφέρουμε αυτό, θα αποχωρήσουμε».